Προδημοσίευση: «Η γραμμή του μεσονυχτίου» του Lee Child

Προδημοσίευση: «Η γραμμή του μεσονυχτίου» του Lee Child

Το νέο μυθιστόρημα του Lee Child με τίτλο «Η γραμμή του μεσονυχτίου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις BELL την Παρασκευή 8 Μαΐου.

Η επιστροφή των BELL στη νέα κανονικότητα γίνεται με την κυκλοφορία του νέου μυθιστορήματος του Lee Child, «Η γραμμή του μεσονυχτίου» (The midnight line) που αποτελεί την 22η περιπέτεια του περιπλανώμενου πρώην στρατονόμου Τζακ Ρίτσερ και πρόκειται για «ένα επίκαιρο, συγκινητικό, αγωνιώδες και ηθικά πολύπλοκο θρίλερ» (Washington Post), το οποίο μάλιστα «συγκαταλέγεται στα καλύτερα της σειράς» (Washington Times).

Στο βιβλίο αυτό ο Child αποδεικνύει, για ακόμη μια φορά, ότι είναι ένας τεχνίτης της πλοκής, ενώ ο γρήγορος ρυθμός, οι απανωτές ανατροπές, οι ζωντανοί διάλογοι και η ευφυέστατη ιστορία δεν επιτρέπουν στον αναγνώστη να σηκώσει τα μάτια του από τις σελίδες. Η υπόθεση: Κάνοντας μια βόλτα σε μια μικρή κωμόπολη στα Μεσοδυτικά, ο Ρίτσερ περνάει έξω από ένα ενεχυροδανειστήριο. Βλέπει στη βιτρίνα ένα δαχτυλίδι του 2005 από το Γουέστ Πόιντ. Είναι μικροσκοπικό· δώρο μιας γυναίκας στον εαυτό της για την αποφοίτησή της από τη στρατιωτική ακαδημία. Ο Ρίτσερ είναι κι αυτός απόφοιτος του Γουέστ Πόιντ και ξέρει τι πρέπει να πέρασε εκείνη η γυναίκα για να αποκτήσει το δαχτυλίδι. Για ποιο λόγο λοιπόν θα το αποχωριζόταν;

Ο Ρίτσερ αποφασίζει να τη βρει. Ακολουθεί βήμα βήμα την πορεία του δαχτυλιδιού, σ’ ένα μονοπάτι χαραγμένο από εγκληματίες που τον οδηγεί στα δυτικά. Σαν τον Μεγαλοπόδαρο που βγήκε από το δάσος, φτάνει στις μακρινές και αραιοκατοικημένες περιοχές του Γουαϊόμινγκ. Το μόνο που θέλει είναι να βρει την ιδιοκτήτρια του δαχτυλιδιού. Αν διαπιστώσει ότι εκείνη η γυναίκα είναι καλά, θα την αφήσει στην ησυχία της και θα φύγει. Αν όμως δεν είναι καλά, τότε αλίμονο σε όποιον σταθεί εμπόδιο στο δρόμο του.

Ακολουθεί προδημοσίευση από τα πρώτα δύο κεφάλαια του βιβλίου

——————————————————————————————————-

ΕΝΑ

Ο Τζακ Ρίτσερ και η Μισέλ Τσανγκ πέρασαν τρεις μέρες στο Μιλγουόκι. Την τέταρτη μέρα το πρωί εκείνη έφυγε. Ο Ρίτσερ ξαναγύρισε στο δωμάτιο φέρνοντας μαζί του καφέ και βρήκε ένα σημείωμα πάνω στο μαξιλάρι του. Είχε ξαναδεί και άλλοτε τέτοια σημειώματα. Όλα έλεγαν το ίδιο πράγμα. Είτε ξεκάθαρα είτε έμμεσα. Το σημείωμα της Τσανγκ ήταν έμμεσο. Και πιο κομψό από τα περισσότερα παρόμοια σημειώματα. Όχι από άποψη παρουσίασης. Ήταν γραμμένο με στιλό διαρκείας πάνω σε ένα φύλλο από το σημειωματάριο του μοτέλ που είχε γίνει κυματιστό από την υγρασία. Ήταν όμως κομψό από άποψη διατύπωσης. Η Μισέλ είχε χρησιμοποιήσει μια παρομοίωση για να εξηγήσει και να κολακεύσει και να ζητήσει συγγνώμη ταυτόχρονα. Είχε γράψει: «Είσαι σαν τη Νέα Υόρκη. Μου αρέσει πολύ να την επισκέπτομαι, αλλά δε θα μπορούσα ποτέ να ζήσω εκεί».

