Ζόφος. Πνιγηρή κατάσταση και ανάσα από πουθενά. Ενας βάλτος όπου μόνο να βουλιάξεις μπορείς. Οσο βουλιάζεις στη λάσπη γίνεσαι ένα με τα λύματα. Η βρόμα και η δυσωδία γίνονται το φυσικό περιβάλλον. Δεν έχει σημασία αν κάπου υπάρχουν θάλασσα, ποτάμια, καθαρό νερό, εσύ είσαι στον βάλτο που γίνεται βάλτος σου. Οσο ζεις και συναναστρέφεσαι με το τέρας τού μοιάζεις. Οταν κάποιος το απειλήσει το αισθάνεσαι δικό σου, το τέρας σου. Το τέρας γίνεσαι εσύ.
Ενα τέρας βίαζε μια δωδεκάχρονη. Φώναζε κι άλλα τέρατα να τη βιάσουν. Και όταν κουραζόταν να βιάζει πήγαινε να προσκυνήσει στον Αγιο Αρσένιο, να σηκώσει την ελληνική σημαία, να φωτογραφηθεί με τους επώνυμους φίλους του.
Ηλίας Μίχος: καλός οικογενειάρχης, καλός άνθρωπος, καλός χριστιανός, καλός γενικώς, που έλεγε και ο φίλος του Γιώργος Πατούλης.
Και τι έκανε η κοινωνία μπροστά στο τέρας; Στην αρχή σήκωσε τα χέρια όλο απόγνωση. Χάζεψε τις φωτογραφίες του με τους επώνυμους όλο υποψία, σχολίασε τις διασυνδέσεις του, σταυροκοπήθηκε ίσως που τα δικά της παιδιά κοιμούνταν ήσυχα στο υπνοδωμάτιο και έβγαλε έναν αναστεναγμό γιατί για μια ακόμη φορά «υπάρχουν και χειρότερα».
Τα μέσα ενημέρωσης ανακάλυψαν αρχικώς τους «πελάτες της δωδεκάχρονης», κάνοντας έτσι την παραδοχή ότι υπάρχει πιθανότητα να υπάρχει συναινετική σεξουαλική πράξη με ένα παιδί. Η κάμερα στράφηκε στην κλειδαρότρυπα για να καταδείξει την ευθύνη της οικογένειας και της μάνας. Επρεπε να δειχτεί ότι πρόκειται για μια οικογένεια σε παρακμή (ίσως και να ήταν), μόνο και μόνο για να μη γίνει η παραδοχή ότι πρόκειται για κοινωνία σε παρακμή. Η κοινή γνώμη εκπαιδεύεται επί μέρες να μην αναζητά ούτε τους βιαστές ούτε τις ευθύνες τους, αλλά να στρέφει το βλέμμα στη μάνα, στον πατέρα, στους οικείους.
Η αντίδραση αυτή πιθανόν να έχει μια ψυχολογική βάση. Αν η οικογένεια βρεθεί προβληματική, τότε αυτομάτως τα δικά μας παιδιά δεν κινδυνεύουν γιατί η δική μας οικογένεια δεν είναι. Αρα φταίνε οι άλλοι για ό,τι έπαθαν και όχι αυτοί που πραγματικά το προξένησαν. Ο βιαστής γίνεται περιπτωσιολογία και αποδεκτή
Είναι μεγαλειώδες ακόμη και μπροστά στον θάνατο που γνωρίζεις ότι πλησιάζει να μπορείς να περιγράφεις την αξία της ζωής χωρίς τον φόβο του τέλους. Ο Αλέξανδρος ακόμη και με το αποχαιρετιστήριο γράμμα του ήταν η έκφραση της διαλεκτικής. Δεν μίλησε για τον θάνατο ως μεταφυσικό φαινόμενο αλλά ως συνέχεια και φυσική κατάληξη της ζωής πραγματικότητα. Το δάχτυλο δεν δείχνει τους βιαστές, επειδή τα δάχτυλα πρέπει να δείξουν προς την πλευρά όπου λουφάζει η αυταπάτη της προσωπικής και οικογενειακής μας ασφάλειας. Η κοινωνία όμως που λειτουργεί με τέτοια ένστικτα είναι άρρωστη. Εχει λίγη σημασία αν την αρρώστια τη σπέρνουν τα κανάλια ή οι νοικοκυραίοι που θέλουν να πιστεύουν ότι οι βιαστές παραμονεύουν στις σκοτεινές γωνιές των δρόμων και δεν απειλούν τα δικά τους προστατευμένα παιδιά.
Ενας άθλιος αστυνομικός συνδικαλιστής παρουσίασε στην τηλεόραση τους παιδοβιαστές ως δεδομένο κακό και απέδωσε την ευθύνη στην οικογένεια. Ζόφος. Αν ντύνεσαι σεμνά, δεν σε βιάζουν· αν η η οικογένεια ανταποκρίνεται σε κοινωνικές νόρμες και στερεότυπα, δεν κινδυνεύουν ούτε τα παιδιά ούτε οι μεγάλοι. Ο εμετός της συντήρησης που εμφανίζεται ως τροφή της κανονικότητας.
