Το γεγονός ότι η Βρετανία και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι αυξάνουν τους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς τους για να ενισχύσουν την ασφάλειά τους (οι στόχοι τους, χωρίς να το λένε, είναι να φτάσουν κοντά στο 5% του ΑΕΠ τους, όπως έχει ζητήσει ο Τραμπ) δεν προκαλεί ερωτήματα μόνο για το τι μέλλει γενέσθαι στην ευρωπαϊκή ήπειρο, σε συνδυασμό με την αμερικανική επίθεση στους διατλαντικούς δεσμούς και τη σύγκλιση ΗΠΑ – Ρωσίας, αλλά και για το τι θα σημάνει για τους Bρετανούς και τους Ευρωπαίους πολίτες η αύξηση αυτή. Από τον οργασμό ανακοινώσεων με τα εξωφρενικά ποσά που θέλουν να δώσουν οι κυβερνήσεις διά τον απροσδιόριστο φόβο των… Ιουδαίων ξεχωρίζουν ιδιαίτερα αυτές της κυβέρνησης των Εργατικών του Κιρ Στάρμερ και του γερμανικού «μπαζούκας» που έχει ανακοινώσει ο επόμενος καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς.
Από τη μια πλευρά η κυβέρνηση Στάρμερ ανακοίνωσε την αύξηση των ήδη αδικαιολόγητα υψηλών –κατά τους περισσότερους Βρετανούς σχολιαστές– δαπανών για την άμυνα κατά 2,2 δισ. στερλίνες μέσα στον επόμενο χρόνο, χρήματα που θα προκύψουν από περικοπές στην κοινωνική πολιτική και την πρόνοια. Οι αρχικές ανακοινώσεις ανέφεραν ότι θέλει να αυξήσει τις δαπάνες για τους εξοπλισμούς σε πάνω από 2,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2027 και στη συνέχεια – στην επόμενη θητεία του, αν κερδίσει– να τις αυξήσει στο 3% (πάνω από 2% που είναι το απαιτούμενο για τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ). Αυτό πρακτικά σημαίνει μια αύξηση περίπου 13,4 δισ. στερλινών ετησίως. Το όλο πλάνο δικαιολογείται, σύμφωνα με την κυβέρνηση, από την ανάγκη προσαρμογής στις νέες προκλήσεις ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειών της Ρωσίας στην Ουκρανία και της αυξανόμενης παγκόσμιας αστάθειας.
Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με το σχέδιο Μερτς (πέρασε και σχετικό νομοσχέδιο για τη συνταγματική αναθεώρηση που απέτρεπε τη δημιουργία νέου χρέους), εξαιρούνται αμυντικές δαπάνες άνω του 1% του ΑΕΠ από τους αυστηρούς κανόνες για το χρέος και δημιουργείται ένα ταμείο 500 δισ. ευρώ για υποδομές σε διάστημα δώδεκα ετών. Συνολικά, το σχέδιο Μερτς ανοίγει τον δρόμο για δαπάνες ύψους άνω του 1 τρισ. ευρώ στην κορυφαία οικονομία της Ευρώπης, η οποία συρρικνώνεται τα τελευταία δύο χρόνια – επανεξοπλισμός που φέρνει τρόμο σε όσους κάνουν ιστορικές αναγωγές.
