ΙΧ διπλωματία χωρίς προσχήματα, καθώς για τον πρωθυπουργό η εθνική απομείωση είναι σχετική έννοια
Χωρίς ενημέρωση της αντιπολίτευσης και χωρίς προεκλογικές δεσμεύσεις για τα ελληνοτουρκικά, αλλά κυρίως με τους πολίτες να γνωρίζουν καλά ότι βλέπει την εξωτερική πολιτική και ειδικά τις σχέσεις με την Τουρκία ως «διπλωματία ΙΧ», η φράση του Κυριάκου Μητσοτάκη στη συνέντευξη που έσπευσε να παραχωρήσει με την επιστροφή του από το Βίλνιους για τη συνάντηση με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι αποκαλυπτική σε σημείο ανατριχιαστικής ευκρίνειας, απαντώντας για το ενδεχόμενο απομείωσης της εθνικής κυριαρχίας.
«Αυτό είναι μια σχετική έννοια, αλλά πρέπει να σας πω ότι οποιαδήποτε συμφωνία αυτού του τύπου μπορεί ενδεχομένως, ναι, να συνεπάγεται και κάποιες υποχωρήσεις από κάποιες θέσεις οι οποίες μπορούν να αποτελούν την αφετηρία μιας διαπραγμάτευσης». Μέσα σε μόλις 36 λέξεις ο Κυρ. Μητσοτάκης προδιέγραψε την τακτική του απέναντι στην Τουρκία, μπαίνοντας στο ζουμί των προθέσεών του. Είναι κάτι παραπάνω από προφανές πως όταν δύο μέρη κάθονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων εκκινούν από τις κόκκινες γραμμές τους και κινούνται πέριξ των θέσεών τους. Με μόνη δημόσια δέσμευση από πλευράς Ερντογάν τη γενικόλογη «μη χρήση» των F-16 σε ελληνικούς στόχους δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί προσώρας ότι ο Τούρκος πρόεδρος έχει καταθέσει αντίστοιχες δεσμεύσεις με τον Ελληνα πρωθυπουργό.
Την ώρα δε που ο ίδιος ο Κυρ. Μητσοτάκης προαναγγέλλει είσοδο στον «πυρήνα της μίας διαφοράς», την οποία λίγες ημέρες νωρίτερα για πρώτη φορά χαρακτήρισε «γεωπολιτική», αποσυνδέοντάς την από το διεθνές δίκαιο –πλέον το τοποθετεί στον δεύτερο ρόλο της «βάσης συζήτησης» ή του «γνώμονα»–, η «τολμηρή ατζέντα» που δηλώνει διατεθειμένος να ανοίξει μοιάζει απειλητική για τα συμφέροντα της χώρας. Γίνεται απειλητικότερη δεδομένης της «offshore» πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Εξωτερικών και της παράδοσής της στην υφυπουργό Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, που προαλείφεται για αντικαταστάτρια του υπό αναχώρηση Γιώργου Γεραπετρίτη.
Η χρήση του όρου «θαλάσσιες ζώνες» και η ανάγκη καθορισμού τους που επέβαλε στον δημόσιο διάλογο τα προηγού-μενα χρόνια και παγίωσε μετά τη συνάντηση της περασμένης εβδομάδας, μετατρέποντας τη «μία και μόνη διαφορά» της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας σε μια ευρύχωρη έννοια που περιλαμβάνει έως και τα θαλάσσια σύνορα, αποκαλύπτουν ότι η ατζέντα διευρύνεται πέρα από τις παραδοσιακές κόκκινες γραμμές της εθνικής πολιτικής.