Κανένας δημοσιογράφος δεν ρώτησε τον Πατούλη και τους άλλους πολιτικούς τι δουλειά είχαν με έναν παιδοβιαστή. Κανένας δεν ρώτησε τον Ανδρέα Λοβέρδο γιατί του έδινε δεκάδες χιλιάδες ευρώ με αναθέσεις από το υπουργείο Υγείας. Κανένας δεν ζήτησε εξηγήσεις από την εκκλησία γιατί ευλογούσε το τέρας και του έδινε πιστοποίηση «καλού ανθρώπου και χριστιανού» για να μπορεί να αποπλανά και να βιάζει. Γιατί να ανησυχήσει η μάνα όταν ο Μίχος έχει πιστοποίηση δεσπότη;
Δεν βρέθηκε ένας από τα συστημικά μέσα ενημέρωσης να αναρωτηθεί για τη διεισδυτικότητα ενός βιαστή στα σαλόνια και τα πολιτικά γραφεία; Δεν αναρωτήθηκε αν αυτό ήταν αποτέλεσμα συνενοχής και δράσης ενός κυκλώματος, όπως συνέβη με τον Μαρκ Ντιτρού, τον παιδοβιαστή του Βελγίου; Δεν απάντησε έστω ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο για να ησυχάσουν όσοι ανησυχούν και να διαψευστούν όσοι κατηγορούν. Αντιθέτως, κάθε μέρα δημοσιεύονται και αναπαράγονται εικασίες και πληροφορίες για την οικογένεια. Αλήθεια, αν αποδειχτεί ότι μια οικογένεια κατεστραμμένη και άθλια είχε συμμετοχή στο έγκλημα, μπορούν να υπάρχουν παιδοβιαστές; Την Παρασκευή τη ζοφερή επικαιρότητα ανέτρεψε ο θάνατος του ολυμπιονίκη Αλέξανδρου Νικολαΐδη. Ο Αλέξανδρος ύστερα από μάχη με μια σπάνια μορφή καρκίνου έφυγε από τη ζωή. Κατάφερε για λίγο να σύρει όλη τη χώρα σε ένα άλλο πεδίο, σε μια άλλη προσωπική του διάσταση, έξω από τον ζόφο. Στη δική του διάσταση η ζωή είναι η απόφαση του ανθρώπου να υπάρχει με αξιοπρέπεια, να παλεύει, να μπορεί να την ορίζει και να δημιουργεί το αποτύπωμα από το οποίο θα αναγνωρίζεται το μεγαλείο της. Με μια συγκλονιστική ανάρτηση, την οποία είχε ετοιμάσει και ανέβηκε στα social media όταν ο ίδιος αποχωρούσε, έκανε το θαύμα. Μας ανάγκασε να σκύψουμε πάνω από τα πράγματα που έχουν αξία και γι’ αυτό διαιωνίζουν τη ζωή ακόμη και όταν σταματήσει από την εισβολή του θανάτου.
Ο κόσμος του Αλέξανδρου έχει ό,τι και ο κόσμος όλων μας, τις ίδιες δυσκολίες, τις ίδιες ανάγκες για επιβίωση, αλλά ταυτόχρονα έχει την αξιοπρέπεια, το νοιάξιμο για τον άνθρωπο, την αλληλεγγύη, τη σεμνότητα με την οποία κινούνται οι άνθρωποι που ξέρουν και μπορούν.
Ο Αλέξανδρος τίμησε τις σημαίες στις οποίες πίστεψε αλλά δεν κούνησε υποκριτικά ή επιδεικτικά λάβαρα. Ακόμη και όταν γνώριζε ότι η πολιτική του άποψη για τη συμφωνία των Πρεσπών θα τον έφερνε απέναντι σε αυτούς που κάποτε τον χειροκρότησαν, υποστήριξε αυτό που πίστευε όχι από εγωισμό αλλά επειδή πίστευε ότι έτσι θα πείσει και άλλους για το καλό της χώρας.
Τα μεγαλύτερα βάθρα του Αλέξανδρου δεν ήταν αυτά στο οποία φόρεσε μετάλλια. Ηταν αυτά από τα οποία φώτιζε ως προσωπικό παράδειγμα.
Είναι μεγαλειώδες ακόμη και μπροστά στον θάνατο που γνωρίζεις ότι πλησιάζει να μπορείς να περιγράφεις την αξία της ζωής χωρίς τον φόβο του τέλους. Ο Αλέξανδρος ακόμη και με το αποχαιρετιστήριο γράμμα του ήταν η έκφραση της διαλεκτικής. Δεν μίλησε για τον θάνατο ως μεταφυσικό φαινόμενο αλλά ως συνέχεια και φυσική κατάληξη της ζωής.
Ο κόσμος του Αλέξανδρου δεν έχει κραυγές από παιδιά που πονάνε, αλλά είναι μια κραυγή για να μην πονάνε τα παιδιά του κόσμου. Και βέβαια έχει τη συγκλονιστική εκείνη κραυγή από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2000, το «μάνα, έσπασε» με το οποίο ανακοίνωνε ότι έσπασε το πόδι του. Ακόμη και τότε δεν νοιάστηκε για την ατυχία του αλλά επειδή δεν μπόρεσε να χαρίσει στους 10.000 Ελληνες που πήγαν να τον παρακολουθήσουν στο Σίδνεϊ το χρυσό μετάλλιο.
Στο τελευταίο του γράμμα, που ξεχειλίζει από αγάπη για τους ανθρώπους και τη ζωή την ώρα που το τέλος είναι μπροστά, ο Αλέξανδρος Νικολαΐδης, παρότι στωικός και ήρεμος, βγάζει την τελευταία του κραυγή. Μακάρι στα αυτιά όλων μας να ακουστεί όπως είναι: με το μεγαλείο και το αποτύπωμα της ζωής μας ή με μια ζωή άψυχη; Με τους Μίχους και τη φάρα τους ή με τους Νικολαΐδηδες;