Ο Ρίτσερ έκανε αυτό που έκανε πάντα. Την άφησε να φύγει. Την καταλάβαινε. Δε χρειαζόταν να του ζητήσει συγγνώμη. Πουθενά δεν μπορούσε να μείνει εκείνος. Η ζωή του ολόκληρη ήταν μια επίσκεψη. Ποια γυναίκα θα μπορούσε να το ανεχτεί αυτό; Ήπιε τον καφέ του και μετά τον δικό της, πήρε την οδοντόβουρτσά του από το ποτήρι του μπάνιου και έφυγε, ακολουθώντας διάφορους δρόμους, δεξιά κι αριστερά, προς το σταθμό των λεωφορείων. Υπέθεσε ότι η Μισέλ θα βρισκόταν σ’ ένα ταξί. Πηγαίνοντας στο αεροδρόμιο. Είχε μια χρυσή κάρτα και ένα κινητό.

Φτάνοντας στο σταθμό, εκείνος έκανε αυτό που έκανε πάντα. Αγόρασε ένα εισιτήριο για το πρώτο λεωφορείο που θα αναχωρούσε, όποιος κι αν ήταν ο προορισμός του. Αυτή τη φορά ήταν ένας τερματικός σταθμός πέρα στα βορειοδυτικά, στις όχθες της λίμνης Σουπίριορ. Κατά βάση ήταν σε λάθος κατεύθυνση. Στον προορισμό θα έκανε περισσότερο κρύο, όχι περισσότερη ζέστη. Οι κανό νες όμως έπρεπε να τηρούνται, έτσι λοιπόν ο Ρίτσερ ανέβηκε στο λεωφορείο. Κάθισε και κοίταζε από το παράθυρο. Οι εικόνες του Γουισκόνσιν διαδέχονταν με ταχύτητα η μια την άλλη, χωράφια με τα κατάλοιπα του θερισμού, γεμάτα δεματιασμένο χορτάρι, βοσκοτόπια ταλαιπωρημένα, δέντρα σκουρόχρωμα και βαρυφορτωμένα. Το καλοκαίρι ήταν στο τέλος του.

Αρκετά πράγματα ήταν στο τέλος τους. Η Μισέλ είχε κάνει τις συνηθισμένες ερωτήσεις. Που στην πραγματικότητα ήταν μεταμφιεσμένες δηλώσεις. Τον ένα χρόνο μπορούσε να τον καταλάβει. Αναμφισβήτητα. Ένα παιδί που είχε μεγαλώσει σε βάσεις του εξωτερικού, και που στη συνέχεια είχε σταλεί να υπηρετήσει σε βάσεις του εξωτερικού, χωρίς να μεσολαβήσει κάτι με εξαίρεση τέσσερα χρόνια στο Γουέστ Πόιντ, ένα ίδρυμα που δε φημιζόταν ακριβώς για τις ευκαιρίες ανεμελιάς και αναψυχής που πρόσφερε. Ήταν προφανές ότι ένας τέτοιος τύπος θα αφιέρωνε ένα χρόνο σε ταξίδια για να δει τα αξιοθέατα πριν κατασταλάξει κάπου. Ίσως και δύο χρόνια. Αλλά όχι παραπάνω. Και όχι σε μόνιμη βάση. Να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Η κατάσταση κόντευε να γίνει παθολογική.