Πώς φτάσαμε στον «πυρήνα της μίας διαφοράς»
Η προηγούμενη φορά που συναντήθηκαν οι δύο ηγέτες ήταν πριν από 16 μήνες στον Βόσπορο, τον Μάρτιο του 2022. Η συνάντηση είχε ανακοινωθεί «εκτάκτως» και εσπευσμένα, χωρίς να ανακοινωθεί το περιεχόμενό της και με ορίζοντα τις εκλογές στις δύο χώρες. Οι κυβερνητικές πηγές τότε, ως άλλοι… εκπρόσωποι του ΝΑΤΟ, μετρούσαν κέρδη από μια πιθανή «ρυμούλκηση» της Τουρκίας προς τη Δύση για το ουκρανικό, από μια προσέγγιση σε οικονομικά και άλλα ζητήματα και από ένα εκλογικό πάγωμα των εντάσεων. Βέβαια, ακολούθησε το πανδαιμόνιο της ομιλίας Μητσοτάκη στο Κογκρέσο και το «Μητσοτάκης γιοκ» του Ερντογάν.
Σχεδόν ένα χρόνο νωρίτερα, τον Ιούνιο του 2021, Μητσοτάκης και Ερντογάν συναντήθηκαν για τρίτη φορά από την εκλογή του πρώτου, με το Μέγαρο Μαξίμου να αποτιμά οφέλη στην «αποκατάσταση διαύλων επικοινωνίας». Και πάλι χωρίς ιδιαίτερες λεπτομέρειες για το περιεχόμενο των συνομιλιών, αλλά και χωρίς λέξη για σειρά επικίνδυνων συμβάν-των. Προηγήθηκαν τον Απρίλιο του 2021 η κατάρρευση των συζητήσεων για το κυπριακό, τον Οκτώβριο του 2020 το τουρκικό «χτύπημα» στα Βαρώσια, ενώ έξι μήνες νωρίτερα, παραμονές της πανδημίας, η λεγόμενη «επιχείρηση εισβο-λής» στον Εβρο με την εργαλειοποίηση μεταναστών. Στο ενδιάμεσο οι βόλτες του «Οruc Reis» στο Αιγαίο δεν προκά-λεσαν ελληνικές αντιδράσεις. Στην «κατ’ ιδίαν» συνάντησή τους με μόνους παρόντες τον εξ απορρήτων σύμβουλο του Ερντογάν Ιμπραήμ Καλίν και τη διπλωματική σύμβουλο του Μητσοτάκη Ελένη Σουρανή καλλιεργήθηκε η επικοινωνία της «ανάπτυξης προσωπικής επαφής» του Ελληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο πρόεδρο.
Οι δύο προηγούμενες συναντήσεις τους ήταν μία με το καλημέρα της εκλογής Μητσοτάκη τον Σεπτέμβριο του 2019 στη Νέα Υόρκη –θεωρήθηκε «γνωριμίας»– και μία στο Λονδίνο, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, με το κλίμα να περιγράφεται βαρύ και τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης παγωμένα. Σε αυτές τις συναντήσεις απουσίαζαν τόσο οι αναφορές στην τουρκική επιθετικότητα όσο και στο ζήτημα του κυπριακού, ενώ η ενημέρωση πολιτών και κομμάτων ερχόταν με το σταγονόμετρο. Ποιος ξεχνά άλλωστε τη μυστική συνάντηση Σουρανή – Καλίν στο Βερολίνο, στο μέσο του «καυτού» καλοκαιριού του 2020; Ο Νίκος Δένδιας αναμφίβολα το θυμάται καλά.
