Ό,τι κάνεις στη θάλασσα το βρίσκεις στο αλάτι. Το κύμα των εξελίξεων έφερε τη γεύση από την απαράδεκτη σύλληψη δημοσιογράφων του Φιλελεύθερου μετά από μήνυση του Πάνου Καμμένου, την όψιμη ανησυχία κομμάτων για την ελευθερία του Τύπου και μπόλικη υποκρισία για τη δημοσιογραφία και τους δημοσιογράφους αφού κριτήριο είναι ποιος είναι ο δημοσιογράφος και αν είναι δικός μας.
Α, έφερε και μια ανακοίνωση της ΕΣΗΕΑ που ανακάλυψε πως δημοσιογράφοι συλλαμβάνονται με τη διαδικασία του αυτοφώρου και ζήτησε να καταργηθεί. Αυτό και αν είναι εξέλιξη, σε λίγο θα μας πει το συνδικαλιστικό όργανο πως ανακάλυψε ότι δεν υπάρχουν πια χειρόγραφα και γράφουμε στο κομπιούτερ.
Επειδή δικαιούμαι από κάθε άποψη να μιλάω (ναι το θέμα είναι και προσωπικό) με πάνω από 80 μηνύσεις και αγωγές στην πλάτη μου, ας ξεκινήσω μια περιήγηση στο τι πραγματικά συμβαίνει, τώρα που τα αυτιά και τα μάτια ακόμη και των τυφλών από εμπάθεια είναι ανοιχτά .
Η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες στον αναπτυγμένο κόσμο που διατηρεί ως ποινικό αδίκημα τα εγκλήματα περί Τύπου και η μοναδική με την πατέντα του αυτοφώρου. Διεθνείς οργανώσεις υψηλού κύρους και ανάμεσά τους η Διεθνής Ένωση Δημοσιογράφων και η OSCE, έχουν ζητήσει με επίσημα διαβήματα μετά από συλλήψεις και διαμαρτυρίες μου να καταργηθεί η συκοφαντική δυσφήμηση ως ποινικό αδίκημα. Παντού σχεδόν στο δημοκρατικό κόσμο αποτελεί αστικό αδίκημα, δηλαδή ο θιγόμενος προσφεύγει στη Δικαιοσύνη για να αποκατασταθεί και να αποζημιωθεί. Είναι παράλογο και αντιδημοκρατικό να τιμωρείς κάποιον δημοσιογράφο γιατί εκφράζει γνώμη. Σταθερά όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις διατηρούν το αυτόφωρο ως βάρβαρη και ανελέητη μορφή τιμωρίας και εκβιασμού του δημοσιογράφου, ο οποίος μπορεί να γράφει αλήθεια αλλά θα υποστεί όλο τον εξευτελισμό της σύλληψης μαζί με την ταλαιπωρία «για να μάθει αυτός». Γιατί το διατηρούν; Γιατί το αντικείμενο της κριτικής είναι οι ίδιοι οι πολιτικοί και έχουν επιλέξει έτσι άλλη μια μορφή «προστασίας».
Στην Ελλάδα φυσικά υπάρχουν διάφορες αλχημείες και εφευρέσεις με τα αντίστοιχα επιχειρήματα περί της «τιμωρίας που πρέπει να υπάρχει στο συκοφάντη γιατί θα τρωθεί η υπόληψη». Κανένας δεν μιλάει για ατιμωρησία αλλά για τις νομικές προβλέψεις τιμωρίας που θα υπάρχουν μετά από στάθμιση. Ποια είναι αυτή στάθμιση; Από τη μία υπάρχει το Συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας γνώμης και της ελευθερίας του Τύπου και από την άλλη η μέριμνα για την προστασία του θιγόμενου από το δημοσίευμα. Το νομικό καθεστώς που υπάρχει στην Ελλάδα, παραβιάζει κατάφωρα την ελευθερία του Τύπου προβλέποντας παραδειγματική τιμωρία ακόμη και όταν δεν υπάρχει τιμωρία, αφού ο δημοσιογράφος καθίσταται όμηρος βαριών ποινών οι οποίες πρακτικά ξεκινάνε από την ώρα που θα μηνυθεί και εκ των πραγμάτων θα κρατηθεί ενώ μπορεί να έχει γράψει την αλήθεια. Ακόμη χειρότερο, οι Εισαγγελείς παραπέμπουν όλες αυτές τις υποθέσεις σε δίκη και δεν τις αρχειοθετούν για να μην προκαλέσουν τη δυσφορία του επώνυμου μηνυτή.
