Είδαμε την πρόβα της παράστασης «Η μέρα της φούστας»

Φωτογραφία: Τατιάνα Μπόλαρη / Eurokinissi

Παρακολουθήσαμε πρόβα της παράστασης που σκηνοθετεί η Ζωή Χατζηαντωνίου, μιλήσαμε με τους συντελεστές της και αναρωτηθήκαμε πόση βία χωράει στην τέχνη.

Τρίτη μεσημέρι και έξω από το ανακαινισμένο θέατρο Δίπυλον ο κόσμος στριμώχνεται στο πεζοδρόμιο για να αποφύγει τη βροχή. Μέσα στο θέατρο, στη λευκή αίθουσα, η πρόβα της παράστασης «Η ημέρα της φούστας» μόλις έχει ξεκινήσει, με τη σκηνοθέτρια Ζωή Χατζηαντωνίου να ενθαρρύνει τους ηθοποιούς να μη φοβηθούν την υπερβολή. Λίγα λεπτά αργότερα, από την πρώτη κιόλας σκηνή του έργου, συνειδητοποιώ τους λόγους αυτής της προτροπής.

Πράξη απελευθέρωσης

Κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα γεννήθηκε στη Γερμανία ένα λογοτεχνικό κίνημα που ονομάστηκε «Θύελλα και ορμή», το οποίο επηρέασε τη μουσική και τις εικαστικές τέχνες και έθεσε υπό αμφισβήτηση τον ορθολογισμό της εποχής. Κύριοι εκφραστές του υπήρξαν ο Σίλερ και ο Γκαίτε. Μεταξύ άλλων προέτρεΠε τους ανθρώπους –κυρίως τους νέους– να απορρίψουν τις αστικές πεποιθήσεις διεκδικώντας με όποιο τίμημα την προσωπική τους ελευθερία.

Γι’ αυτό το κίνημα και συγκεκριμένα για τους «Ληστές» του Σίλερ επιλέγει να μιλήσει η καθηγήτρια λογοτεχνίας στο έργο «Η ημέρα της φούστας» του Ζ. Π. Λίλιενφελντ, σε ένα μεικτό πολιτισμικό σχολείο όπου η συμπεριφορά των μαθητών έχει χαρακτηριστεί παραβατική. Για τη Σόνια το να διδάξει στους μαθητές της λογοτεχνία αποτελεί πράξη απελευθέρωσης τόσο για εκείνους όσο και για την ίδια. Η καθηγήτρια αγαπάει τον Σίλερ, πιστεύει στη χειραφέτηση των γυναικών και αγνοεί τις υποδείξεις των ανωτέρων της να μη φοράει φούστα στο σχολείο έτσι ώστε να μη σκανδαλίζει τους μαθητές που πιστεύουν στο ισλάμ.

Οι μαθητές προέρχονται από οικογένειες με χαμηλό οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο, μεγαλώνουν στους δρόμους και κουβαλούν μέσα τους πολύ θυμό. Η φιλοσοφία και το θέατρο γι’ αυτούς είναι έννοιες φλύαρες μιας που το μόνο που έχει σημασία είναι η επιβίωσή τους. Μια συνηθισμένη ημέρα ένα απρόσμενο γεγονός θα αλλάξει τις ισορροπίες και οι μαθητές θα αναγκαστούν να ακούσουν τη διδασκαλία της Σόνιας. Εκείνη από θύμα γίνεται θύτης και η βία που μέχρι πρότινος βίωνε η ίδια γίνεται κυριολεκτικά όπλο στα χέρια της για να διδάξει πολιτισμό.

«Μιλάμε για την παραβατικότητα των μαθητών και ψάχνουμε να βρούμε τους λόγους που τα παιδιά είναι τόσο οργισμένα. Κανείς δεν μιλάει για το πώς ζουν, τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν καθημερινά», λέει η ηθοποιός Θεοδώρα Τζήμου

Η πρώτη σκέψη που γεννιέται στο μυαλό μου είναι αν είναι εφικτό μέσα από τη βία και τον εξαναγκασμό να υπερασπιστείς και να επιβάλεις την ελευθερία. Αθωώνεται η πράξη αν η πρόθεση διεκδικεί δάφνες αρετής; Για τη Θεοδώρα Τζήμου, που υποδύεται την καθηγήτρια, η βία μοιάζει στους ανθρώπους. Με κάποιον τρόπο είναι γεμάτη κι αυτή από αντιφάσεις: «Η βία είναι ένα πεδίο το οποίο υπάρχει παντού γύρω μας. Μιλάμε για την παραβατικότητα των μαθητών και ψάχνουμε να βρούμε τους λόγους που τα παιδιά είναι τόσο οργισμένα. Κανείς δεν μιλάει για το πώς ζουν αυτά τα παιδιά, τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν καθημερινά» λέει η ηθοποιός.