Το παράρτημα της τολμηρής ατζέντας
Ακόμη ένα πολυεπίπεδο σημείο που θα πρέπει να συνυπολογιστεί στη συνολική τακτική του Κυρ. Μητσοτάκη έναντι της Τουρκίας είναι τα ζητήματα που έχει αφήσει ο ίδιος εκτός στις έως σήμερα συζητήσεις. Τα δύο τελευταία «χτυπήματα» της Τουρκίας που έμειναν χωρίς απάντηση ήταν αφενός το Turkaegean, αφετέρου το ναυάγιο του αγωγού EastMed, για τον οποίο τόσο διπλωματικό κεφάλαιο σπατάλησε η Αθήνα τα προηγούμενα χρόνια. Επίσης, το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο που συντέλεσε σε επί της ουσίας αλλαγή συνόρων σε περιοχές εθνικής κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Παράλληλα, στην αθόρυβη απόσυρση οπλισμού και εξοπλισμών από νησιά του Αιγαίου με αφορμή την «αποστολή στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία» θα πρέπει να προστεθούν τόσο τα τετελεσμένα στα Βαρώσια και η εγκατάλειψη της Κύπρου όσο και το πλήγμα στη Συνθήκη του Μοντρέ για τα στενά, με ό,τι απειλή αυτό συνεπάγεται για τη Συνθήκη της Λωζάννης αλλά και την απειλή πολέμου επάνω από την Κρήτη.
Η σιωπή Σαμαρά (και των συν αυτώ)
Παρότι η κυβέρνηση εκπέμπει το σήμα «έχουμε ακόμη δρόμο», η αγωνία του Κυρ. Μητσοτάκη να σπεύσει σε ουσιαστικές συζητήσεις και σε προαναγγελία «υποχωρήσεων» προτού καλά καλά συμπληρώσει τρεις εβδομάδες νέας κυβερνητικής θητείας επιβεβαιώνει ότι οι εξελίξεις είναι κάτι παραπάνω από δρομολογημένες. Το πώς θα υποδεχτεί το εσωτερικό της ΝΔ την υποχωρητική ατζέντα Μητσοτάκη είναι κρίσιμο, ενώ ακόμη πιο σημαντική είναι η αντίδραση του Αντώνη Σαμαρά. Την Παρασκευή φρόντισε μέσω διαρροών να ρίξει μια πρώτη τροχιοδεικτική βολή στον Κυρ. Μητσοτάκη: «Χώρα που διακηρύσσει ότι είναι έτοιμη να κάνει παραχωρήσεις σε επεκτατιστή γείτονα δεν πρόκειται να τη στηρίξουν άλλες χώρες τις περιοχής που έχουν ανοιχτούς λογαριασμούς με τον ίδιο επεκτατιστή γείτονα. Η Τουρκία απλώς κερδίζει χρόνο. Ενώ εμείς χάνουμε πραγματικούς ή δυνητικούς συμμάχους».
Το Documento απευθύνθηκε στον πρώην υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά, τον επίτιμο αρχηγό ΓΕΣ Γεώργιο Καμπά και τον καθηγητή Σωτήρη Ρούσσο οι οποίοι σχολίασαν τις επικίνδυνες μεθοδεύσεις Μητσοτάκη.
Γεώργιος Καμπάς, Επίτιμος αρχηγός ΓΕΣ
«Υπέκλεψε την ψήφο του ελληνικού λαού»
Συνέντευξη στον Αγγελο Προβολισιάνο
Πώς σχολιάζετε την άποψη του πρωθυπουργού πως η αποµείωση εθνικής κυριαρχίας είναι «σχετική έννοια»;
Γενικότερα θα ήθελα να πω ότι όλα αυτά που ειπώθηκαν εντάσσονται σε ένα πλαίσιο προσπάθειας να κάνει κάποια έρευνα για να δει πώς θα αντιδράσει ο κόσµος σχετικά µε αυτό το θέµα. Είναι κάτι σαν αυτό που λέµε «πληροφοριακές επιχειρήσεις», δηλαδή λέει κάτι µέσα από το οποίο θέλει να προετοιµάσει τον κόσµο και να µετρήσει τις αντιδράσεις του.
