Προδημοσίευση – Αφησε τα χνάρια του στο τραγούδι ο Θόδωρος Δερβενιώτης

Προδημοσίευση – Αφησε τα χνάρια του στο τραγούδι ο Θόδωρος Δερβενιώτης

Ο Θόδωρος Δερβενιώτης άφησε βαθύ αποτύπωμα στην ιστορία του μεταπολεμικού λαϊκού τραγουδιού. Μεταξύ των τραγουδιών που μας άφησε παρακαταθήκη είναι τα «Είσαι η ζωή μου», «Ενα σφάλμα έκανα», «Σου ’χω έτοιμη συγγνώμη», «Πάρε τα χνάρια», «Ισως», «Αλλα μου λέν’ τα μάτια σου», «Ενα πιάτο άδειο στο τραπέζι» και «Βάλε το κόκκινο φουστάνι». Τραγούδια δηλαδή που έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συλλογικής μας ταυτότητας. Ταυτόχρονα υπήρξε καλλιτέχνης βαθιά πολιτικοποιημένος και με έντονη συνδικαλιστική δράση. Με αφορμή τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από τον θάνατό του κυκλοφορεί στις 20 Ιουνίου η πλήρης βιογραφία του, γραμμένη με μυθιστορηματικό τρόπο από τον γιο του, Σπύρο Δερβενιώτη. Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο που έχει τίτλο «Πάρε τα χνάρια που άφησα – Η ζωή και το έργο του Θόδωρου Δερβενιώτη».

Aθήνα 1951

«Θα πας στην Αθήνα. Θα πας στην Ομόνοια. Και θα δεις εκεί που είναι ο κινηματογράφος Κοτοπούλη, είναι ένας δρόμος, Ιωνος λέγεται. Δεν είναι μεγάλος, παρακάτω τελειώνει. Κάνε τον κατήφορο και θα δεις στα δεξιά γράφει “Μάριος” και κολλητά ένα άλλο μπαράκι. Στον Μάριο πάνε οι φίρμες. Στον άλλο πάνε οι άλλοι. Θα πας εκεί, θα βρεις κόσμο, θα γνωρίσεις, θα γνωριστείς και θα βρεθεί ο δρόμος σου».

Ο Θόδωρος Δερβενιώτης μπήκε στο στενόμακρο καφενείο. Βρήκε ένα τραπέζι στο πλάι, που του επέτρεπε όσο γίνεται ευρύτερη επόπτευση του άγνωστου χώρου, και παρήγγειλε ένα βαρύ γλυκό. Οι θαμώνες λιγοστοί. Ενας από αυτούς τον κοίταζε επίμονα. «Βρε με ξέρει από κάπου;». Ενα επίμονο ψάξιμο στη μνήμη δεν έφερε κανένα χρήσιμο αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή ο άγνωστος σηκώθηκε και τον πλησίασε.

«Επιτρέπ’τι;» ρώτησε με έντονη προφορά. «Ελεύθερα». «Συνάδελφοης είσ’ι;» «Εξαρτάται τι εννοείς. Εσύ τι είσαι;»

«Ε μουσικός για! Τραγουδάω και παίζω και κιθάρα. Αντών’ μι λένε».

Ο Θόδωρος συστήθηκε κι αυτός, ο πάγος είχε σπάσει, η κουβέντα ζέστανε. Ο Θόδωρος κέρασε τον συνομιλητή του τσιγάρο, άναψε κι αυτός. Με την προφορά του συνομιλητή να προδίδει την καταγωγή του, η κουβέντα στράφηκε γρήγορα στη Μυτιλήνη, απ’ όπου ο ένας καταγόταν και ο άλλος μόλις είχε επιστρέψει. Ο νέος φίλος του Θόδωρου Δερβενιώτη τον έμπασε ευθύς στο πνεύμα και τους άγραφους νόμους της πιάτσας της Ιωνος: «Με συμπαθάς που πήρα το θάρρος και σε πλησίασα, αλλά… πρώτη φορά σε βλέπ’ εδώ. Ξέν’ς κι εσύ, ξέν’ς κι εγώ, ξένοι είμαστι όλοι, να γνωριστούμε, να βοηθάει ο ένας τον άλλον για, γιατί εδώ, αν δεν κάνεις έτσι, δεν έχει μεροκάματο».

Ο Δερβενιώτης διηγήθηκε την πρόσφατη εμπειρία του στη Μυτιλήνη. Το μυαλό του συνομιλητή του άστραψε. «Ξέρεις να γράφεις μουσική; Ξέρεις πόσοι ψάχνουν κάποιον που ξέρει να γράφει μουσική; Γράφουνε τα τραγούδια σε πεντάγραμμα και τα πηγαίνουνε στη λογοκρισία για να πάρουν άδεια κυκλοφορίας. Αμα έχω καμιά δουλειά, να σ’ έχω υπόψη μου να σε φωνάξω!»

