Πόση επικοινωνία αντέχεις με 57 νεκρούς;

«Φταίει ο σταθμάρχης», «συγγνώμη», «φταίμε όλοι», «(ξανα)φταίνε ο σταθμάρχης, η ΡΑΣ, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι εργαζόμενοι», «φταίει το βαθύ κράτος». Μια νοητή γραμμή συνδέει τα πέντε διαδοχικά μεν, αντιφατικά δε αφηγήματα που αποτυπώνουν την κυβερνητική απώλεια ελέγχου από το ετερόκλητο σχήμα επικοινωνιακών συμβούλων του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η διαχείριση της κρίσης και του κοινωνικού κλυδωνισμού που προκάλεσε το πολύνεκρο δυστύχημα πήρε σάρκα και οστά σε τρεις πράξεις. Η τελευταία ήταν η παρουσία του πρωθυπουργού στο προστατευμένο πλαίσιο της σκηνοθετημένης μπουρδολογίας που επιμελείται με δεξιοτεχνία ο Σταύρος Θεοδωράκης. Είχαν προηγηθεί οι παρουσίες των Κώστα Καραμανλή και Γιώργου Γεραπετρίτη στη Βουλή, οι οποίες έδωσαν το στίγμα της κυβερνητικής απόσεισης των ευθυνών και –κυρίως– της διάθεσης να θαφτούν από τη δημόσια σφαίρα οι αιτίες που οδήγησαν στην τραγωδία.

Το ασφαλές συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι ο Κυρ. Μητσοτάκης θέλει να στρέψει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα το βλέμμα της κοινής γνώμης σε άλλες κατευθύνσεις, προσπαθώντας εναγωνίως να αλλάξει ατζέντα στον δημόσιο διάλογο. Εξού και η πρωτοφανής ανακοίνωση για το φιάσκο της ΕΥΠ με τη Ρωσίδα κατάσκοπο, η γνωστοποίηση της πρόθεσης για επανεκκίνηση της διαδικασίας αναθεώρησης του συντάγματος, αλλά και του μήνα διεξαγωγής εκλογών χωρίς την ακριβή ημερομηνία.

Σε αυτήν τη συγκυρία τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν μια κομβικής σημασίας υποχρέωση απέναντι στον κοινωνικό παράγοντα. Πρωτίστως, τα… σφυριά όλων τους πρέπει να χτυπούν στην κατεύθυνση της διερεύνησης του δυστυχήματος. Ολα τα πρόσωπα που βρίσκονταν και απ’ ό,τι φαίνεται βρίσκονται ακόμη σε πόστα ευθύνης, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις των εργαζομένων, πρέπει να κληθούν και να τεθούν υπό ακρόαση στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας. Δευτερευόντως, οφείλουν να αναδείξουν ότι η χώρα δεν μπορεί να οδηγηθεί σε εκλογές με τον παρακρατικό μηχανισμό του Μεγάρου Μαξίμου σε πλήρη λειτουργία και χωρίς ο ελληνικός λαός να γνωρίζει τους λόγους παρακολούθησης του αρχηγού του τρίτου κόμματος. Και δη τη στιγμή που ο πρωθυπουργός παριστάνει τον θιγμένο επειδή ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν δέχτηκε να τον συναντήσει μετά την εκλογή του στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ.

Δημοσιογραφικό (;) case study

Ακριβώς μία εβδομάδα μετά την ψηφοφορία στη Βουλή για τη μετατροπή του Παιδοογκολογικού Κέντρου «Μαριάννα Βαρδινογιάννη» σε Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ), το οποίο απορροφά δομές και τμήματα από τα Νοσοκομεία Παίδων «Αγία Σοφία» και «Παν. & Αγλαΐας Κυριακού», ο πρωθυπουργός επέλεξε να εμφανιστεί σε έναν εκ των δύο τηλεοπτικών σταθμών της οικογένειας Βαρδινογιάννη προκειμένου να παραχωρήσει την πρώτη του τηλεοπτική συνέντευξη μετά το αδιανόητο δυστύχημα των Τεμπών. Ο «πρωταγωνιστής» του πρωθυπουργικού λουστραρίσματος φρόντισε να επιβεβαιώσει την προκαταβολική οργή της πλειονότητας των