Από άποψη διαπραγµατευτικής τακτικής αυτό πώς το κρίνετε;
Να µιλήσουµε ξεκάθαρα. ∆εν µπορούµε να µιλάµε για αποµείωση της εθνικής κυριαρχίας. Είναι κάτι που σεβάστηκαν όλες οι προηγούµενες κυβερνήσεις. Το θεωρώ τελείως καταδικαστέο αυτήν τη στιγµή, το 2023, µε όλα αυτά που έχουν γίνει ιστορικά στη χώρα µας, να υπάρχει ένας πρωθυπουργός που στο ξεκίνηµα µιας τετραετίας για πρώτη φορά να εµφανίζει την έκφραση ότι πιθανώς µπορεί να συζητήσει και για αποµείωση εθνικής κυριαρχίας. Είναι κάτι για το οποίο δεν δεσµεύτηκε στον ελληνικό λαό. ∆εν το ήξερε ο ελληνικός λαός προτού γίνουν οι εκλογές. Αρα θεωρώ ότι δεν είναι σωστό και είναι καταδικαστέο το να συζητάει κάτι τέτοιο. Αυτό που ακόµη περισσότερο ενέπλεξε την κατάσταση είναι ότι είπε πως αν συµβεί κάτι τέτοιο, θα συζητηθεί στη Βουλή και µε τα υπόλοιπα κόµµατα. ∆ηλαδή στην ουσία παρουσιάζει κάτι που µέχρι τώρα ο ίδιος απέρριπτε ως προοπτική. Ελεγε δηλαδή ότι δεν νιώθει την ανάγκη να ενηµερώσει τα υπόλοιπα κόµµατα. Αρα λοιπόν τώρα, θέλοντας να κάνει κάτι τέτοιο, σηµαίνει ότι είναι κάτι πάρα πολύ σοβαρό αυτό που σκέφτεται ή που έχει έστω και στα λόγια δεσµευτεί και φτάνουµε στο σηµείο να συζητάµε για αποµείωση της εθνικής κυριαρχίας.
Είναι µόνο η ανάγκη να πληροφορήσει ή θέλει να κάνει διάχυση της ευθύνης;
Αυτήν τη στιγµή θεωρώ ότι δεν κάνει διάχυση της ευθύνης. Πετάει την πρώτη θέση για να δει αντιδράσεις και αναλόγως µε αυτό σκέφτεται να συνεχίσει. Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Είναι πρωτοφανές. ∆εν µου έχει ξανατύχει να ακούω πρωθυπουργό της χώρας µου, ανεξαρτήτως πολιτικής κατάστασης και θέσης, να λέει ότι είναι σχετική η αποµείωση της εθνικής κυριαρχίας. Η εθνική κυριαρχία καθορίζεται από όρια. Καθορίζεται από διαστάσεις στον χώρο. Από εκεί και µετά το πώς µπορεί να φανταστεί κάποιος αυτή την αποµείωση και να το λέει αυτό σε µια συνέντευξη χαλαρά το θεωρώ κατακριτέο και κάτι το οποίο δεν το είπε στον ελληνικό λαό. Για το συγκεκριµένο θέµα µπορώ να πω ότι υπέκλεψε την ψήφο του ελληνικού λαού. Πιστεύω ότι αν ο ελληνικός λαός, και εγώ ο ίδιος, αν γνωρίζαµε από τις εκλογές τι σκεφτόταν να κάνει ή πώς σκεφτόταν την εθνική κυριαρχία, ίσως ο κόσµος να είχε λειτουργήσει διαφορετικά.
