Προδημοσίευση: «Μαύρο Καλοκαίρι» του M.W. Craven

Προδημοσίευση: «Μαύρο Καλοκαίρι» του M.W. Craven

Το νέο βιβλίο του M.W. Craven κυκλοφορεί σε όλα τα περίπτερα και τα βιβλιοπωλεία στις 2 Οκτωβρίου.

Το πρώτο του έργο με ήρωα τον Ουάσινγκτον Πόου, το bestseller Μαριονέτες, απέσπασε ένα από τα σπουδαιότερα βραβεία στο χώρο της crime λογοτεχνίας, το Gold Dagger της Ένωσης Συγγραφέων Μυστηρίου ως το καλύτερο αστυνομικό μυθιστόρημα του 2019. Τώρα, ο M.W. Craven επιστρέφει με την πολυαναμενόμενη δεύτερη υπόθεση του ντετέκτιβ Πόου, το Μαύρο Καλοκαίρι, το οποίο ήταν επίσης υποψήφιο για το Gold Dagger του 2020.

Ο Τζάρεντ Κίτον είναι διάσημος σεφ. Γοητευτικός. Χαρισματικός. Ψυχοπαθής… Εκτίει ποινή ισόβιων δεσμών για τη βίαιη δολοφονία της κόρης του, της Ελίζαμπεθ. Το πτώμα της δεν βρέθηκε ποτέ και ο Κίτον καταδικάστηκε κυρίως εξαιτίας της κατάθεσης του ντετέκτιβ Ουάσινγκτον Πόου. Όταν μια νεαρή γυναίκα εμφανίζεται σε ένα απομονωμένο αστυνομικό τμήμα με ατράνταχτα στοιχεία πως είναι η Ελίζαμπεθ Κίτον, ο Πόου θα γίνει το αντικείμενο μιας έρευνας η οποία μπορεί να του στοιχίσει κάτι περισσότερο από την καριέρα του.

Με τη βοήθεια του μοναδικού ανθρώπου που εμπιστεύεται, της ιδιοφυούς αλλά κοινωνικά αδέξιας Τίλι Μπράντσο, ο Πόου θα προσπαθήσει να βρει γρήγορα απάντηση στο πιο σημαντικό ερώτημα: πώς μπορεί κάποιος να είναι νεκρός και ζωντανός ταυτόχρονα;

Και τότε η Ελίζαμπεθ εξαφανίζεται ξανά —και η έρευνα οδηγεί στον Πόου.

Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο

Το σώμα μου αυτοκαταβροχθίζεται.

Δεν μπορώ να το σταματήσω.

Είμαι πολύ αδύναμος για να κουνηθώ. Οι μύες μου έχουν διασπαστεί στα αμινοξέα που το σώμα μου χρειάζεται για να παραμείνει ζωντανό. Οι αρθρώσεις μου είναι δύσκαμπτες και πονούν σαν να έχουν χάσει τη δυνατότητα λίπανσής τους. Νιώθω καρφίτσες και πρόκες να τσιμπούν τις πατούσες και τα χέρια μου καθώς τα αγγεία κάτω απ’ το δέρμα μου συστέλλονται για να προστατέψουν τα ζωτικά μου όργανα. Τα δόντια μου είναι έτοιμα να πέσουν καθώς τα ούλα μου συρρικνώνονται.

Το τέλος πλησιάζει.

Το νιώθω.

Η ανάσα μου είναι γρήγορη και κοφτή. Ζαλίζομαι. Για πρώτη φορά τις τελευταίες μέρες, θέλω να κοιμηθώ. Να βυθιστώ σ’ έναν ύπνο απ’ τον οποίο δε θα ξυπνήσω ποτέ.

Δεν είμαι πια οργισμένος.

Ήμουν στην αρχή. Για μέρες ολόκληρες ούρλιαζα, νιώθοντας πως ήταν άδικο αυτό που μου συνέβαινε. Πάνω που ήμουν έτοιμος να κάνω το ξεπέταγμά μου, αυτός ο άγνωστος με τα μάτια καρχαρία μου τα πήρε όλα.

Το έχω πλέον αποδεχτεί.

Ούτως ή άλλως, δικό μου είναι το σφάλμα. Μόνος μου ήρθα εδώ, ήθελα να δείξω σε όλους τι είχα βρει.

Έπρεπε να το είχα φανταστεί πως δε θα τον ενδιέφερε. Δεν του καιγόταν καρφάκι γι’ αυτό που ανακάλυψα. Νοιαζόταν μονάχα για το άλλο.