Οι περικοπές
Η πολιτική της κυβέρνησης των Εργατικών, όπως ανερυθρίαστα έχουν ανακοινώσει τόσο ο ίδιος ο Στάρμερ όσο και η υπουργός Οικονομικών Ρέιτσελ Ριβς, θα υλοποιηθεί με περικοπές στην κοινωνική πολιτική, με πολλούς πλέον να ασκούν κριτική στην κυβέρνηση με το σλόγκαν «From welfare to warfare» (από την κοινωνική πολιτική στον πόλεμο). Η Ριβς μέσα στην εβδομάδα ανακοίνωσε περικοπές που, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ειδικών, θα οδηγήσούν κάτω από το όριο της φτώχειας περίπου 250.000 Βρετανούς πολίτες, καθώς περικόπτονται μεταξύ άλλων βοηθήματα στήριξης ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, συμπεριλαμβανομένων και των αναπήρων. Οι περικοπές αυτές ακολούθησαν την περικοπή των κονδυλίων της διεθνούς βοήθειας που είχε ανακοινώσει ο ίδιος ο Στάρμερ, σε μια κίνηση που θύμισε πάρα πολύ την αντίστοιχη του Ντόναλντ Τραμπ με την USAID. Οι περικοπές στη διεθνή βοήθεια από την πλευρά του Στάρμερ αλλά και οι βαθιές περικοπές που ανακοίνωσε μέσα στην εβδομάδα η Ριβς, σε συνδυασμό με την εστίαση των επενδύσεων στην άμυνα, έχουν προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων στον Ηνωμένο Βασίλειο, με πολλούς να επικρίνουν τους Εργατικούς για στροφή στον τραμπισμό και ότι ρίχνουν νερό στον μύλο της ακροδεξιάς, η οποία μόνο ωφελημένη βγαίνει από τέτοιους είδους πολιτικές. Η κανονικοποίηση των επιλογών αυτών και η υλοποίηση τέτοιων προγραμμάτων από την κυβέρνηση των Εργατικών στρώνουν τον δρόμο για αυτούς που παραδοσιακά πρεσβεύουν τέτοιες επιλογές.
Τον αμφισβητούν
Ο ίδιος ο Στάρμερ έχει υποστηρίξει ότι οι αμυντικές δαπάνες θα ωφελήσουν το δοκιμαζόμενο από την κρίση βιοτικό επίπεδο της Βρετανίας, όμως αυτό αμφισβητείται μεταξύ άλλων και από το think tank Common Wealth, το οποίο σημειώνει ότι κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος από τα 37,6 δισ. στερλίνες που δαπανήθηκαν από το υπουργείο Αμυνας σχεδόν το 40% κατευθύνθηκε σε μόλις δέκα εταιρείες. Παρά τις τεράστιες δημόσιες επιδοτήσεις, η βιομηχανία όπλων απασχολεί ένα μικρό κομμάτι του βρετανικού εργατικού δυναμικού (πάνω από 400.000 άτομα στις αρχές της δεκαετίας του 1980, περίπου 134.000 σήμερα).
Παράλληλα, οι επικριτές της κυβέρνησης τονίζουν πως, αν και οι επενδύσεις στην άμυνα και σε στρατιωτική τεχνολογία αιχμής, όπως τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη και η τεχνητή νοημοσύνη, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, ιδίως σε πόλεις που θα μπορούσαν να στηρίξουν την παραγωγή αυτή, η μακροπρόθεσμη οικονομική βιωσιμότητα της στήριξης στη στρατιωτικοβιομηχανική ανάπτυξη είναι αβέβαιη. Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι η αναβάθμιση των στρατιωτικών δαπανών έναντι της κοινωνικής πρόνοιας θα μπορούσε να επιδεινώσει τη συνεχιζόμενη κρίση κόστους ζωής στο Ηνωμένο Βασίλειο και να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη προς στην κυβέρνηση.
Το γεγονός ότι αυτές οι αποφάσεις λαμβάνονται εν μέσω μιας γενικευμένης αίσθησης ανασφάλειας για το αμυντικό οικοδόμημα που έχει χτιστεί μεταπολεμικά εξαιτίας της πολιτικής Τραμπ στο θέμα του ΝΑΤΟ αλλά και λόγω της σύγκλισης των ΗΠΑ με τη Ρωσία, η οποία δεν κάνει αντίστοιχες κινήσεις –και εύλογα– προς τους… πολεμοχαρείς Ευρωπαίους, είναι ξεκάθαρο ότι θα έχει πολιτικό κόστος για τον Στάρμερ αλλά και για άλλους ηγέτες.