Θ.Δ.: Αυτή ήταν η πρώτη επαφή μου με μουσικό. Ε μετά όποιον γνώριζα σιγά σιγά και με ρώταγε, η κουβέντα ερχόταν αργά ή γρήγορα στο ότι ξέρω να διαβάζω και να γράφω μουσική, ακούστηκε, διαδόθηκε αυτό το πράγμα. Μια μέρα με πλησίασε ένας, κάπως φουριόζος. «Εσύ είσαι που γράφεις μουσική;». «Τι εννοείς γράφω;». «Πεντάγραμμα. Που ξέρεις να γράφεις πεντάγραμμο;». «Ναι». «Μπορείς να μου γράψεις ένα τραγούδι; Πετσάς λέγομαι. Πετσάς». «Πού θα τα γράψουμε; Πώς; Πού;». «Πάμε δίπλα, στον Μάριο».

O Θόδωρος Δερβενιώτης ακολούθησε τον παραγγελιοδόχο του στο «στρατηγείο του ρεμπέτικου». Προσπέρασαν το ισόγειο με τον φωνόγραφο όπου κατά παράδοση γινόταν η ακρόαση των καινούργιων δίσκων των θαμώνων του και ανέβηκαν στο πατάρι, εκεί όπου παλιότερα «άστραφταν τα όργανα» αλλά τώρα κατέφευγε όποιος ήθελε σχετική ησυχία. Ο Δερβενιώτης έστρωσε το πεντάγραμμο και έγραψε σε νότες το τραγούδι που άκουγε από την κιθάρα. Ο Πετσάς τον κοίταζε με δυσπιστία. Πολύ γρήγορα δεν έγινε η διαδικασία; Κάτι πήγαινε στραβά.

«Και πού ξέρω εγώ τώρα ότι αυτό που μου έγραψες είναι το τραγούδι που σου έπαιξα;». «Και τι να σου ’γραψα, ρε Παναγιώτη;». «Ξέρω γω; Τον εθνικό ύμνο». Ο Δερβενιώτης τον κοίταξε. «Πιάσε μου τον τόνο που μου το ’παιξες». «Ντο». Ο Θόδωρος Δερβενιώτης παίρνει στα χέρια του το πεντάγραμμο και επαναλαμβάνει το τραγούδι νότα νότα. Ο Πετσάς χαμογέλασε, σαν παιδί που έβλεπε κάποιο μαγικό κόλπο. Από κάπου ψηλά ο μπαρμπα-Γιάννης ο Βισβίκης χαμογελούσε σαν παιδί κάτω απ’ τα λευκά μουστάκια του. «Και θα βρεθεί ο δρόμος σου…».

Με τον Στέλιο Καζαντζίδη

Αθήνα 1950

Αν μπορούσες να καθίσεις μια ολόκληρη μέρα στο μπαράκι του Μάριου, είχες καλές πιθανότητες όλο το ελληνικό τραγούδι της εποχής να περνούσε από μπροστά σου, ανάλογα την ώρα. Από τις 11 και μετά, που έρχονταν οι πρωινοί μπας και κανονίσουν καμιά δουλειά, μέχρι το απόγευμα, που έρχονταν όσοι τελειώνανε τις φωνοληψίες της ημέρας, όλοι θα περνούσαν από το «στρατηγείο του ρεμπέτικου».

Θ.Δ.: Οποιον έβλεπα άνοιγα το στόμα μου, γιατί τους έβλεπα με μεγάλο δέος. Γιατί άκουγα τα τραγούδια τους και πλέον καθόμουν ανάμεσά τους. Α αυτός είναι ο Τσιτσάνης! Αυτός είναι Μητσάκης! Αυτός είναι ο Χατζηχρήστος! Να ο Μάρκος! Ο Λαύκας! Εναν έναν τους γνώριζα και καθόμουν μερικές φορές αφηρημένος και τους κοίταζα στη φάτσα, ας το πούμε έτσι, να εμβαθύνω. Τώρα τι να εμβαθύνω, δεν ξέρω!