Λέω, λοιπόν, να ξαπλώσω και να κλείσω τα μάτια μου.

Για λίγο μόνο.

Ίσως και για λίγο παραπάνω…

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ

Στον γαλλικό νότο συναντάται ένα ωδικό πουλί με την ονομασία ορτολάνος.

Έχει ύψος γύρω στα δεκαπέντε εκατοστά και ζυγίζει λιγότερο από τριάντα γραμμάρια. Το κεφάλι του είναι γκρίζο, ο λαιμός του ανοιχτοκίτρινος και τα φτερά του έχουν μια ευχάριστη στο μάτι πορτοκαλί απόχρωση. Το αιχμηρό του ράμφος είναι ροζ και τα μάτια του στραφταλίζουν σαν πιπερόκοκκοι από γυαλί. Το μελωδικό του κελάηδισμα φέρνει το χαμόγελο στα χείλη όσων το ακούν.

Είναι ένα πανέμορφο πτηνό.

Ο περισσότερος κόσμος, όταν βλέπει έναν ορτολάνο, θέλει να τον κρατήσει για κατοικίδιο.

Όχι όλοι.

Κάποιοι αδυνατούν να δουν την ομορφιά του.

Κάποιοι βλέπουν κάτι εντελώς διαφορετικό.

Και αυτό επειδή η άλλη ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια σχετικά με τον ορτολάνο είναι πως χρησιμοποιείται ως το βασικό συστατικό στο πιο σαδιστικό πιάτο σε ολόκληρο τον κόσμο. Ένα πιάτο το οποίο δεν απαιτεί μονάχα τη θανάτωση του μικροσκοπικού ωδικού πτηνού, αλλά και το βασανισμό του…

Η σεφ είχε προμηθευτεί δύο πουλιά τον περασμένο μήνα. Δεν μπορείς να σκοτώσεις τους ορτολάνους με καραμπίνα, καθώς τα σκάγια θα τους καταστρέψουν, έτσι αναγκάστηκε να πληρώσει έναν κυνηγό για να τους πιάσει με δίχτυ. Η τιμή ήταν εκατό ευρώ για κάθε πουλί. Μπορεί η τιμή να ήταν τσιμπημένη, ωστόσο το πρόστιμο που θα αναγκαζόταν να πληρώσει σε περίπτωση που τον έπιαναν θα ήταν κατά πολύ μεγαλύτερο.

Τους πήρε σπίτι της και τους πάχυνε με την ίδια μέθοδο που χρησιμοποιούσαν οι μάγειροι στα ρωμαϊκά συμπόσια: βγάζοντάς τους τα μάτια. Για τους δύο ορτολάνους η μέρα είχε γίνει πια νύχτα.

Το συγκεκριμένο είδος τρώει τη νύχτα.

Για έναν ολόκληρο μήνα καταβρόχθιζαν κεχρί, σταφύλια και σύκα. Το μέγεθός τους τετραπλασιάστηκε. Είχαν πια παχύνει αρκετά για να φαγωθούν.

Θα γίνονταν πιάτο αντάξιο ενός βασιλιά.

Ή ενός παλιού φίλου.

Όταν δέχτηκε το τηλεφώνημα, η ίδια αυτοπροσώπως πέρασε τη Μάγχη.

Αποβιβάστηκε στο Ντόβερ κι έπειτα οδήγησε όλο το βράδυ μέχρι που έφτασε στην Κάμπρια, σ’ ένα εστιατόριο με την ονομασία Bullace & Sloe.

Οι δύο πελάτες της δε θα μπορούσαν να είναι περισσότερο παράταιροι.

Ο ένας φορούσε ένα ακριβό κοστούμι με ψηλό γιακά, το οποίο θύμιζε Άπω Ανατολή. Το πουκάμισό του ήταν φρεσκοσιδερωμένο και λευκό, ενώ τα μανικετόκουμπά του ήταν φτιαγμένα από χρυσό. Είχε την εμφάνιση καλλιεργημένου και χαλαρού ανθρώπου. Στο πρόσωπό του είχε ένα προσηνές χαμόγελο και η παρουσία του μονάχα θα αρκούσε για να κάνει πιο επίσημη την ατμόσφαιρα σε κάθε εστιατόριο παγκοσμίως.

Ο άλλος φορούσε λασπωμένο τζιν παντελόνι και βρεγμένο μπουφάν. Οι μπότες του έσταζαν βρομόνερα στο πάτωμα της τραπεζαρίας. Έμοιαζε λες και τον είχαν σύρει από τα πόδια μέσα στα βούρλα. Ακόμη και κάτω απ’ το αδύναμο φως των κεριών που τρεμόπαιζαν, έμοιαζε αγχωμένος και νευρικός. Απεγνωσμένος.