χρηστών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για όσα τελικά προβλήθηκαν το βράδυ της Τρίτης. Η εξόφθαλμη απόπειρα να σκεπάσει η επικοινωνία την ουσία, η δημοσιογραφική εγκατάλειψη των στοιχείων που στρέφουν το δάχτυλο της ευθύνης προς την κυβερνώσα παράταξη, η καλλωπισμένη αοριστολογία σε συνδυασμό με τον επιτηδευμένο δημοσιογραφικό στόμφο πολλαπλασίασαν τις αντιδράσεις. Αλλωστε και σε επίπεδο τηλεθέασης ο παρουσιαστής δεν μπορεί να αισθάνεται περήφανος.

Σε πρωθυπουργικές συνεντεύξεις που έπονται εθνικών γεγονότων με φόντο τον θάνατο ο δημοσιογράφος είθισται να εκκινεί από τον προβληματισμό «Εξ ονόματος ποίων ρωτάω;». Εν προκειμένω, ο παρουσιαστής δεν διατύπωσε τα ερωτήματα που ταλανίζουν τις οικογένειες που θρηνούν. Δεν εξέφρασε τους συλλογικούς προβληματισμούς και αγωνίες, αλλά φρόντισε να συμπληρώνει τα λεγόμενα του Κυρ. Μητσοτάκη, συμφωνώντας μαζί του αρκετές φορές. Εδωσε την εντύπωση οιονεί πολιτικού εταίρου, γνωρίζοντας –απ’ ό,τι φαίνεται– καλά ότι στους ορόφους της γαλάζιας πολυκατοικίας θα συναντήσει όλους όσοι τον εγκατέλειψαν λίγο προτού στερέψει το Ποτάμι.

Ισως η συνέντευξη αυτή να αποτελέσει ένα αυτούσιο case study στις σχολές δημοσιογραφίας, με βασικό δίδαγμα ότι ένας δημοσιογράφος δεν δικαιούται να εναλλάσσει τους ρόλους ελεγκτή και ελεγχομένου. Εάν το κάνει, μετατρέπει τον εαυτό του σε φελλό. Η χρήση του όρου δεν γίνεται με τον τετριμμένο τρόπο που ενέχει φορτίο απαξίωσης. Απλώς άπτεται της ιδιότητας του συγκεκριμένου αντικειμένου, με αποτέλεσμα ο «μετανοημένος» δημοσιογράφος που απέτυχε στην κεντρικοπολιτική κονίστρα να μετατρέπεται σε ένα αδρανές υποκείμενο χωρίς καμία απολύτως κοινωνική χρησιμότητα. «Σημασία έχει μετά από μια συνέντευξη να νιώθεις ότι έχεις ρωτήσει αυτά που πρέπει να ρωτήσεις» δήλωσε την Πέμπτη στο ραδιόφωνο του Σκάι, επιβεβαιώνοντας της κριτικής το αληθές.

«Βαθύ (παρα)κράτος»

Πέραν του καλλωπισμού του στραπατσαρισμένου πρωθυπουργικού προφίλ, η φιλική κουβέντα Μητσοτάκη – Θεοδωράκη ανέδειξε το βασικό κυβερνητικό πρόταγμα ενόψει εκλογών. Πρόκειται για μια σύγχρονη εκδοχή της «επανίδρυσης του κράτους» με όρους μετωπικής σύγκρουσης με τον πελατειασμό που οικοδόμησαν λιθαράκι λιθαράκι ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Επ’ αυτού, ο Κυρ. Μητσοτάκης έκρινε προσοδοφόρο να «ντύσει» το σχήμα με τα υπουργικά του επιτεύγματα την περίοδο που εκπαραθύρωνε δημόσιους υπαλλήλους οδηγώντας τους στην ανέχεια.