Επειδή την κουβέντα αυτή την κάνω συχνά με φίλους δικηγόρους, είναι σα να λέμε πως το αδίκημα της απιστίας δικηγόρου γίνεται αυτόφωρο. Πράγμα που σημαίνει πως όποτε δυσαρεστημένος πελάτης δικηγόρου τον μηνύει για απιστία αυτός θα συλλαμβάνεται και θα κρατείται. Είναι αυτονόητο πως ο δικηγόρος δεν μπορεί να λειτουργήσει έτσι και η πρόβλεψη του αυτοφώρου δεν ικανοποιεί τη Δικαιοσύνη αλλά την εκδικητικότητα.
Πάμε όμως στην ουσία και τον πυρήνα όλων αυτών. Η Ευρωπαϊκή Συνθήκη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), στο άρθρο 10 και στη νομολογία που έχει δημιουργηθεί με βάση αυτό, προβλέπει πως ο δημοσιογράφος είναι ένας θεματοφύλακας της κοινωνίας (social dog τον αποκαλεί) με ρόλο τον έλεγχο. Σε ό,τι αφορά τα δημόσια πρόσωπα (φυσικά και πολιτικούς) τα οποία εκτίθενται οικειοθελώς και εις γνώση τους σε αυστηρό έλεγχο και κριτική, ο δημοσιογράφος είναι υποχρεωμένος να ασκεί σκληρή , ακόμη και άδικη και υπερβολική κριτική. Αυτό προβλέπει η ΕΣΔΑ και γι αυτό σε κάθε περίπτωση καταδικασμένου δημοσιογράφου για συκοφαντική δυσφήμηση που φτάνει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ο δημοσιογράφος απαλλάσσεται και τιμωρείται το ελληνικό κράτος. Αυτό το γνωρίζει και ο Έλληνας νομοθέτης, και οι πολιτικοί και οι δικαστές, αλλά προτιμούν να συντηρούν το παιχνίδι της ομηρίας του δημοσιογράφου με το αόριστο επιχείρημα της ζημιάς που παθαίνει ο θιγόμενος. Είναι για γέλια αυτή η επιχειρηματολογία την στιγμή που είναι πιστοποιημένο πια, πως πολλές από τις ζημιές που πάθαμε ως χώρα δεν προέκυψαν επειδή δημοσιογράφος έθιγε πολιτικό αλλά αντιθέτως επειδή οι δημοσιογράφοι δεν μίλαγαν με ειλικρίνεια και για τις ευθύνες των πολιτικών.
Αυτή τη στιγμή στις αίθουσες των ελληνικών δικαστηρίων γίνονται αίσχη. Δημοσιογράφοι οδηγούνται όχι μόνο για στοιχειοθετημένες αποκαλύψεις αλλά ακόμη και για άρθρα γνώμης στα οποία ο δημοσιογράφος κάνει επιτρεπτές από το νόμο αξιολογικές κρίσεις. Η ελευθερία του Τύπου έχει εγκλωβιστεί στα πλαίσια που τη στρίμωξαν η διαπλοκή και οι νομικοί της παραστάτες. Ακόμη και στα αστικά δικαστήρια, ο Βενιζέλος έχει κάνει το θαύμα τους με τυποκτόνες διατάξεις και μεγάλα ποσά ως ποινές.
Κοντολογίς , καμία νομική πρόβλεψη δεν μπορεί να ακυρώνει με την πίεση που ασκεί ή πολύ περισσότερο με την προκαταβολική τιμωρία, το υπέρτατο αγαθό της ελευθερίας του Τύπου σε συνδυασμό με την υπεράσπιση του δημοσίου συμφέροντος.