Ο ίδιος ο Μάριος, κατά κόσμον Μάριος Δαλέζιος, δεν ήταν λιγότερο μυθιστορηματικός απ’ τους θαμώνες του. Πανύψηλος και πληθωρικός, με καταγωγή από τη Σύρο και παντρεμένος με τη χορεύτρια και τραγουδίστρια Άννα Γκαλ, είχε το εκτόπισμα (φυσικό και ψυχικό) για να διευθύνει έναν ιδιαίτερο χώρο σε μια ιδιαίτερη περιοχή και, κάτι που είναι πραγματικό κατόρθωμα, να μην επισκιάζεται από τους επώνυμους θαμώνες του. Ο Πετσάς είχε ήδη αρχίσει να διαδίδει ενθουσιασμένος τα νέα για τον νεοφερμένο που ήξερε να γράφει νότες. Ο Δερβενιώτης, ξεπερνώντας τον φόβο μήπως κλοτσήσει την απροσδόκητη τύχη του, βρήκε το θάρρος να κάνει την εύλογη ερώτηση: Τι κάνανε, πώς βολεύονταν πριν εμφανιστεί ο ίδιος με τα μολύβια και τα πεντάγραμμά του; «Είχαμε έναν, τον Γιώργο τον Λειβαδίτη, αλλά είναι πολύ αργός. Κάνει μία μέρα να γράψει ένα τραγούδι, κι είναι και λάθος από πάνω» του εξήγησε ο Πετσάς.

Θ.Δ.: Από την εμπειρία που απέκτησα, για να γράψεις μια μελωδία, περνώντας από το αυτί σου να την περάσεις στο πεντάγραμμο, είναι θέμα να μάθεις τη διαμοίραση. Επειδή είναι κλάσματα, λέμε τέσσερα όγδοα, δύο τέταρτα κ.λπ., αν η διαμοίραση αυτή μπει καλά μέσα στο μυαλό σου, γράφεις εύκολα.

Από κει και πέρα ο Θόδωρος Δερβενιώτης έγινε ανάρπαστος. Οι περισσότεροι συνθέτες τον επιστράτευαν επιτόπου, στο μπαράκι. Ο Γιάννης Τατασόπουλος, ο Γεράσιμος Κλουβάτος, ο Στέλιος Χρυσίνης. Ο Γιώργος Μητσάκης τον έπαιρνε στο σπίτι του στην Πετρούπολη. Μάζευε 10-12 τραγούδια, «Θοδωρίκο, Θοδωρίκο, πότε θα μπορέσεις; Θα έρθεις απ’ το σπίτι; Θα φάμε τον μεζέ μας, θα πιούμε το ουζάκι μας και όταν τα γράψεις φεύγεις».

Το ίδιο και με τον Απόστολο Χατζηχρήστο. Μόνο που… δεν ήταν το ίδιο με τον Απόστολο Χατζηχρήστο. «Πού πήγες με τον Χατζηχρήστο;» ρώτησαν οι θαμώνες του Μάριου την πρώτη φορά που είδαν τον Δερβενιώτη να εξαφανίζεται με τον γνωστό συνθέτη μετά από σύντομη συνεννόηση στο μπαράκι. «Σπίτι του» απάντησε αδιάφορα ο Δερβενιώτης. Η ομήγυρη κοιτάξανε ο ένας τον άλλο. Κάτι δεν πήγαινε καλά εδώ. «Και τι κάνατε; Κάποια πρόβα;». «Οχι, του έγραψα κάτι τραγούδια». Σιωπή. «Εξω στην αυλή ε;» ρωτάει ένας, σχεδόν συνωμοτικά. «Γιατί έξω στην αυλή;» ρώτησε με γνήσια απορία ο Δερβενιώτης. «Ε και πού καθίσατε;». «Μέσα στο σπίτι». Τα βλέμματα έγιναν ειρωνικά. «Σ’ έβαλε ο Χατζηχρήστος μέσα στο σπίτι; Αντε ρε και σε πιστέψαμε!» έβαλαν τα γέλια. «Γιατί, ρε παιδιά; Τι συμβαίνει;» Κάποιος ανέλαβε επιτέλους να εξηγήσει στον νεοφερμένο τον λόγο της τόσο έντονης δυσπιστίας. «Ο Χατζηχρήστος δεν βάζει αρσενικό άνθρωπο μέσα στο σπίτι του, όσο φίλος του κι αν είναι, γιατί έχει δύο κόρες και τις φυλάει σαν κόρη οφθαλμού που λέμε».