Όλα αυτά είχαν ειπωθεί με ενδιαφέρον, χωρίς καμιά επικριτική διάθεση. Τίποτα το ιδιαίτερο. Ήταν μια συζήτηση που κράτησε δύο λεπτά. Αλλά το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο. Όσο ξεκάθαρα μπορούσαν να είναι τέτοια μηνύματα. Ειπώθηκε κάτι σχετικά με άρνηση. Άρνηση ως προς τι; ρώτησε εκείνος. Δεν πίστευε ενδόμυχα ότι η ζωή του αποτελούσε πρόβλημα.

Αυτή ακριβώς είναι η απόδειξη, του είπε εκείνη.

Έτσι λοιπόν ο Ρίτσερ πήρε το λεωφορείο που πήγαινε στον τερματικό προορισμό και θα είχε ολοκληρώσει τη διαδρομή, διότι οι κανόνες έπρεπε να τηρούνται, μόνο που στη δεύτερη στάση για τουαλέτα εκείνος έκανε μια βόλτα και είδε ένα δαχτυλίδι στη βιτρίνα ενός ενεχυροδανειστηρίου.

Η δεύτερη στάση για τουαλέτα έγινε αργά εκείνη τη μέρα, στη φτωχική περιοχή μιας μικρής πόλης. Ενδεχομένως ήταν η έδρα της κομητειακής κυβέρνησης. Ή κάποιας υπηρεσίας της. Ίσως εκεί να είχε το αρχηγείο της η αστυνομία της κομητείας. Στην πόλη υπήρχε μια φυλακή. Αυτό ήταν σαφές. Ο Ρίτσερ είδε γραφεία που πρόσφε ραν εγγυήσεις αποφυλάκισης, καθώς και ένα ενεχυροδανειστήριο. Ολοκληρωμένες υπηρεσίες, επιτόπου, η μια δίπλα στην άλλη, σε έναν ερειπωμένο δρόμο πέρα από το τετράγωνο που βρίσκονταν οι τουαλέτες.

Ο Ρίτσερ είχε πιαστεί από το καθισιό. Κοίταξε το δρόμο πέρα από το τετράγωνο με τις τουαλέτες. Άρχισε να πηγαίνει προς τα εκεί, χωρίς κανέναν ουσιαστικό λόγο. Έτσι, για βόλτα. Για να ξεμουδιάσει. Πλησιάζοντας, μέτρησε τις κιθάρες στη βιτρίνα του ενεχυροδανειστηρίου. Ήταν εφτά. Θλιβερές ιστορίες, όλες τους. Σαν τα τραγούδια στο επαρχιακό ραδιόφωνο. Όνειρα που δεν είχαν πραγματοποιηθεί. Πιο χαμηλά στη βιτρίνα υπήρχαν γυάλινα ράφια φορτωμένα με μικρότερα πράγματα. Κοσμήματα όλων των ειδών. Ανάμεσά τους και δαχτυλίδια. Μεταξύ αυτών και αναμνηστικά δαχτυλίδια αποφοίτησης. Από διάφορα γυμνάσια. Μόνο που ένα από όλα δεν ήταν αυτού του είδους. Εκείνο το δαχτυλίδι ήταν του Γουέστ Πόιντ του 2005.

Ήταν όμορφο. Το σχήμα και το στιλ του ήταν παραδοσιακά, με περίπλοκο χρυσό φιλιγκράν και μια μαύρη πέτρα, ενδεχομένως ημιπολύτιμη, ίσως και γυαλί, που περιβαλλόταν από ένα οβάλ στεφάνι όπου ήταν σκαλισμένο το όνομα της σχολής και το έτος. Με παλιομοδίτικα στοιχεία. Μια κλασική προσέγγιση. Είτε από σεβασμό για τις αλλοτινές μέρες, είτε από έλλειψη φαντασίας. Οι απόφοιτοι του Γουέστ Πόιντ σχεδίαζαν οι ίδιοι τα δαχτυλίδια τους. Ό,τι ήθελαν. Ήταν μια παλιά παράδοση. Ή ένα παλιό δικαίωμα, πιθανόν, δεδομένου ότι τα δαχτυλίδια αποφοίτησης του Γουέστ Πόιντ ήταν τα πρώτα του είδους τους.