Τι σηµαίνει ότι η διαφορά µας µε την Τουρκία είναι γεωπολιτική;
Θεωρώ ότι ουσιαστικά το θέµα µε την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, που κανονικά είναι το µοναδικό θέµα και το αποδέχονται όλα τα κόµµατα της Βουλής ως εθνική θέση, είναι κάτι το οποίο θα έπρεπε να είναι κόκκινη γραµµή για µας, είναι νοµικό θέµα που θα επιλυθεί στη Χάγη, σύµφωνα µε τα δεδικασµένα, µε το διεθνές δίκαιο, µε το τι έχει γίνει σε άλλες περιπτώσεις κ.ο.κ. Αυτό είναι η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα. Οταν λοιπόν πάµε να το κάνουµε γεωπολιτικό ουσιαστικά φεύγουµε από τη νοµική του διάσταση, δηλαδή βάζουµε κι άλλες παραµέτρους που είναι η ιστορία των λαών, θέµατα γεωγραφίας, θέµατα θέσεων των δύο λαών µεταξύ τους και πολλές άλλες παραµέτρους. Φεύγουν λοιπόν από τη νοµική διαδικασία και πάει σε διαδικασία γεωπολιτική. Μπορεί λοιπόν κάποιος να πει ότι εφόσον είναι γεωπολιτικό το θέµα δεν απαιτείται η Χάγη και µπορεί να επιλυθεί µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ακόµη και µε πόλεµο, συζητήσεις µεταξύ των δύο χωρών κ.ο.κ. ∆είχνει µε αυτό ότι πιθανώς σκέφτονται ή έχουν αποφασίσει το ενδεχόµενο να µην πάµε στη Χάγη. Για να µην πάµε στη Χάγη πρέπει να αναβαθµίσουµε το θέµα από τη νοµικίστικη κατεύθυνσή του σε µια γεωπολιτική. Ενα γεωπολιτικό θέµα, ακόµη και µε µια σύσκεψη µερικών χωρών ή εντός του ΟΗΕ, µπορεί να επιλυθεί. Αλλάζει δηλαδή η υφή. ∆εν ξέρω αν είναι επικίνδυνο ή αν ποτέ θα αποφασίσει η Τουρκία να υπογράψει το συνυποσχετικό που απαιτείται για να πάνε στη Χάγη, όµως σε κάθε περίπτωση αφού πάµε εµείς που έχουµε το διεθνές δίκαιο µε το µέρος µας, εµείς να πηγαίνουµε και εµείς να αλλάζουµε τους όρους του παιχνιδιού και της διαπραγµάτευσης το θεωρώ πολύ επιπόλαιο.
Το ενδεχόµενο παράκαµψης της Χάγης και να οδηγηθούµε σε πολιτικό παζάρι δεν αφήνει ανοιχτό το ενδεχόµενο µεταβολής µιας σταθεράς στην εξωτερική µας πολιτική;
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να φτιάξουµε κάποιες εθνικές κόκκινες γραµµές στη διπλωµατία και στα εθνικά µας θέµατα και βάσει αυτών να κινούνται όλοι. Θα πρέπει να θεσµοθετηθούν, ώστε να κινείται σε αυτήν τη βάση η εξωτερική πολιτική της χώρας. Το κάνουν πολλές χώρες αυτό. Είναι κάποια θέµατα που όλες οι κυβερνήσεις από το ’74 δεν άλλαξαν, όπως η εθνική κυριαρχία και η µη αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου εφόσον απειλούνται από την τουρκική στρατιά του Αιγαίου, τα έξι ναυτικά µίλια, η δυνατότητά µας να τα κάνουµε 12. Βλέπουµε πράγµατα που ήταν θέσφατα για τη χώρα µας, άσχετα από το ότι δεν είχαµε θεσµοθετηµένες κόκκινες γραµµές, τώρα τελευταία για λόγους που µε τροµάζουν προσωπικά ως Ελληνα για το µέλλον των παιδιών µου να πέφτουν στο τραπέζι για να συζητηθούν µε την υποσχετική µιας σταθερότητας στο Αιγαίο. Είναι δυνατόν αυτό να µας το υποσχεθεί κάποιος και να το πιστέψουµε; Με την υποσχετική µιας ειρήνης η οποία µπορεί να αλλάξει όλη η κατάσταση; Θεωρώ όλα αυτά τα πράγµατα λίγο περίεργα και προσωπικά µε τροµάζουν.
