Το documentonews.gr προδημοσιεύει αποκλειστικά απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Τσιαντή «Το κορίτσι του τεκέ – Οδοιπορικό Δραπετσώνα», λίγες μέρες προτού κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Μετρονόμος.
«Το κορίτσι του τεκέ – Οδοιπορικό Δραπετσώνα» είναι ένα μυθιστόρημα κινηματογραφικής γραφής, βασισμένο στη διαδρομή του πρoπολεμικού ρεμπέτικου ήχου του Πειραιά και της Δραπετσώνας, έτσι όπως διαμορφώθηκε στους τεκέδες, στα κακόφημα πορνεία των Βούρλων και στα προσφυγικά παραπήγματα, μέσα σε ένα κοινωνικό συνονθύλευμα προσφυγιάς, μέθης, πορνείας και φτώχειας.
Το μυθιστόρημα ταλαντεύεται μεταξύ ιστορίας και επινόησης ακολουθώντας το χρονικό μιας από τις ελάχιστες και άγνωστες τραγουδίστριες του τεκέ στα Χιώτικα της Δραπετσώνας, ενός κοριτσιού που γεννήθηκε το 1905 και έζησε στον τεκέ του Μίχαλου, στα σκληρά χρόνια του νταή Πειραιώτη.
Το πειραιώτικο μπουλασιλίκι, ο προσφυγικός μανές και το χαμαιτυπείο συναντούν με σεβασμό το ανώνυμο κορίτσι, που κέρδισε επάξια ένα στασίδι στον μυθικό μουσικό υπόκοσμο των τεκέδων της Δραπετσώνας…
Μαζί
θα κυκλοφορήσει και το ομότιτλο CD που ακολουθεί μουσικά τη θεματολογία
του βιβλίου, στο οποίο τραγουδούν οι Λάκης Παπαδόπουλος, Κατερίνα
Τσιρίδου, Ιουλία Καραπατάκη, Σωτήρης Παπατραγιάννης, Σπύρος Πατράς,
Αντώνης Ξηντάρης, Γιάννης Χαραλαμπάκης και συμμετέχουν οι guest σολίστες
Δημήτρης Μυστακίδης, Μιχάλης Παούρης, Νίκος Τατασόπουλος.
Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο
Πειραιάς, Ακτή Τζελέπη, 1905
Είπαν ότι την είδαν πάλι εκείνο το πρωί. Χριστούγεννα βλέπεις. Όλος ο Πειραιάς, κοσμικός και απόκοσμος, γιόρταζε και σεργιάνιζε. Θυγατέρες καλοντυμένες, με δαντελένιους γιακάδες και πλισέ φορέματα, τέκνα εύπορων εμπόρων και κτηματιών, σουλατσάριζαν για μια γνωριμία με κάνα γόη της συνοικίας Τσίλερ. Οι αρχοντικές φαμίλιες της Καστέλας κατηφόριζαν στην αγορά για τα τελευταία ψώνια πριν από τη βραδινή χοροεσπερίδα σε αριστοκρατικούς κύκλους βαυαρικής πόλκας. Γιορτινές περαντζάδες με ευχές και κομπλιμέντα, μουσικοί περίπατοι της ξακουστής πειραιώτικης Φιλαρμονικής Ορχήστρας παρενοχλούνταν απ’ τα δίστιχα μουρμούρικα των παλιών καταδίκων και τα πειράγματα των λαχανάδων.
