Με φόντο το νέo θεσμικό τοίχο που θα προσέκρουε η πρωτοφανής πρακτική κλήσης πολιτών με την ιδιότητα των υπόπτων, η κυβερνητική πλειοψηφία αποφάσισε να αναβάλει τις καταθέσεις των μη πολιτικών προσώπων, αναμένοντας τη γνωμοδότηση του Επιστημονικού Συμβουλίου.
Μετά την αποτυχημένη «επιχείρηση της κουκούλας», ΝΔ και ΚΙΝΑΛ βρέθηκαν στο χείλος ενός ακόμα φιάσκου. Η σπουδή των δύο κομμάτων να καλέσουν τον εκδότη, Γιάννη Φιλιππάκη, και τους δημοσιογράφους, Αλέξανδρο Τάρκα και Γιάννα Παπαδάκου, είναι πρωτόγνωρη για τα μεταπολιτευτικά χρονικά, αφού ποτέ άλλοτε δεν έχουν κληθεί σε Ειδική Επιτροπή Προκαταρκτικής Εξέτασης της Βουλής πολίτες με την ιδιότητα του υπόπτου και χωρίς να έχει καταστεί προηγουμένως πολιτικό πρόσωπο κατηγορούμενο για να ενεργοποιηθεί η πρόβλεψη περί «συμπαραπομπής τυχόν συμμέτοχων» του άρθρου 86 του Συντάγματος. «Φρένο» στις καταχρηστικές πρακτικές έβαλε το αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ για γνωμοδότηση του Επιστημονικού Συμβουλίουλ, αφού -ως γνωστόν- οι βουλευτές ΝΔ και ΚΙΝΑΛ όχι μόνο παρουσιάζονταν ανένδοτοι, αλλά είχαν ορίσει και τις ημερομηνίες εξέτασης των… υπόπτων.
«Διαπομπεύσατε τρεις ανθρώπους»
Την περασμένη Τετάρτη, τα μέλη της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην Προανακριτική, αιτήθηκαν την γνωμοδότηση του Επιστημονικού Συμβουλίου προκειμένου να αποσαφηνιστεί πλήρως εάν η κυβερνητική πλειοψηφία από κοινού με το ΚΙΝΑΛ δικαιούνται να καλέσουν τους πολίτες για παροχή εξηγήσεων με την ιδιότητα των υπόπτων.
«Επειδή, για δεύτερη φορά κατάπληκτος ως νομικός που ασχολούμαι με την ποινική δικηγορία ξανακούω από τη ΝΔ ότι καλώς καλούνται μη πολιτικά πρόσωπα ως ύποπτοι, σε μία Επιτροπή της Βουλής που διεξάγει προκαταρκτική εξέταση. Έχουμε ετοιμάσει ως ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ένα υπόμνημα – ερώτημα προς το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής με όλα τα αποκλειστικώς νομικά επιχειρήματα που απορρέουν από το Σύνταγμα, τον Κανονισμό της Βουλής και από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας» ανέφερε απευθυνόμενος στον πρόεδρο, Γιάννη Μπούγα, κατά τη συνεδρίαση της Παρασκευής ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Σπύρος Λάππας, με τον Θάνο Πλεύρη να επιμένει ότι οι πολίτες πρέπει να κληθούν ως συνεργοί. Εν τέλει, σύμφωνα με πηγές της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο Γ. Μπούγας αναγκάστηκε να συμπεράνει: «Επομένως, αν δεν κάνω λάθος, καταλήγουμε ομόφωνα στο ότι θα ενημερώσουμε τους συνηγόρους των τριών ότι δεν ισχύουν οι προθεσμίες για τις οποίες τους έχουμε κλητεύσει, έως ότου λάβουμε την γνωμοδότηση του επιστημονικού συμβουλίου της Βουλής».
Τότε, κατά τις ίδιες πηγές, παρενέβη ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Γιάννης Ραγκούσης: «Είναι βέβαιο ότι είχατε αποφασίσει να τους καλέσετε, είχατε ορίσει και ημερομηνίες και αν δεν θέταμε εμείς αυτό το θέμα, οι άνθρωποι θα είχαν έλθει εδώ πέρα ως ύποπτοι την επόμενη εβδομάδα» Πρόσθεσε δε με νόημα ότι είναι θέμα αντίληψης για το πώς βλέπει ο καθένας το κράτος δικαίου και σε κάποιες τέτοιες στιγμές όλοι κρίνονται. «Εδώ έχετε διαπομπεύσει τρεις ανθρώπους, τρεις πολίτες και όλη η Ελλάδα επί δεκαπέντε μέρες ξέρει ότι η Βουλή τους καλεί με απόφαση της πλειοψηφίας ως υπόπτους» κατέληξε ο τομεάρχης Προστασίας του Πολίτη.
«Ένα ακόμα πραξικόπημα της ΝΔ»
Επίσης, στο Επιστημονικό Συμβούλιο τέθηκε και το ερώτημα εάν ο Δ. Παπαγγελόπουλος και τα μη πολιτικά πρόσωπα μπορεί να κληθούν επί των αδικημάτων του νέου κατηγορητηρίου (μετά τη μήνυση Μιωνή) προτού διενεργηθεί πράξη έρευνας και συλλογής αποδεικτικών στοιχείων. «Σε ένα ακόμα πραξικόπημα στο οποίο έχει προχωρήσει η ΝΔ» επισημαίνουν πηγές από την Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, τονίζοντας ότι «η συμπολίτευση θα πρέπει να συνηθίσει πως όταν θα βρίσκεται αντιμέτωπη με την αλήθεια και τα θεσμικά όργανα της Πολιτείας η μια ήττα θα διαδέχεται την άλλη».
Υπενθυμίζεται ότι το Επιστημονικό Συμβούλιο είχε επισημάνει τις αντιθεσμικές μεθοδεύσεις της ΝΔ με τη λήψη καταθέσεων από μάρτυρες που ουδεμία σχέση είχαν με το σκάνδαλο Novartis, γεγονός που παραβίαζε την εντολή της Ολομέλειας αναφορικά με τη συγκρότηση της Επιτροπής. Έτσι, οι βουλευτές της πλειοψηφίας αναγκάστηκαν να επισπεύσουν τη διεύρυνση του κατηγορητηρίου εναντίον του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου και για τα οποία υπάρχει μόνο ένας μάρτυρας, ο Σάμπυ Μιωνής, ο οποίος κατέθεσε όταν η Επιτροπή διερευνούσε -θεωρητικά τουλάχιστον- τη «σκευωρία Novartis».