Ο ρόλος της Σόνιας τη συγκλόνισε γιατί την έκανε να συνειδητοποιήσει πως η βία είναι πια κομμάτι της ζωής μας. Ενδεχομένως αναπόφευκτο, όσο κι αν την τρομάζει. Οπως εξηγεί, η Σόνια αγαπάει τους μαθητές της. Θέλει να τους βοηθήσει, να τους δώσει επιλογές και το κάνει με τη βία. «Το ξέρω πως ακούγεται οξύμωρο, όμως η ζωή μας είναι γεμάτη αντιφάσεις. Εμείς οι ίδιοι ακροβατούμε καθημερινά ανάμεσα στο καλό και το κακό. Δουλεύοντας τον ρόλο μου έμαθα να διαχειρίζομαι καλύτερα τις αντιφάσεις μου. Είμαι θύμα και θύτης. Πάντα πρέπει να υπάρχει ένα θύμα κι ένας θύτης. Οι άνθρωποι παλεύουμε να μη χάσουμε την πίστη μας κι αυτή η πάλη περνάει καμιά φορά και μέσα από το σκοτάδι» επισημαίνει η Θεοδώρα Τζήμου.

Εντονη γλώσσα και κινήσεις

Η γλώσσα του έργου είναι κάτι περισσότερο από αιχμηρή. Εντονη κινησιολογία, σεξιστικές συμπεριφορές και πολύς θυμός. Ενα ναρκοπέδιο που περιμένει μια αφορμή. Η μαθήτρια που φοράει μαντίλα, η καθηγήτρια που πιέζει να τη βγάλει κι ένα όπλο που προσπαθεί να επιβάλει τον δικό του «διαφωτισμό». Η Ζωή Χατζηαντωνίου αφιέρωσε την παράσταση στην Αχού Νταριέι, τη φοιτήτρια που ως ένδειξη διαμαρτυρίας κατά του ενδυματολογικού κώδικα του Ιράν πριν από λίγες μέρες έβγαλε τα ρούχα της έξω από το Ισλαμικό Πανεπιστήμιο Αζάντ και έκτοτε η τύχη της αγνοείται.

Για τη σκηνοθέτρια οι γυναίκες είναι τα πρώτα θύματα: «Πριν μιλήσουμε για βία πρέπει πρώτα να αναρωτηθούμε πόσο ελεύθεροι είμαστε. Εχουμε γεμίσει τη ζωή μας με κανόνες που, αντί να μας πηγαίνουν μπροστά, μας κρατούν καθηλωμένους. Δυστυχώς οι γυναίκες έχουμε να αντιμετωπίσουμε πολλές αγκυλώσεις, είμαστε τα πρώτα θύματα της βίας. Ολα εξελίσσονται εκτός από τη θέση της γυναίκας. Θα τη δείρουν, θα τη βιάσουν, θα τη σκοτώσουν. Η ηρωίδα προσπαθώντας να υπερασπιστεί τη θέση της γυναίκας γίνεται μέρος της. Κατηγορούμε τις μουσουλμανικές χώρες πως δεν έχουν περάσει Διαφωτισμό, σκέφτομαι όμως κατά πόσο είμαστε έτοιμοι να κάνουμε αυτοκριτική».

Ο Γερμανός μαρξιστής φιλόσοφος Βάλτερ Μπένγιαμιν είχε γράψει: «Κάθε μνημείο πολιτισμού είναι και ένα τεκμήριο βαρβαρότητας». Φεύγοντας από το θέατρο αναρωτιέμαι πόσα λάβαρα έχουν υψωθεί για το καλό της ανθρωπότητας κι αν η απόγνωση ενός ανθρώπου μπορεί να τον μεταμορφώσει από θύμα σε θύτη.

INF0
Θέατρο Δίπυλον, Σαμουήλ Καλογήρου 2. Από 28/11

Ετικέτες