Τα πρώτα συριανά καΐκια έδεσαν. Φορτωμένα λαχανικά, ψάρια κι αιγαιοπελαγίτικα λαούτα καλάντιζαν τη μοίρα του λιμανιού. Στην ακτή Τζελέπη, μόλις γιόμιζε πραμάτειες από νησιωτικούς μπαχτσέδες, άρχιζαν οι τσαμπουκάδες και οι φωνές απ’ τις παράγκες της χονδρικής, στα Λεμονάδικα. Έμποροι, αγοραστές, μικροπωλητές και λαθρέμποροι νταλαβέριζαν για την αρπαχτή της χρονιάς, ενώ ο μικρός Ανέστης, φρέσκος πορτοφολάς στην πιάτσα, ξεφόρτωνε την τσέπη ενός ανυποψίαστου λιμοκοντόρου. Πιο κει, στεκόταν σιωπηλός ο Μαθές. Γνωστός σκυλόμαγκας του Πειραιά, έψαχνε μια στραβωματιά να σε κατσαβιδιάσει πρωϊνιάτικα. Γύρω απ’ το λιμάνι, στην πλατεία Καραϊσκάκη, ξυπνούσαν οι πρώτοι μεσημεριανοί. Από τη χόβολη στα καλάμια, μαστούρωναν στα καφωδεία και έριχναν τις πρώτες αδέσποτες πενιές της φυλακής, μέχρι να αδειάσει η γκλάβα απ’ τις σκοτούρες. Στο βάθος δεξιά, φαίνονταν τα φουγάρα της Δραπετσώνας. Κάπνιζαν, γαμώ τον πάτο τους, χρονιάρα μέρα!
Εδώ ακριβώς την είδαν και σήμερα. Εδώ, στην ακτή. Ό,τι έκανε ακριβώς κάθε μέρα και για εννιά ολόκληρους μήνες. Καρτερούσε τα πλοία, καταριόταν την Αμέρικα και κοίταζε επί ώρες την ανοιχτοσύνη της θάλασσας. Μαρινάκι τη φώναζαν. Ήταν και δεν ήταν δεκάξι χρονών. Κουβαλούσε μια τάβλα γεμάτη λουκούμια και σουτζούκια, κρεμασμένη μ’ έναν ιμάντα από τον μελανιασμένο λαιμό της. Ούτε λούσα ούτε χρυσαφικά. Mόνο στο μικρό της δάχτυλο φορούσε κάτι σαν δαχτυλίδι, μια ατσάλινη ροδέλα με αυτοσχέδια χαραγμένο ένα κεφαλαίο άλφα.
– Άσπρο φουστάνι μου ‘βαλες σήμερα, Μαρινάκι. Περιμένεις το αμόρε; της φώναξε ο γερο-ψαράς.
– Κυρ Γιάννη, θέλεις ένα λουκούμι, μπας και γλυκάνουν τα λόγια σου;
– Δεν γυρνάει, κόρη μου, ο Αντώνης απ’ το Νιουγιόρκι. Κάτι ξέρουμε κι εμείς οι παλιοί θαλασσινοί! Αγάντα και τράβα στο τσαρδί σου να πλαγιάσεις μια στάλα. Θες ξεκούραση. Βαλάντωσες και σήμερα.
– Θα τον περιμένω μέχρι να σκάσω. Κι αν είναι να γεννήσω, θα το κάμω δω χάμω. Θα το μπουκάρω και σ’ ένα παπόρο μέσα, να πάει απέναντι να τον εύρει. Είναι δικό του. Δεν κυλίστηκα με άλλονε. Ούτε Βούρλα ούτε ψώνια στο ρολόι. Είναι από έρωτα, Παναγία μου! Είναι δικό του! μονολογούσε με πνιγμένη φωνή, σφιχταγκαλιάζοντας την κοιλιά της.