Ένας σερβιτόρος πλησίασε το τραπέζι τους και τους έφερε τα πουλιά μέσα στα μπρούντζινα σκεύη στα οποία είχαν ψηθεί.

«Πιστεύω πως θα το απολαύσεις ιδιαιτέρως αυτό το πιάτο», είπε ο καλοντυμένος. «Είναι ένα ωδικό πτηνό που λέγεται ορτολάνος. Η σεφ Ζεγκαντό τους έφερε από το Παρίσι αυτοπροσώπως και πριν από μόλις ένα τέταρτο τους έπνιξε στο μπράντι…»

Ο δεύτερος κοίταξε το πουλί: είχε το μέγεθος μεγάλου δάχτυλου του ποδιού και τσιτσίριζε μέσα στο λίπος του. «Τι εννοείς “τους έπνιξε”;» είπε σηκώνοντας το βλέμμα.

«Είναι ο μόνος τρόπος να βάλεις το μπράντι στα πνευμόνια τους».

«Αυτό είναι βάρβαρο».

Ο καλοντυμένος χαμογέλασε. Είχε ακούσει ξανά και ξανά τα ίδια σχόλια τον καιρό που δούλευε στη Γαλλία. «Πετάμε τους αστακούς ζωντανούς σε βραστό νερό. Ξεριζώνουμε τις δαγκάνες από ζωντανά καβούρια. Ταΐζουμε με το ζόρι τις χήνες για να πάρουμε το φουαγκρά. Πίσω από κάθε μπουκιά κρέατος που τρώμε κρύβεται και μια δόση βασανισμού του ζώου, δε νομίζεις κι εσύ;»

«Επομένως δεν είναι νόμιμο», του αντιγύρισε ο συνομιλητής του.

«Όλοι μας έχουμε προβλήματα με το νόμο. Και τα δικά σου, αν δεν κάνω λάθος, είναι πολύ πιο σοβαρά από τα δικά μου. Θες να φας το πουλί; Έχει καλώς. Δε θέλεις; Δεκάρα δε δίνω. Αν, όμως, αποφασίσεις να το φας, κάνε ό,τι και εγώ. Θα κατασκευάσω ένα παραπέτασμα που θα κρύψει απ’ το Θεό τη λαιμαργία μου».

Ο καλοντυμένος άντρας σκέπασε το κεφάλι του με την κατακόκκινη, κολλαριστή πετσέτα και μπουκώθηκε με το πουλί. Μόνο το κεφαλάκι του είχε μείνει έξω απ’ τα χείλη. Δάγκωσε το λαιμό και το κεφάλι έπεσε στο πιάτο.

Ο ορτολάνος ήταν καυτός. Για κάμποσα δευτερόλεπτα, ο καλοντυμένος άντρας τον άφησε να αναπαυτεί πάνω στη γλώσσα του και άρχισε να παίρνει κοφτές ανάσες για να τον κρυώσει. Το πεντανόστιμο λίπος άρχισε να λιώνει και να κυλάει στον οισοφάγο του.

Αναστέναξε, φανερά ικανοποιημένος. Είχαν περάσει έξι χρόνια από την τελευταία φορά που είχε ένα τέτοιο δείπνο. Άρχισε να μασάει το πουλί. Το στόμα του γέμισε με λίπος, εντόσθια, κόκαλα και αίμα. Η γλυκιά σάρκα και τα πικρά εντόσθια είχαν υπέροχη γεύση. Το λίπος που κάλυπτε τον ουρανίσκο του ήταν θεϊκό. Αιχμηρά οστάρια τρυπούσαν τα ούλα του και το ίδιο του το αίμα έδινε γεύση στο κρέας.

Ήταν μια εξωπραγματική εμπειρία.

Και τελικά τα δόντια του χώθηκαν στα πνευμόνια του ορτολάνου. Το στόμα του γέμισε με το απολαυστικό αρμανιάκ.

Ο κακοντυμένος δεν άγγιξε το πιάτο του. Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο του καλοντυμένου, μιας και το έκρυβε η πετσέτα, ωστόσο άκουγε καθαρά το κριτσάνισμα των οστών και τους αναστεναγμούς ευχαρίστησης.

