Eνα απόσπασμα από το νέο βιβλίο του πατέρα του κυβερνοπάνκ Γουίλιαμ Γκίμπσον με τίτλο «Περιφερειακό», το οποίο θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά στις 11 Μαΐου από τις Εκδόσεις Αίολος, σε μετάφραση Γιώργου Μπαρουξή.
Η δράση τοποθετείται στο 2023, με τους ήρωες να ταξιδεύουν στο μέλλον, δηλαδή εκατό χρόνια μετά, με τη βοήθεια περιφερειακών (συνθετικά ανθρώπινα σώματα που όμως δεν έχουν τις βιολογικές λειτουργίες ενός ανθρώπου, τα οποία μπορούν να πάρουν οποιαδήποτε μορφή/ηλικία/φύλο). Την εποχή εκείνη η ανθρωπότητα έχει αποδεκατιστεί. Το ανθρώπινο είδος έχει μειωθεί κατά 80% λόγω της καταστροφής του περιβάλλοντος. Ο συγγραφέας του «Νευρομάντη» εμπνέεται από όλα όσα φοβόμαστε, περιγράφοντας τον απόλυτο εφιάλτη, μια κοινωνία δηλαδή στην οποία κυριαρχούν η κερδοσκοπία και η σκοτεινή πλευρά της επιστήμης, με ανθρώπους που αντιμετωπίζονται ως προϊόντα. Το βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2014 ήδη προσαρμόζεται για την τηλεοπτική του μεταφορά για λογαριασμό της Kilter Films σε συνεργασία με τις Warner Bros. Television και Amazon Studios. Το σενάριο της σειράς έχουν αναλάβει οι Σκοτ Μπ. Σμιθ, Τζόναθαν Νόλαν και Λίζα Τζόι, ενώ τη σκηνοθεσία ο Βιντσέντζο Νάταλι («Ο κύβος»).
Διαβάστε απόσπασμα από το βιβλίο
Οι γιατροί δεν πίστευαν ότι ο Μπάρτον, ο αδερφός της Φλιν, υπέφερε από Σύνδρομο Μετατραυματικού Στρες. Απλώς μερικές φορές σκάλωνε μετά την αφαίρεση των απτικών του. Είπαν ότι ήταν κάτι σαν το μέλος-φάντασμα, το σύνδρομο ενός ακρωτηριασμένου μέλους, μόνο που τα δικά του φαντάσματα ήταν τα τατουάζ που είχε αποκτήσει στον πόλεμο, αυτά που του είχαν κάνει για να ξέρει πότε να το βάζει στα πόδια, πότε να μένει ακίνητος, πότε να επιτίθεται, προς ποια κατεύθυνση και από ποια απόσταση. Ετσι, του χορήγησαν ένα επίδομα αναπηρίας και τώρα ζούσε στο τροχόσπιτο δίπλα στο ποταμάκι.
Οταν ήταν μικροί, έμενε εκεί ένας αλκοολικός θείος τους, βετεράνος άλλου πολέμου, ο μεγαλύτερος αδερφός του πατέρα τους. Το καλοκαίρι που η Φλιν ήταν δέκα χρονών, αυτή, ο Μπάρτον και ο Λίον το χρησιμοποιούσαν για φρούριο. Αργότερα ο Λίον προσπάθησε να πάει κορίτσια εκεί, αλλά μύριζε πολύ άσχημα. Οταν ο Μπάρτον απολύθηκε από τον στρατό, το τροχόσπιτο ήταν άδειο – το μόνο που υπήρχε μέσα ήταν η μεγαλύτερη σφηκοφωλιά που είχαν δει ποτέ τους.
Το πιο πολύτιμο πράγμα που είχαν στην ιδιοκτησία τους, έλεγε ο Λίον. Αίρστριμ του 1977. Είχε δείξει στη Φλιν μερικά τέτοια τροχόσπιτα στο eBay, που έμοιαζαν με στρογγυλεμένες σφαίρες και έπιαναν τρελά λεφτά σε όποια κατάσταση κι αν ήταν. Ο θείος το είχε ψεκάσει με λευκό αφρό πολυουρεθάνης –γκρίζος και βρόμικος τώρα πια–, για να μην μπάζει νερά και για μόνωση. Ο Λίον είπε ότι αυτό το έσωσε από τους συλλέκτες. Η ίδια σκεφτόταν ότι έμοιαζε περισσότερο με μεγάλο γέρικο σκουλήκι, με τρύπες στο κουκούλι του που έβγαζαν στα παράθυρα.