– Άσ’ τ’ αμόρε, Μαρινάκι, και κλείσου στα Χιώτικα να γεννήσεις. Πες στον Μίχαλο, εάν χρειαστεί, να σε κρύψει κάπου. Του μίλησα κι εγώ προχθές. Μια πόρτα είστε. Θα σε βοηθήσει κι η κυρά του, δεν έχει παιδιά αυτή και ψυχοπονά τα ξένα. Έδωσα, βλέπεις, τον λόγο μου στον πατέρα σου, κι ο γέρος σου δεν βγαίνει ούτε σε πενήντα χρόνια απ’ του Συγγρού. Γι’ αυτό σου λέω, μαζέψου. Ο Πειραιάς έξω είναι μεγάλο σφαγείο. Αν σε μυριστεί η Ντουντού, θα σε μπουντρουμιάσει στα πρώτα θρανία. Και ξέρεις τι σημαίνει Βούρλα; Τράβα πέρα στη χαμοκέλα σου! Κοντεύει να νυχτώσει…
Το Μαρινάκι έμπηξε τα κλάματα. Πόσες φορές μουσκεύτηκαν αυτά τα λουκούμια απ’ τα δάκρυα της μικρής. Μια κοκαλωμένη αχνοζάχαρη η ζωή της. Γλυκόπικρη και πετρωμένη, σαν το ξερολούκουμο που ξέμεινε να περιμένει το φλερτ της περσινής γιορτής. Κι όμως, ο Αντώνης δεν ήξερε τίποτα για το παιδί που θα ‘ρχόταν, αλλιώς δεν θα ’φευγε κι αυτός ο βλάμης. Είκοσι ενός χρονών ήτανε, και αυτή δεκάξι. Εργατάκι στο σφαγείο, σπιτίσιος μπουζουκτσής, κι αυτή στη Ρετσίνα, στα υφαντουργεία. Την πανσέληνο, στις 19 του Απρίλη, έβγαλαν τα μάτια τους στη σπηλιά του Κουλού. Έπειτα από μια τολμηρή νυχτερινή βουτιά στη θάλασσα κι έναν αυτοσχέδιο ναργιλέ, μέθυσαν στα φιλιά, στα ερωτόλογα και στις παρθενικές καβάλες ως το πρωί. Αυτό ήταν, πιάστηκε από έρωτα. Σε δυο μέρες ο Αντώνης έφευγε για Αμερική, για να πιάσει την καλή. Δεν της το είχε πει πιο πριν, της το είπε εκείνη την ημέρα. Της υποσχέθηκε, όμως, ότι θα έρθει το πολύ σε έξι μήνες, να τη δει και να την πάρει μαζί του. Πέρασαν εννιά και σήμερα. Νύχτωσε…
Δραπετσώνα, Γέφυρα του Ρεμπέτη, 1905
Η νύχτα ήταν αλλιώς στον Πειραιά. Ναυτικοί, μαχαιροβγάλτες, μάγκες, αγαπητικοί και νταήδες ξεμύτιζαν απ’ την τρύπα τους και κατρακυλούσαν στα σκοτεινά σαλόνια της Δραπετσώνας. Κρεμμυδαρού, Χιώτικα, Βούρλα. Μια ερημιά γεμάτη φουγάρα, λάσπη και ασβέστη, αραιοκατοικημένες παράγκες, μπόλικους τεκέδες κι ένα μεγάλο κρατικό μπουρδέλο, τα Βούρλα. Μια γέφυρα όλη κι όλη ένωνε τους δυο κόσμους του Πειραιά και της Δραπετσώνας. Για να τη διαβείς, έπρεπε να ήσουν άνθρωπος της τούφας. Η δίκοπη έπεφτε βροχή. Αν δεν το λέγε η καρδούλα σου, κι ήσουν μονάχα κανένας φιγουρατζής και κουτσαβάκης, έφευγες ξεβράκωτος με μια κουμπουριά στα πισινά. Οι χωροφυλάκοι έκαναν εφόδους κατά ομάδες. Πολισμάνος και μονάχος του δεν έκανε μπούκα στον τεκέ. Έφευγε χωρίς γαλόνια, φορτωμένος ένα βαγόνι ξύλο, και τραβούσε για το τμήμα του μαστουρωμένος απ’ τα ντουμάνια.