Tο πρώτο τραγούδι

Θ. Δ.: Κάποια μέρα ο μακαρίτης ο Πετσάς μού έβαλε την ιδέα. «Μα τέτοιος μουσικός, αφού γράφεις εδώ πέρα γιατί δεν γράφεις ένα τραγούδι;» Εγώ μόλις άκουσα τέτοιο πράγμα, τρομοκρατήθηκα. «Τι λέει αυτός εδώ, γίνεται τέτοιο πράγμα; Εύκολα;» «Καταρχήν δεν γράφω στίχους» λέω για να ξεφύγω.
Ο Πετσάς έβαλε τα γέλια. «Γιατί, γράφει κανείς μας στίχους;» «Μα αφού πάνω στον δίσκο γράφει στίχοι, μουσική τάδε». «Άει ρε, ας γράφει ό,τι θέλει ο δίσκος. Όλοι έχουν στίχους παρμένους από στιχουργούς». «Μα δεν γνωρίζω εγώ στιχουργούς» έκανα μια τελευταία προσπάθεια να ξεφύ-
γω. Ο Πετσάς μού το ξέκοψε κι αυτό: «Θα σου βρω εγώ».

Με τη Μαρινέλλα

Αθήνα 1951

Ο μαύρος χαρτοφύλακας προσγειώθηκε με γδούπο πάνω στο τραπέζι όπου καθόταν ο Θόδωρος Δερβενιώτης. Από πίσω από τον χαρτοφύλακα, ο κάτοχός του Χαράλαμπος Βασιλειάδης ή «Τσάντας» κοίταξε τον νεοφερμένο στη σύνθεση με το ύφος του γιατρού που διαβεβαιώνει τον ασθενή που βογκάει ότι όλα θα πάνε καλά. Με αυτόματες κινήσεις άνοιξε το φερμουάρ της τσάντας που του χάρισε το ψευδώνυμό του, ψαχούλεψε για λίγα δευτερόλεπτα μέσα από ένα αφύσικα μεγάλο πάκο χαρτιά, έβγαλε ένα και το έδωσε στον Θόδωρο Δερβενιώτη σαν να του πρόσφερε το πιο σπάνιο εξωτικό λουλούδι. «Παρ’ το» του λέει. «Φίλα και το χέρι του παππού» και έτεινε το χέρι, μια συνήθεια που έφερε μαζί του από τη Μικρά Ασία.

Ο Θόδωρος Δερβενιώτης μπήκε στο σπίτι του και κλείδωσε την πόρτα, λες και αυτό που θα έκανε ήταν κάποια ανομολόγητη πράξη που δεν έπρεπε να δει μάτι ανθρώπου ή θεού. Για λίγη ώρα κοίταζε το χαρτί πάνω στο τραπέζι σαν να ήτανε νάρκη που έπρεπε να την αφοπλίσει. Δεν είχε πια καμία δικαιολογία: εδώ ήταν, μπροστά του, στίχοι χειροπιαστοί και αμεταχείριστοι, να περιμένουν την αναβάπτισή τους σε τραγούδι, μια πράξη δημιουργίας που θα ήταν σίγουρα επίπονη και σπαρμένη δυσκολίες.

Μόνο ψέμα και απιστία
Εχει η αγάπη μαραθεί στα πονηρά μας χρόνια,
όλοι το χρήμα κυνηγούν και χάθηκ’ η συμπόνια.
Μόνο ψέμα κι απιστία
συναντάς στην κοινωνία.
Παντού ο υπολογισμός κι ο δόλος κυβερνάει
κι αδίκως ψάχνεις για να βρεις καρδιά που ν’ αγαπάει.
Μόνο ψέμα κι απιστία συναντάς στην κοινωνία.
Εχουν αλλάξει οι καιροί και πέθανε η αγάπη
και μες στην ανθρωπότητα επικρατεί η απάτη.
Μόνο ψέμα κι απιστία
συναντάς στην κοινωνία.

Οι λέξεις που διάβαζε μετατρέπονταν σε μελωδία τόσο αβίαστα, που ήταν σίγουρος ότι κάτι δεν έκανε σωστά. Το τραγουδούσε μόνος του ξανά και ξανά, το κοιτούσε και το ξανακοιτούσε, ψάχνοντας να βρει το ψεγάδι που σίγουρα θα πρόδιδε την ασχετοσύνη και την ακαταλληλότητά του. «Μήπως δεν είναι αρκετά πρωτότυπο; Μήπως μοιάζει πολύ με άλλο; Μήπως μού ’χει ξεφύγει ο ρυθμός; Μήπως…
Μία ολόκληρη βδομάδα πέρασε με παρέα την αμφιβολία και την άρνηση. Μία βδομάδα που ήταν εξαφανισμένος απ’ το μπαράκι, από τα στέκια, από οπουδήποτε θα υπήρχε ο κίνδυνος να του ζητήσουν να παρουσιάσει την παρθενική του σύνθεση. Αλλά δεν μπορούσε να μαγειρέψει την αμφιβολία, ούτε να πληρώσει το νοίκι με την άρνηση. Έπρεπε να ξαναβγεί στη γύρα για καμιά δουλειά. Έπρεπε να ξαναπάει απ’ του Μάριου. Κακά τα ψέματα, του είχε λείψει κιόλας. Εκεί ήταν η φυλή του, ο κόσμος του, μια φυλή με ψιλοκομμένα μουστάκια «ποντικοουρά» και χρυσά δόντια, κομπολόγια και μπουζούκια, πιονιέροι αποφασισμένοι να χαράξουν το δικό τους μονοπάτι στα μαύρα αυλάκια των δίσκων, στην ανάγκη και με σουγιά.