Σωτήρης Ρούσσος
Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και επιστημονικός υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών
«Ο διμερής διάλογος για εμάς είναι πάρα πολύ κακός»
Προκύπτουν τρεις παρατηρήσεις για την Τουρκία, μία γενικότερη με αναφορά στη χώρα μας και δύο ακόμη ελληνικού ενδιαφέροντος.
Με τον χειρισμό στο ζήτημα της Σουηδίας και την άμεση διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ η Τουρκία δηλώνει ότι «εμείς δεν είμαστε μικρή ή μεσαία χώρα μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά είμαστε το ίδιο σημαντική χώρα όπως η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία. Θα μας αντιλαμβάνεστε και θα συμπεριφέρεστε απέναντί μας ως εάν μιλούσατε με χώρα τέτοιας τάξης μεγέθους». Βασικός σκοπός –και τον πετυχαίνει– είναι η αναβάθμιση της Τουρκίας σε βασική, μεγάλη δύναμη εντός ΝΑΤΟ. Αυτό αμέσως μειώνει τη δική μας διαπραγματευτική θέση και τα ερείσματά μας εντός του ΝΑΤΟ. Δεν είμαστε δηλαδή στην ίδια κατάσταση με πριν από δύο χρόνια στο θέμα του συσχετισμού ισχύος εντός του ΝΑΤΟ• η Τουρκία έχει αλλάξει πίστα και αυτό φάνηκε πάρα πολύ στη σύνοδο του Βίλνιους.
Δεύτερον, εμείς συναινούμε –έστω δεν δημιουργούμε θέμα και σε αυτό υπάρχει μια αλλαγή πολιτικής στην ελληνική στάση– στο πρόγραμμα αναβάθμισης των F-16 σε αντάλλαγμα μιας υπόσχεσης ή μιας νηνεμίας κάποιου χρόνου. Δίνουμε κάτι εξαιρετικά χειροπιαστό, που αυξάνει πολύ σημαντικά το αξιόμαχο της Τουρκίας, για να πάρουμε κάτι που είναι στον αέρα. Μια «σταθερότητα» που ανά πάσα στιγμή η Τουρκία μπορεί να διακόψει και να αρχίσει πάλι τις προκλήσεις. Τότε όμως ούτε εμείς ούτε οι Αμερικανοί θα έχουμε τη δυνατότητα να πάρουμε πίσω τα αεροπλάνα.
Τέλος, με βάση τις δηλώσεις των δύο ηγετών πάμε σε μια υπουργική σύνοδο για την ελληνοτουρκική συνεργασία το φθινόπωρο, όπου επίσης θα πρέπει να είμαστε εξαιρετικοί επιφυλακτικοί. Εάν δεν θέσουμε αυστηρό πλαίσιο συζήτησης και το αφήσουμε «σούπα», τότε οι Τούρκοι είναι δυνατόν να το εκμεταλλευτούν προκειμένου να θέτουν κι άλλα ζητήματα ή τα ζητήματα που θεωρούν διεκδικήσιμα και να βρεθούμε προ δυσάρεστων εκπλήξεων. Διότι ο τρίτος που ακούει δύο χώρες να διαφωνούν σε κάτι δεν δίνει δίκιο ούτε στη μία ούτε στην άλλη – έτσι είναι ο διεθνής παράγων. Λέει «παιδιά, έχετε μια σειρά διαφορών, λύστε τες μεταξύ σας», όπως κάνουμε και εμείς σε τρίτες χώρες. Προσοχή: όσο περισσότερα φόρουμ βρίσκει η Τουρκία για να προωθήσει/προβάλει αυτές τις διεκδικήσεις τόσο δυσκολότερο θα είναι να μη δεχτούμε τον διμερή διάλογο, που για μας είναι πάρα πολύ κακός διότι δεν θέλουμε ένα διμερή πολιτικό διάλογο βασισμένο ουσιαστικά στην ισχύ. Θέλουμε μια λύση στη βάση του διεθνούς δικαίου και, αν είναι δυνατόν, στην προσφυγή σε διεθνή δικαστήρια.