Το Μαρινάκι ξεκίνησε για τα Χιώτικα. Πόδια πρησμένα και μια ανάσα κουτσή βάραιναν το κάθε της βήμα. Η τάβλα με τα λουκούμια λύγιζε τον λαιμό της και η κοιλιά της κλοτσούσε και μούγκριζε απ’ τα εννιάμηνα και την πείνα. Όσο πλησίαζε προς τη Δραπετσώνα, τα φώτα λιγόστευαν. Λίγα μέτρα πιο κάτω, ο τελευταίος φανοστάτης σβηστός. Έφτασε σμπαράλια στον Αϊ-Διονύση. Απέναντί της, ο σιδηροδρομικός σταθμός. Όπως πάντα ερημικός κι η γέφυρα θεοσκότεινη. Λίγο ακόμα ήθελε, και έφτανε στα Χιώτικα. Κοντοστάθηκε να πάρει μια ανάσα, χάιδεψε την κοιλιά της και κοίταξε γύρω της όλη τη μαυρίλα. Παντού σκοτάδι. Το μόνο που έβλεπες ήταν σκόρπιες, κυκλικές καύτρες να φουντώνουν με κάθε βαθιά τζούρα και ν’ αναβοσβήνουν όπως πετούν και χορεύουν οι πυγολαμπίδες τη νύχτα. Ντουμάνιαζε ο τόπος, αδελφάκι μου, από νταμίρα και τσίκα. Βαριά ταξίμια και πειραχτικά στιχάκια για φυλακές, λοχαγούς και πουτάνες ακομπανιάρονταν χαμηλοφώνως από σκαφτούς μπαγλαμάδες.
Ξάφνου βλέπει τη γέφυρα του Ρεμπέτη.
– Κάνε με, μάνα μου, ν’ αντέξω να τη διαβώ τη ρημάδα, ξεφώνιζε το Μαρινάκι χωρίς να την υπακούν τα ποδάρια της.
Τα πρώτα σκαλοπάτια της φάνηκαν βουνό. Έβγαλε μια στριγκλιά και γονάτισε από έναν πόνο στα σκέλια της αλλιώτικο κι αβάσταχτο. Σερνόταν στα τελευταία, μουσκεμένη μέχρι τους αστραγάλους από νερά και κάτουρα. Σωριάστηκε πάνω στη γέφυρα, άνοιξε τα πόδια της και ούρλιαζε στα άστρα. Η τάβλα έπεσε χάμω και τα λουκούμια με την άχνη άσπρισαν τη γέφυρα, σαν το στρωμένο νυφιάτικο κρεβάτι.
Οι μάγκες σώπασαν. Ο Αρτέμης μονάχα δεν πήρε χαμπάρι. Πίτα από το μαύρο, συνέχισε το λυπητερό ταξιμάκι με συνοδεία τις κραυγές και τους λυγμούς της μικρής.
– Το Μαρινάκι, ρε, βογκάει! είπε κάποιος.
Μιλιούνια από χασισοπότες, ρεμπέτες και αγαπητικούς σαλτάρισαν στη γέφυρα με μπουζουκομπαγλαμάδες και καλάμια στα χέρια.
– Γεννάει το κορίτσι!
– Φωνάξτε μου την κυρα-Λενιώ, τη γυναίκα του Μίχαλου! είπε σκασμένο το Μαρινάκι.
Έτρεξαν δυο στον τεκέ του Μίχαλου να ειδοποιήσουν. Οι άλλοι την κρατούσαν από τις μασχάλες και από το κεφάλι, βρίζοντας μαζί της τον ντουνιά και τ’ άδικο. Το Μαρινάκι σφιγγόταν με τόση δύναμη, που τα μάτια του κοκκίνιζαν από αίμα και το στόμα του άφριζε σαν φουσκοθαλασσιά. Σκέτο αγρίμι που ‘τριζε τα δόντια ξορκίζοντας τον πόνο και το κροτάλισμα του ρόγχου.
– Σπρώξε, Μαρινάκι, σπρώξε, γαμώ το φελέκι μου!
– Ααγγχχ, δεν μπορώ άλλο!
– Σπρώξε δυνατά, σου λέω!
– Χχμμ, θα σβήσω, ρε, σας λέω.