Το συγκεκριμένο δαχτυλίδι ήταν πολύ μικρό.

Ο Ρίτσερ δε θα είχε καταφέρει να το φορέσει σε κάποιο δάχτυλό του. Ούτε καν στο μικρό δάχτυλο του αριστερού χεριού· δε θα περνούσε ούτε πέρα από το νύχι. Σίγουρα πάντως θα σκάλωνε στην πρώτη άρθρωση. Ήταν μικροσκοπικό. Ανήκε σε γυναίκα. Ίσως να ήταν ένα αντίγραφο για μια φιλενάδα ή αρραβωνιαστικιά. Συνέβαινε κι αυτό. Μια έκφραση εκτίμησης ή ένα σουβενίρ.

Μάλλον όμως δεν ίσχυε κάτι τέτοιο στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Ο Ρίτσερ άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο ενεχυροδανειστήριο. Ένας τύπος που ήταν στο ταμείο σήκωσε το κεφάλι του και τον κοί ταξε. Ήταν σωματώδης, βρόμικος και ατημέλητος. Γύρω στα τριάντα πέντε, μελαχρινός, με μπόλικο λίπος. Τα μάτια του έδειχναν πονηριά. Αρκετή για να προσαρμόσει την αντίδρασή του στην ξαφνική εμφάνιση του επισκέπτη με το δίμετρο σχεδόν ύψος και τα εκατόν δεκαπέντε κιλά. Ήταν μια καθαρά ενστικτώδης αντίδραση. Ο τύπος δε φοβόταν. Είχε ένα γεμάτο όπλο κάτω από τον πάγκο. Εκτός κι αν ήταν βλάκας. Αλλά δε φαινόταν για βλάκας. Όπως και να είχε, δεν ήθελε να ρισκάρει δείχνοντας επιθετικότητα. Ούτε όμως ήθελε να δείξει δουλοπρέπεια. Ήταν θέμα περηφάνιας.

Έτσι λοιπόν είπε: «Πώς πάει;»

Όχι και τόσο καλά, σκέφτηκε ο Ρίτσερ. Για να είμαι ειλικρινής. Η Τσανγκ θα είχε γυρίσει ήδη στο Σιάτλ. Στη ζωή της.

Πάντως, απάντησε: «Δεν έχω παράπονο».

«Μπορώ να σε βοηθήσω;»

«Δείξε μου τα δαχτυλίδια αποφοίτησης».

Ο τύπος έβγαλε το δίσκο από το ράφι και τον ακούμπησε πάνω στον πάγκο. Το δαχτυλίδι του Γουέστ Πόιντ είχε κυλήσει, σαν μικροσκοπικό μπαλάκι του γκολφ. Ο Ρίτσερ το έπιασε. Στην εσωτερική πλευρά του ήταν χαραγμένο κάτι. Πράγμα που σήμαινε ότι δεν ήταν αντίγραφο. Δεν προοριζόταν για μια φιλενάδα ή αρραβωνιαστικιά. Τα αντίγραφα δεν είχαν ποτέ τέτοια σκαλίσματα. Ήταν μια παλιά παράδοση. Κανείς δεν ήξερε το λόγο.

Το δαχτυλίδι εκείνο δεν ήταν ένδειξη εκτίμησης, ούτε σουβενίρ. Ήταν ένα αυθεντικό δαχτυλίδι αποφοίτησης. Ανήκε σε κάποιον δόκιμο, ο οποίος το είχε κερδίσει ύστερα από τέσσερα δύσκολα χρόνια. Και το φορούσε με καμάρι. Προφανώς. Αν δεν καμάρωνες για τη σχολή, δεν αγόραζες δαχτυλίδι. Δεν ήταν υποχρεωτικό.

Το σκάλισμα έλεγε Σ.Ρ.Σ. 2005.