Η θέση μου αυτή που προκύπτει όχι μόνοι από ιδεολογική πεποίθηση αλλά και από την παρακολούθηση της διεθνούς πραγματικότητας η οποία παρουσιάζει αναντιστοιχεία με όσα προβλέπονται στην Ελλάδα, δεν έχει προαπαιτούμενα. Δηλαδή δεν σχετίζεται με δημοσιογράφους που μου αρέσουν ή δεν μου αρέσουν, αλλά με τη δημοσιογραφία. Αυτή ήταν η θέση μου μετά τη σύλληψη του Γιάννη Κουρτάκη και του Παναγιώτη Τζένου (μήνυση πάλι Καμμένου) και όταν καταδικάστηκε ο Μανώλης Βασιλάκης μετά από αγωγή του Νίκου Κοτζιά αλλά και τώρα με την σύλληψη των δημοσιογράφων του Φιλελεύθερου.
Ενώ εκφράζω αυτή τη θέση (και θα συνεχίσω να την εκφράζω) στις περιπτώσεις που εγώ διώκομαι και συλλαμβάνομαι εισπράττω σιωπή, ενοχοποίηση και δολοφονία του χαρακτήρα μου . Η ΕΣΗΕΑ που σε λίγο θα μας πει πως ανακάλυψε και το ίντερνετ δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να βγάλει μια ανακοίνωση στήριξης για μένα και το Documento έστω μετά την αθώωσή μας. Με εξαίρεση τη συμπαράσταση στη σύλληψή μου για τη λίστα Λαγκάρντ , με άλλη διοίκηση της ΕΣΗΕΑ και μετά τη διεθνή κατακραυγή, σε καμία άλλη από τις αυτόφωρες συλλήψεις μου δεν είπε μια λέξη. Και ας δουλεύουν στο Documento και το koutipandoras.gr πάνω από 100 άνθρωποι των οποίων η δουλειά απειλείται με τις συνεχείς και προκλητικές διώξεις.
Αυτοί που ζητούν τη δίωξή μου δεν είναι απλοί άνθρωποι που αδικήθηκαν. Είναι άνθρωποι της εξουσίας όπως ο πρώην υπουργός Χαράλαμπος Αθανασίου (τρεις αγωγές), ο Άδωνης Γεωργιάδης, η οικογένεια Στουρνάρα, η Φώφη Γεννηματά και άλλοι. Δηλαδή πολιτικοί που αντί να βγουν να απαντήσουν , κρύβονται, μηνύουν και ευελπιστούν σε ένα δικαστήριο που θα φοβηθεί την ισχύ τους και θα με καταδικάσει, άρρα θα εμφανίσει τους ίδιους έμμεσα ως αθώους.
Η κυβέρνηση, ως άλλη, διαφορετική και αριστερή κυβέρνηση έχει σοβαρές ευθύνες για την διατήρηση του νομικού καθεστώτος. Τα επιχειρήματα πως «αν αποποινικοποιηθεί η συκοφαντική δυσφήμηση τι θα γίνει με τους Χίους» είναι και γελοία και εκ του πονηρού. Γιατί όπως καλά διακρίνουν, η ποινικοποίηση δεν εξαφανίζει τους Χίους. Είναι σα να λέμε σε πολιτικό επίπεδο πως η ύπαρξη της Χρυσής Αυγής πρέπει να αναιρεί την αντίληψη περί Δημοκρατίας. Οι μηνύσεις, τα αυτόφωρα και οι εξοντωτικές ποινές στα αστικά δικαστήρια δεν ενοχλούν όσους δημοσιογραφούν «σκάρτα» γιατί συνήθως έχουν πίσω τους χρηματοδότες και αφεντικά που τους βάζουν να το κάνουν και πληρώνουν και τα έξοδα. Χτυπά μόνο την ελεύθερη και θαρραλέα δημοσιογραφία. Ας δείξει σήμερα ο καθένας πόσο υπέρ της ελευθερίας του Τύπου είναι και όχι πόσο υποκριτής και ψευτοφιλελεύθερος.
ΥΓ Δίνει μια εικόνα ειρωνείας πως αυτοί που μετά τη σύλληψη των δημοσιογράφων του Φιλελεύθερου μιλούν για ελευθερία του Τύπου είναι οι ίδιοι που τα έβαλαν πριν μερικές μέρες με τον Καψώχα γιατί στα πλαίσια της ελευθερίας της γνώμης είπε την άποψή του στην ΕΡΤ.