– Βγαίνει, βγαίνει!
– Αιμορραγεί αυτή, να πάρει ο διάολος…
– Σώπα, βγαίνει, βγαίνει… Βγήκε, ρεεε, του Αντωνάκη το παιδί, ρεεε! ζητωκραύγαζε το μπουλούκι και κάποιος έκοψε τον λώρο με μια μαχαίρα.
Το Μαρινάκι λιποθύμησε, πλημμυρισμένο στα αίματα και στα υγρά. Οι μάγκες χόρευαν πειραιώτικο ζεϊμπέκικο και πετούσαν τρύπιες δεκάρες στο άσπρο της φουστάνι.
– Καλότυχο!
– Να μας ζήσει!
– Πού ‘σαι, Αντωνάκη, γαμώ το Νιουγιόρκι σου!
– Μπράβο σου, ρε Μαρινάκι, το κράτησες το παιδί.
Εκείνη τη στιγμή έφτασε κι η κυρα-Λενιώ.
– Δεν βλέπετε, ρε χαζομαστούρια, την κοπέλα. Ζει; Πέθανε; Μαρινάκι, ξύπνα, ξύπνα!
Της έδωσε δυο χαστούκια και εκείνη μισάνοιξε το ένα μάτι. Της έδωσε νερό και έβαλε το παιδί στην αγκαλιά της.
– Κόρη είναι, Μαρινάκι, θρεφτάρι πράμα, είπε δακρύζοντας η κυρα-Λενιώ.
– Κόρη ε; ψέλλισε με δυσκολία το Μαρινάκι.
Φιλούσε το σπλάχνο, του σάλιωνε μάτια και πατούσες, ψιθυρίζοντας κάτι ακαταλαβίστικα. Πήρε λίγο λουκουμόσκονη κι άρχισε να αλείφει αργά και στοργικά τα χείλια και το στέρνο του βρέφους, μέχρι η πετρωμένη αχνοζάχαρη να απλωθεί σαν βούτυρο πάνω στις βλέννες και στα σάλια.
– Δεν έχω άλλη γλύκα να σου δώσω, κόρη μου. Μααα-ντααα-λιώ, μ’ ακούς; Μανταλιώ να σε φωνάζουν, σαν τη μάνα μου! είπε τρεμάμενη.
Ακούμπησε το νεογνό μαλακά στο στήθος της, μήπως και προλάβει να ρουφήξει κάνα δυο τζούρες πρωτόγαλα. Έβαλε το μεταλλικό δαχτυλίδι στα δυο του δαχτυλάκια, σιγομουρμούρισε το τραγούδι της μάνας της και γούρλωσε τα μάτια…
Το Μαρινάκι πέθανε, πέρασε στο ντούκου. Άγνωστο εάν την έθαψαν ή την πέταξαν στη θάλασσα, να τη φάνε τα σκυλόψαρα. Η κυρα-Λενιώ τύλιξε το κορίτσι με το αιματοβαμμένο φουστάνι του και τράβηξε για το τσαρδί της, στον τεκέ του Μίχαλου.
Ορκίστηκαν όλοι οι παρόντες για το μυστικό της Δραπετσώνας:
– Μανταλιώ θα τη λέμε, το Κορίτσι του τεκέ.
Οι μάγκες και ο συρφετός σκάρωσαν στιχάκια και ένα ζόρικο ζεϊμπέκικο.
Αφότου εγεννήθηκα, φωτιά με τριγυρίζει.
Αν μ’ έκαιγε θα γλίτωνα, μ’ αυτή με βασανίζει.
Αν μ’ έκαιγε θα γλίτωνα, μ’ αυτή με βασανίζει.
Αφότου εγεννήθηκα, φωτιά με τριγυρίζει.
Info
Το βιβλίο του Γιάννη Τσιαντή «Το κορίτσι του τεκέ» και το ομότιτλο CD θα κυκλοφορήσουν σύντομα από τις εκδόσεις Μετρονόμος