Ο Σπύρος Δερβενιώτης έγραψε με μυθιστορηματικό τρόπο τη βιογραφία του πατέρα του

Κατέβηκε την Ιωνος προσπαθώντας να δείχνει αδιάφορος. Αν ήλπιζε ότι ο Πετσάς θα είχε ξεχάσει όλη αυτή την ιστορία, ότι ο «Τσάντας» θα είχε «χειροτονήσει» άλλους δέκα νεοεισερχόμενους, έκανε λάθος. «Αντε ρε, πού είσαι; Εχουμε φάει τον τόπο να σε βρούμε!» του όρμησε ο Πετσάς με τον αμείωτο ενθουσιασμό του. «Ημουν λίγο άρρωστος» ψέλλισε ο Δερβενιώτης. «Το έφτιαξες το τραγούδι;» έμπηξε το μαχαίρι ο Πετσάς, με τον «Τσάντα» να έχει καρφώσει το βλέμμα του στη συζήτηση που τον αφορούσε, περιμένοντας την απάντηση με φανερό ενδιαφέρον. «Το έφτιαξα» ψέλλισε ο Δερβενιώτης. «Πάμε στον μαέστρο!» είπε ο Πετσάς. Ο Δερβενιώτης άκουσε «Πάμε στον δήμιο να σου πάρει το κεφάλι» – την ελάχιστη προφανή τιμωρία για το θράσος του. Ο Στέλιος Χρυσίνης, ο μαέστρος της Columbia, ισορρόπησε την κιθάρα στο ευμέγεθες σώμα του. Φεγγαροπρόσωπος, με μια λεπτή γραμμή για στόμα και το βλέμμα του μόνιμα κρυμμένο από μαύρα γυαλιά (ήταν αόμματος), τίποτε πάνω του δεν βοηθούσε τον Δερβενιώτη να απαλλαγεί από το άγχος που τον είχε κυριεύσει. «Σε τι τόνο το ’χεις;» ρώτησε ο Χρυσίνης. «Ρε».

Θ.Δ.: Αρχίζω να του το λέω και να το παίζει. Οταν τελείωσε πετάει την κιθάρα πίσω στο κρεβάτι και βάζει τα γέλια. «Να» λέω από μέσα μου, «αυτό ήθελα να αποφύγω. Γελοιοποιήθηκα». Αλλά πήρα το κουράγιο και τον ρώτησα «Γιατί γελάτε, κύριε Χρυσίνη;». Σοβαρεύτηκε. Μου λέει: «Γελάω γιατί από δω περνάνε σχεδόν οι περισσότεροι. Κανένας δε που φέρνει έτοιμο το τραγούδι του. Αλλος μου λέει “Δεν πρόφτασα να βάλω εισαγωγή”, άλλος μου λέει “Δεν έχω οργανικές”, άλλος μου λέει “Δεν μπορώ να βρω το ρεφρέν”, κι εσύ, ένας άγνωστος άνθρωπος, μου ’φερες ένα άρτιο, τελειωμένο τραγούδι».

Η καρδιά του Θόδωρου Δερβενιώτη πήγε στη θέση της και το τραγούδι πήγε στην αίθουσα φωνοληψίας της Columbia κι από εκεί ξεκίνησε την πορεία του για τα δισκάδικα. Είκοσι χρόνια αφότου ο μικρός Θόδωρος έβλεπε για πρώτη φορά γραμμόφωνο και αναρωτιόταν πώς βγαίνουν φωνές και μουσικές από εκείνο το στρογγυλό μαύρο πράγμα που λέγεται δίσκος, το όνομά του έμπαινε σε έναν από αυτούς, με το λογότυπο της μεγαλύτερης εταιρείας της εποχής.

INFO
Το βιβλίο «Πάρε τα χνάρια που άφησα – Η ζωή και το έργο του Θόδωρου Δερβενιώτη» του Σπύρου Δερβενιώτη κυκλοφορεί στις 20 Ιουνίου από τις εκδόσεις Τόπος

Documento Newsletter