Βέβαια, ο Στ. Θεοδωράκης απέφυγε με μαεστρία να ρωτήσει τι μέλλει γενέσθαι με το βαθύ παρακράτος. Τον μηχανισμό, δηλαδή, που έκανε «σουρωτήρι» τις επικοινωνίες υπουργών, πολιτικών αντιπάλων, ηγεσίας Ενόπλων Δυνάμεων, εισαγγελέων, δημοσιογράφων και απλών πολιτών, όπως η Αρτεμις Σίφορντ. «Δεν μπορώ να μην επισημάνω έτσι τώρα –χάριν της ιστορίας– ότι όταν παραδείγματος χάρη ζήτησα από τον κ. Ανδρουλάκη αφότου εκλέχτηκε να συναντηθούμε, να γνωριστούμε, καινούργιος αρχηγός κόμματος… Αρνήθηκε τη συνάντηση, αρνήθηκε να με συναντήσει δύο φορές»

δήλωσε επί λέξει κατά τη διάρκεια της «συνέντευξης», με τον λάτρη της δημοσιογραφικής αμπελοφιλοσοφίας να μην ψελλίζει λέξη για το γεγονός ότι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ ήταν θύμα παρακολούθησης της ΕΥΠ, ενώ αναντίρρητη είναι η απόπειρα παγίδευσής του μέσω Predator.

Μιας και αναφερθήκαμε στη βολική δημοσιογραφική αμεριμνησία του παρουσιαστή, απορίας άξιο είναι γιατί ο Στ. Θεοδωράκης δεν έθεσε καν το γεγονός της κυβερνητικής προσπάθειας συλλογικής εξαπάτησης με το γιαπί που βαφτίστηκε ενεργό σύστημα τηλεδιοίκησης. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αιφνιδίασε τον κυβερνητικό μηχανισμό, καθώς επισκέφτηκε το ρημάδι της τηλεδιοίκησης στη Λάρισα ανήμερα της πρώτης παρουσίας Καραμανλή στη Βουλή μετά την τραγωδία. Οι φωτογραφίες και τα πλάνα από τα κρεμάμενα από το ταβάνι καλώδια αρκούσαν για τη διατύπωση –έστω– ενός ερωτήματος. Ωστόσο, ο «πρωταγωνιστής» άκουσε με προσοχή τον Κυρ. Μητσοτάκη να αποκαλεί «τοπικό σύστημα τηλεδιοίκησης» τον πίνακα τοπικού χειρισμού στον σταθμό της Λάρισας, αλλά έκρινε πως πρέπει να το αφήσει ασχολίαστο.

Επίσης, ούτε μισό ερώτημα δεν τέθηκε και για τον ευτελισμό του υφυπουργού Μεταφορών Μιχάλη Παπαδόπουλου σε live μετάδοση, όταν ο εκ των πρωτεργατών της διαβόητης σύμβασης 717 έδωσε παραγγελία στον τοπικό «Γκρούεζα» της Λάρισας να διακόψει τον σταθμάρχη που απαντούσε με ευθύτητα στα δημοσιογραφικά ερωτήματα για την ανύπαρκτη τηλεδιοίκηση στη Λάρισα.

«Παρών» στις εκλογές

Η δεύτερη πράξη αφορούσε τη συμψηφιστική ακρόαση των Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, Χρήστου Σπίρτζη, Κ. Καραμανλή και Γιώργου Γεραπετρίτη στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας την προηγούμενη Δευτέρα. Ο πρώην υπουργός Μεταφορών επί της ουσίας παρευρέθηκε στη διαδικασία για να δηλώσει «παρών» στις επικείμενες εθνικές εκλογές και όχι για να απολογηθεί αναφορικά με την τραγωδία. «Θα είμαι πάντα παρών στον δημόσιο διάλογο» δήλωσε κατά την ολοκλήρωση της δευτερολογίας του, προκαλώντας έντονες ζυμώσεις στους διαδρόμους του κοινοβουλίου. Ειδικότερα, βουλευτές της αντιπολίτευσης σχολίαζαν ότι η φράση αυτή ήταν μήνυμα στο Μέγαρο Μαξίμου πως δεν συζητά καν το ενδεχόμενο να μη συμπεριληφθεί στο «γαλάζιο» ψηφοδέλτιο Σερρών. «Είμαι στη διάθεση της Δικαιοσύνης να καταθέσω την άποψή μου» συμπλήρωσε, κάνοντας λόγο μόνο για διοικητικές και διαχειριστικές ευθύνες, λες και γνωρίζει ότι δεν πρόκειται να προκύψουν ποινικές διαστάσεις στην υπόθεση.