Του καλοντυμένου του πήρε δεκαπέντε λεπτά μέχρι να φάει το ωδικό πτηνό. Αφού έβγαλε την πετσέτα από το κεφάλι του, σκούπισε το αίμα που είχε κυλήσει στο πιγούνι του και χαμογέλασε στον καλεσμένο του.

Ο κακοντυμένος άρχισε να μιλάει και ο καλοντυμένος τον άκουγε. Έπειτα από λίγη ώρα και για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ, ο καλοντυμένος φάνηκε ενοχλημένος, έστω και ελάχιστα. Ο φόβος καθρεφτίστηκε στο σχεδόν ανέκφραστο πρόσωπό του.

«Ενδιαφέρουσα η ιστορία σου», είπε ο καλοντυμένος. «Πολύ φοβάμαι, όμως, πως δεν μπορούμε να τη συνεχίσουμε, δυστυχώς. Φαίνεται πως έχουμε παρέα».

Ο κακοντυμένος γύρισε για να δει πίσω του. Μια φιγούρα, ντυμένη με ένα απλό, καθημερινό κοστούμι, στεκόταν στην πόρτα. Ένας ένστολος αστυνομικός στεκόταν δίπλα.

«Παραλίγο». Ο καλοντυμένος κούνησε το κεφάλι κι έκανε νόημα στους αστυνομικούς να περάσουν.

Ο αστυνομικός με τα πολιτικά πλησίασε το τραπέζι. «Θα μπορούσατε να έρθετε μαζί μας, κύριε;»

Τα μάτια του κακοντυμένου άρχισαν να κινούνται μανιωδώς καθώς έψαχνε για οδό διαφυγής. Ο σερβιτόρος και η σεφ βρίσκονταν στην κουζίνα, οπότε θα εμπόδιζαν την απόδρασή του.

Ο ένστολος άπλωσε το κλομπ του.

«Μην κάνετε καμιά ανοησία, κύριε», του είπε ο άλλος με τα πολιτικά.

«Είναι πολύ αργά πια γι’ αυτό», είπε σαρκαστικά ο κακοντυμένος. Άρπαξε το μισογεμάτο μπουκάλι κρασί από το λαιμό και το κράτησε μπροστά του σαν να ήταν ρόπαλο. Το περιεχόμενό του χύθηκε πάνω στο ακόμη νωπό πουκάμισό του.

Ήταν μια αντιπαράθεση από την οποία κανείς τους δεν ήξερε πώς θα έβγαινε δίχως απώλειες.

Ο καλοντυμένος κύριος παρακολουθούσε τη σκηνή μ’ ένα χαμόγελο που δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τα χείλη του.

«Αφήστε με να εξηγήσω», είπε μ’ ένα συριγμό ο κακοντυμένος.

«Αύριο θα έχετε την ευκαιρία να το κάνετε», είπε ο αστυνομικός με τα πολιτικά.

Ο ένστολος μετακινήθηκε στ’ αριστερά του.

Η πόρτα της κουζίνας άνοιξε. Ο σερβιτόρος εμφανίστηκε. Κρατούσε μια πιατέλα με στρείδια. Με το που αντίκρισε έκπληκτος το θέαμα, η μεταλλική πιατέλα τού έφυγε απ’ τα χέρια. Παγάκια και στρείδια σκορπίστηκαν στο πετρόστρωτο δάπεδο.

Ήταν ο αντιπερισπασμός που περίμεναν. Ο ένστολος έσκυψε, ο αστυνομικός με τα πολιτικά χίμηξε. Το κλομπ βρήκε τον κακοντυμένο πίσω από το γόνατο και η γροθιά του αστυνομικού τον χτύπησε στο σαγόνι.

Ο κακοντυμένος σωριάστηκε στο πάτωμα. Ο αστυνομικός με τα πολιτικά γονάτισε πάνω στην πλάτη του, πίεσε το κεφάλι του στο πάτωμα και του πέρασε χειροπέδες.

«Ουάσινγκτον Πόου», είπε ο αστυνομικός, «σε συλλαμβάνω ως ύποπτο για ανθρωποκτονία. Έχεις το δικαίωμα να μη μιλήσεις, ωστόσο ενδέχεται να βλάψεις την υπεράσπισή σου αν δεν αναφέρεις στην ανάκριση κάτι που αργότερα θα καταθέσεις στην αίθουσα του δικαστηρίου. Οτιδήποτε πεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πειστήριο».

INFO

Μαύρο Καλοκαίρι

M.W. Craven

Εκδόσεις: Bell

Μετάφραση: Βαγγέλης Γιαννίσης

Σελίδες: 416

Τιμή: € 9,90

Ετικέτες

Documento Newsletter