Το λεωφορείο κόρναρε τρεις φορές. Ήταν έτοιμο να φύγει, αλλά του έλειπε ένας επιβάτης. Ο Ρίτσερ άφησε το δαχτυλίδι στο δίσκο και είπε: «Ευχαριστώ». Έφυγε από το κατάστημα, διέσχισε βιαστικά το τετράγωνο με τις τουαλέτες, έγειρε μέσα στην πόρτα του λεωφορείου και είπε στον οδηγό: «Θα μείνω εδώ».

«Τα ναύλα δεν επιστρέφονται».

«Δε ζήτησα επιστροφή».

«Έχεις τσάντα στο χώρο των αποσκευών;»

«Όχι».

«Καλή σου μέρα».

Ο οδηγός τράβηξε ένα μοχλό και η πόρτα έκλεισε απότομα στα μούτρα του Ρίτσερ. Η μηχανή μούγκρισε και το λεωφορείο έφυγε χωρίς αυτόν. Εκείνος απομακρύνθηκε από το σύννεφο των καυσαερίων και πήγε πάλι προς το ενεχυροδανειστήριο.

——————————————————————————————————————————–

ΔΥΟ

Ο τύπος στο ενεχυροδανειστήριο δυσαρεστήθηκε λίγο επειδή αναγκάστηκε να βγάλει πάλι το δίσκο με το δαχτυλίδι λίγη ώρα μετά που τον είχε ξαναβάλει στη θέση του. Το δαχτυλίδι του Γουέστ Πόιντ είχε κατρακυλήσει πάλι. Ο Ρίτσερ το έπιασε.

«Θυμάσαι τη γυναίκα που το έβαλε ενέχυρο;» ρώτησε.

«Πώς θα μπορούσα να τη θυμάμαι;» απάντησε ο άλλος. «Εδώ μέσα έχω αμέτρητα πράγματα».

«Κρατάς αρχείο;»

«Αστυνομικός είσαι;»

«Όχι», είπε ο Ρίτσερ.

«Εδώ μέσα είναι όλα νόμιμα».

«Δε μ’ ενδιαφέρει. Το μόνο που θέλω είναι το όνομα της γυναίκας που σου έφερε αυτό το δαχτυλίδι».

«Γιατί;»

«Πήγαμε στην ίδια σχολή».

«Και πού βρίσκεται αυτή η σχολή; Στα βόρεια;»

«Ανατολικά», αποκρίθηκε ο Ρίτσερ.

«Δεν μπορεί να ήσασταν συμμαθητές. Δε θέλω να σε προσβάλω, αλλά το δαχτυλίδι είναι του 2005».

«Δε με προσβάλλεις. Εγώ ήμουν από μια παλιότερη γενιά. Αλλά η σχολή δεν αλλάζει πολύ. Πράγμα που σημαίνει ότι ξέρω πόσο σκληρά δούλεψε αυτή η γυναίκα για να πάρει το δαχτυλίδι. Έτσι τώρα αναρωτιέμαι ποια κακοτυχία την έκανε να το αποχωριστεί».

«Τι είδους σχολή ήταν;» ρώτησε ο μαγαζάτορας.

«Από αυτές που σε μαθαίνουν πρακτικά πράγματα».

«Κάτι σαν επαγγελματική σχολή;»

«Πάνω κάτω».

«Μπορεί η γυναίκα να σκοτώθηκε σε κάποιο δυστύχημα».

«Μπορεί και να έγινε έτσι», είπε ο Ρίτσερ. Ή μπορεί να μην ήταν δυστύχημα, σκέφτηκε. Είχε μεσολαβήσει ο πόλεμος στο Ιράκ, και μετά στο Αφγανιστάν: οι απόφοιτοι του 2005 είχαν αντιμετωπίσει ζόρικες καταστάσεις. «Θα ήθελα όμως να το μάθω στα σίγουρα», πρόσθεσε.

«Γιατί;» ρώτησε πάλι ο άλλος.

«Δεν μπορώ να σου πω ακριβώς».