«Δίκασε» τον σταθμάρχη για τη χειροκίνητη χάραξη της πορείας των τρένων το μοιραίο βράδυ, ενώ αποπειράθηκε να διαψεύσει το γεγονός ότι βρέθηκε στη συγκεκριμένη θέση εξαιτίας της εξόφθαλμα ρουσφετολογικής μετάταξης. Προσπάθησε δε να συμπεριλάβει στο κάδρο των ευθυνών και τη Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων (ΡΑΣ) λέγοντας: «Αν θα έπρεπε κάποιος να μας προειδοποιήσει για ζητήματα ασφαλείας, αυτός ο κάποιος θα έπρεπε να ήταν η ΡΑΣ». Επιπλέον, στοχοποίησε και τους εργαζόμενους, οι οποίοι είχαν προειδοποιήσει με ανακοινώσεις και εξώδικα. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι είχε συναντηθεί με εκπροσώπους αρμόδιων συνδικαλιστικών φορέων, αλλά εκείνοι αντί να του θέσουν ζητήματα ασφάλειας παρέθεταν μισθολογικές διεκδικήσεις.

Αξίζει να τονιστεί ότι ο Κ. Καραμανλής υπερασπίστηκε πατέρα και γιο Ντογιάκο, υποστηρίζοντας πως όταν προσέλαβε στο γραφείο του τον γιο του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ο τελευταίος δεν βρισκόταν στο αξίωμα του ανώτατου εισαγγελικού λειτουργού της χώρας. Μάλλον αδυνατεί να αντιληφθεί ότι η σύγκρουση συμφερόντων προκύπτει σε χρόνο ενεστώτα, αφού ο Ισίδωρος Ντογιάκος παραμένει στη θέση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου παρά το γεγονός ότι ο γιος του ήταν συνεργάτης του υπουργού που επί των ημερών του συντελέστηκε η τραγωδία.

Δεν αναγνώρισε ούτε ένα λάθος

Στις 15 Μαρτίου ο Γ. Γεραπετρίτης, ο οποίος με αντισυνταγματικό τρόπο έχει αναλάβει καθήκοντα διοικητικού διεκπεραιωτή στο υπουργείο Μεταφορών και Υποδομών, αποτέλεσε το πρώτο κυβερνητικό στέλεχος που μίλησε στη Βουλή μετά το δυστύχημα. Ο αντ’ αυτού του πρωθυπουργού με έφεση στην ανάληψη επιχειρήσεων πολιτικής αυτοκτονίας δεν αναγνώρισε ούτε μισή κυβερνητική ευθύνη κατά την παρουσία του στην Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου επαναφέροντας το αφήγημα «Για όλα φταίει ο σταθμάρχης». Δυστυχώς, ούτε ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και τύποις υπουργός Μεταφορών και Υποδομών μπόρεσε να αντισταθεί στη γοητεία του ψέματος καθώς ισχυρίστηκε ότι «το κέντρο τηλεδιοίκησης της Λάρισας λειτουργούσε απολύτως». «Επαναλαμβάνω και θέλω να καταγραφεί ρητά στα πρακτικά. Το κέντρο τηλεδιοίκησης της Λάρισας λειτουργούσε απολύτως» ήταν τα λόγια του. Μετά την κατακραυγή για το καραμπινάτο ψέμα αναγκάστηκε να επανορθώσει ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας. Αναλυτικότερα, πέντε μέρες μετά τη σκαστή ψευδολογία υπογράμμισε ότι δεν μίλησε για «καθολικό κέντρο τηλεδιοίκησης». «Αυτό το οποίο είπα είναι ότι υπάρχει τοπική τηλεδιοίκηση, η οποία είναι για 8,5 χιλιόμετρα» ανέφερε, συμπληρώνοντας πως δεν προσπάθησε να εξαπατήσει κανέναν.