Κατηφορίζοντας το μονοπάτι, η Φλιν είδε σκόρπια τρίμματα από κείνον τον αφρό, πατικωμένα γερά στο χώμα. Ο Μπάρτον είχε τα φώτα του τροχόσπιτου αναμμένα και, πλησιάζοντας, τον μισοείδε από ένα παράθυρο να σηκώνεται και να γυρίζει, αποκαλύπτοντας τα σημάδια στη σπονδυλική στήλη και τα πλευρά του, στα σημεία απ’ όπου του είχαν αφαιρέσει τα απτικά, λες και το δέρμα του ήταν πασπαλισμένο με κάτι που είχε την ασημένια απόχρωση του ψαριού. Είχαν πει ότι μπορούσαν να το αφαιρέσουν κι αυτό, αλλά δεν ήθελε να πηγαίνει συνέχεια γι’ αυτήν τη δουλειά.
«Ε, Μπάρτον», του φώναξε.
«Ιζι Άις», της απάντησε. Ηταν το όνομά της όταν έπαιζε παιχνίδια ονλάιν. Με το ένα χέρι τής άνοιξε την πόρτα, ενώ με το άλλο έβαζε ένα άσπρο μπλουζάκι. Το κατέβασε γρήγορα πάνω από κείνον τον γυμνασμένο θώρακα που είχε αποκτήσει στους Πεζοναύτες, σκεπάζοντας ένα ασημί μπάλωμα σε σχήμα και μέγεθος τραπουλόχαρτου πάνω από τον αφαλό του.
[…]
Ο Μπάρτον της έπιασε το χέρι και τη βοήθησε ν’ ανέβει.
«Θα πας στο Ντέιβισβιλ;» τον ρώτησε.
«Ναι. Θα περάσει να με πάρει ο Λίον».
«Κάνουν διαδήλωση οι Κατά Λουκάν 4:5 εκεί. Μου το είπε η Σέιλιν».
Ο Μπάρτον ανασήκωσε ελαφρά τους μυώδεις ώμους του.
«Τον περασμένο μήνα σε είχαν στις ειδήσεις, Μπάρτον. Σ’ εκείνη την κηδεία στην Καρολίνα».
Δεν θα ’λεγε κανείς ότι χαμογέλασε ακριβώς.
«Θα μπορούσες να το ’χεις σκοτώσει εσύ εκείνο το αγόρι».
Ο Μπάρτον έγνεψε απλώς αρνητικά, ενώ τα μάτια του στένεψαν.
«Τρομάζω όταν κάνεις τέτοιες μαλακίες».
«Εσύ κάνεις ακόμη τον ανιχνευτή για κείνον τον δικηγόρο στην Τούλσα;»
«Δεν παίζει πια. Θα ’χει πήξει στη δουλειά, φαντάζομαι».
«Είσαι η καλύτερη που είχε. Του το απέδειξες αυτό».
«Δεν βαριέσαι, ένα παιχνίδι ήταν». Το ’λεγε περισσότερο στον εαυτό της παρά σ’ εκείνον.
«Ηταν σαν να είχε τον προσωπικό του πεζοναύτη».
Εκείνη τη στιγμή τής φάνηκε ότι είδε αυτό το πράγμα που του προκαλούσαν τα απτικά, ένα ρίγος που χάθηκε αμέσως.
«Θέλω να με αντικαταστήσεις σε μια δουλειά», της είπε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. «Τετράωρη βάρδια. Θα πετάς ένα τετρακόπτερο».
Η Φλιν κοίταξε πίσω του, στην οθόνη. Είδε τα πόδια μιας δανέζας σουπερμόντελ να μαζεύονται μέσα σ’ ένα αμάξι που δεν θα το οδηγούσε ποτέ κανένας γνωστός της, ούτε θα το ’βλεπε ποτέ η ίδια στον δρόμο.
«Παίρνεις αναπηρικό επίδομα», του είπε. «Υποτίθεται ότι δεν πρέπει να δουλεύεις».
Την κοίταξε αμίλητος.
«Πού είναι η δουλειά;» τον ρώτησε.
«Δεν έχω ιδέα».
«Εξωτερική ανάθεση; Θα σε πιάσει η Υπηρεσία Βετεράνων και θα σου κόψει το επίδομα».
«Δεν είναι στρατιωτική επιχείρηση, είναι παιχνίδι», της απάντησε. «Σε δοκιμαστική έκδοση».