«Είναι θέμα σεβασμού;»

«Υποθέτω ότι θα μπορούσε να είναι».

«Έχουν τέτοια πράγματα οι επαγγελματικές σχολές;»

«Μερικές».

«Δεν υπήρξε καμιά γυναίκα. Το δαχτυλίδι το αγόρασα. Μαζί με πολλά άλλα πράγματα».

«Πότε;»

«Πριν από ένα μήνα περίπου».

«Από ποιον;»

«Δεν πρόκειται να σου πω με ποιον έχω πάρε-δώσε. Για ποιο λόγο να το κάνω; Είναι όλα σύμφωνα με το νόμο. Απόλυτα θεμιτά. Έτσι λέει η Πολιτεία. Έχω άδεια και περνώ από όλων των ειδών τις επιθεωρήσεις».

«Τότε λοιπόν γιατί ντρέπεσαι να το πεις;»

«Είναι προσωπική πληροφορία».

«Ας υποθέσουμε ότι αγοράζω το δαχτυλίδι», είπε ο Ρίτσερ.

«Κοστίζει πενήντα δολάρια».

«Τριάντα».

«Σαράντα».

«Σύμφωνοι», είπε ο Ρίτσερ. «Τώρα λοιπόν έχω δικαίωμα να μάθω την προέλευσή του».

«Δε βρίσκεσαι στον οίκο δημοπρασιών Sotheby’s».

«Ακόμη κι έτσι δεν έχει καμιά σημασία».

Ο τύπος κοντοστάθηκε για μια στιγμή.

Κατόπιν είπε: «Το αγόρασα από έναν τύπο που βοηθάει μια φιλανθρωπική οργάνωση. Οι άνθρωποι δωρίζουν διάφορα πράγματα και εξασφαλίζουν έκπτωση φόρου. Κυρίως παλιά αυτοκίνητα και σκάφη. Αλλά κι άλλα πράγματα. Ο τύπος τούς δίνει μια παραφουσκωμένη απόδειξη για να την υποβάλουν μαζί με τη φορολογική τους δήλωση και στη συνέχεια πουλάει όπου μπορεί τα πράγ ματα που συγκεντρώνει, για οποιοδήποτε ποσό συμφωνηθεί, και μετά κόβει μια επιταγή στη φιλανθρωπική εταιρεία. Εγώ αγοράζω από αυτόν τα μικρά πράγματα. Βγάζω ό,τι μπορώ και ελπίζω να μου μείνει κάποιο κέρδος».

«Πιστεύεις λοιπόν ότι κάποιος δώρισε αυτό το δαχτυλίδι σε μια φιλανθρωπική οργάνωση και εξασφάλισε μια έκπτωση φόρου;»

«Είναι λογικό, αν ο αρχικός ιδιοκτήτης πέθανε. Από το 2005. Είναι κι αυτό μέρος της κληρονομιάς».

«Δε νομίζω», αποκρίθηκε ο Ρίτσερ. «Κατά την άποψή μου, ένας συγγενής θα το είχε κρατήσει».

«Εξαρτάται αν ο συγγενής έτρωγε καλά».

«Είναι δύσκολα τα πράγματα εδώ πέρα;»

«Εγώ είμαι εντάξει. Αλλά το ενεχυροδανειστήριο είναι δικό μου».

«Κι όμως ο κόσμος κάνει δωρεές για καλό σκοπό».

«Σε αντάλλαγμα για πέτσινες αποδείξεις. Τελικά η κυβέρνηση τρώει την έκπτωση φόρου. Κοινωνική πρόνοια με άλλο όνομα».

«Ποιος είναι ο τύπος που βοηθάει τη φιλανθρωπική οργάνωση;» ρώτησε ο Ρίτσερ.

«Αυτό δεν πρόκειται να σου το πω».

«Γιατί όχι;»

«Δε σου πέφτει λόγος. Στο κάτω κάτω, ποιος είσαι εσύ;»

«Είμαι απλά κάποιος που περνάει μια πολύ άσχημη μέρα. Δε φταις εσύ, φυσικά, αλλά αν μου ζητούσες να σου δώσω μια συμβουλή θα έπρεπε να σου πω ότι ίσως αποδειχτεί χαζομάρα το να κάνεις τη μέρα μου ακόμα χειρότερη. Μπορεί να γίνεις η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι».

«Τώρα το ρίξαμε στις απειλές;»

«Δες το μάλλον σαν πρόγνωση καιρού. Σαν μια δημόσια υπηρεσία. Σαν προειδοποίηση για ανεμοστρόβιλο. Ετοιμάσου να λουφάξεις κάπου για να προφυλαχτείς».

«Φύγε από το μαγαζί μου».

«Ευτυχώς δεν έχω πια πονοκέφαλο. Δέχτηκα ένα χτύπημα στο κεφάλι, αλλά τώρα πάω καλύτερα. Έτσι είπε ένας γιατρός. Μια φίλη μου με ανάγκασε να πάω. Δύο φορές. Ανησυχούσε για μένα».

Ο ιδιοκτήτης του ενεχυροδανειστηρίου κοντοστάθηκε πάλι.

Έπειτα είπε: «Από ποια συγκεκριμένη σχολή ήταν το δαχτυλίδι;»

«Από μια στρατιωτική ακαδημία», απάντησε ο Ρίτσερ.

«Με συγχωρείς γι’ αυτό που θα σου πω, αλλά τέτοιες σχολές είναι για προβληματικά παιδιά. ΄Η για διαταραγμένα. Χωρίς να θέλω να σε προσβάλω».

«Μην κατηγορείς τα παιδιά», του είπε ο Ρίτσερ. «Κοίτα τις οικογένειες. Για να πω την αλήθεια, στη δική μας σχολή υπήρχαν πολλοί γονείς που είχαν σκοτώσει κόσμο».

«Αλήθεια;»

«Παραπάνω από τον μέσο όρο».

«Παραμένετε λοιπόν ενωμένοι για πάντα;»

«Δεν αφήνουμε κανέναν πίσω φεύγοντας».

«Ο τύπος δεν πρόκειται να μιλήσει σε έναν άγνωστο».

«Έχει άδεια; Περνάει τις επιθεωρήσεις της Πολιτείας;»

«Αυτό που κάνω εγώ εδώ είναι νόμιμο. Έτσι λέει ο δικηγόρος μου. Εφόσον πιστεύω ειλικρινά ότι όλο αυτό το πάρε-δώσε γίνεται για λογαριασμό της φιλανθρωπικής οργάνωσης. Και πράγματι το πιστεύω. Έχω δει τα σχετικά χαρτιά. Το κάνουν πολλών ειδών άνθρωποι. Βάζουν μάλιστα και διαφημίσεις στην τηλεόραση. Κυρίως για αυτοκίνητα. Μερικές φορές για σκάφη».

«Αλλά ο συγκεκριμένος άνθρωπος δεν πρόκειται να μου μιλήσει;»

«Θα ξαφνιαζόμουν αν το έκανε».

«Δεν έχει μάθει τρόπους;»

«Δε θα τον προσκαλούσα σε ένα πικνίκ».

«Πώς λέγεται;»

«Τζίμι Ρατ».

«Σοβαρολογείς;»*

«Με αυτό το όνομα είναι γνωστός».

«Και πού θα μπορούσα να βρω αυτό τον κύριο Ρατ;»

«Ψάξε για έξι τουλάχιστον Harley-Davidson. Σε όποιο μπαρ τις δεις, μέσα θα είναι ο Τζίμι».

  • * Ρατ (rat): αρουραίος, στα αγγλικά. (Σ.τ.Μ.)

INFO

Η γραμμή του μεσονυχτίου

Συγγραφέας: Lee Child

Μετάφραση: Nίκος Ιβραηνίας

ΙSBN: 978-960-507-136-3

Σελίδες: 408

Τιμή: € 9,90

Ετικέτες

Documento Newsletter