Ηδη ο νέος καγκελάριος της Γερμανίας έχει καταφέρει με τα σχέδια που έχει ανακοινώσει και θέσει σε κίνηση, κερδίζοντας δύο σχετικές ψηφοφορίες στην Μπούντεσταγκ και την Μπούντεσρατ χωρίς καν να έχει αναλάβει ακόμη καθήκοντα, να έρθει σε ρήξη με την παραδοσιακή πολιτική της μεταπολεμικής Γερμανίας σε θέματα άμυνας και εξοπλισμών. Επικαλούμενος κι αυτός το γενικότερο κλίμα ανασφάλειας και προφανώς ωθούμενος από τις αντίστοιχες αποφάσεις που παίρνει για τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ανακοίνωσε ένα πραγματικά εξωπραγματικό πλάνο εξοπλισμών που αγγίζει ουσιαστικά το 1 τρισ. ευρώ στην επόμενη δεκαετία.
Η διαφορά ανάμεσα στο σχέδιο Μερτς και σε αυτό του Στάρμερ είναι ότι στη Γερμανία οι περικοπές… αναβάλλονται μέχρι να αποπληρωθεί το χρέος που θα δημιουργηθεί, ενώ παράλληλα –για να χρυσώσει κάπως το χάπι στους Γερμανούς και να συντηρήσει κάπως την οικονομική δραστηριότητα– το σχέδιό του περιλαμβάνει επενδύσεις περίπου 500 δισ. ευρώ σε υποδομές. Το γεγονός ότι το πλάνο του Μερτς το στήριξαν και μερικά μέλη της Αριστεράς στην Μπούντεσρατ, προκαλώντας διενέξεις καθώς το καταψήφισε η ΚΟ του κόμματος στην Μπούντεσταγκ, καταδεικνύει ότι η αλλαγή που έχει συντελεστεί στη λογική των Γερμανών ψηφοφόρων ως προς το θέμα-ταμπού της δημιουργίας νέου χρέους είναι εξαιρετικά βαθιά. Από την άλλη όμως, προβληματισμό προκαλεί το γεγονός ότι η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) φαίνεται ότι «τσιμπάει» δημοσκοπικά ακριβώς εξαιτίας αυτής της στροφής, κερδίζοντας τους δεξιούς ψηφοφόρους της «δημοσιονομικής πειθαρχίας».
Σε αυτό το πλαίσιο, εκτιμάται ότι το «μπαζούκας» του Μερτς τοποθετεί τη Γερμανία σε ηγετική θέση στην ευρωπαϊκή άμυνα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η κίνηση αυτή θα μπορούσε να ενισχύσει περαιτέρω τη θέση της Γερμανίας τόσο εντός του ΝΑΤΟ όσο και στην Ευρώπη, κάτι που δεν αποκλείεται να κλιμακώσει τις εντάσεις με χώρες που είναι πιο απρόθυμες να «αγκαλιάσουν» τον στρατιωτικό επανεξοπλισμό ή που αυτήν τη στιγμή βρίσκονται πιο «μπροστά» σε στρατιωτικό επίπεδο σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη, όπως είναι επί παραδείγματι η Γαλλία του Εμανουέλ Μακρόν. Η ιδέα ότι η Γερμανία θα μπορούσε να αναδειχθεί εκ νέου ως στρατιωτική δύναμη στην Ευρώπη είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει συζητήσεις σχετικά με τις επιπτώσεις μιας τέτοιας στροφής, δεδομένου του ιστορικού βάρους της χώρας από τον ρόλο της και στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους.
Στους «πολεμοχαρείς» και ο Πράσινος Γιόσκα Φίσερ
Η γενικότερη αίσθηση που επικρατεί στη Γερμανία είναι ότι οι ευρωπαϊκές χώρες δεν μπορούν πλέον να στηρίζονται στις ΗΠΑ για τίποτα ούτε καν για την άμυνά τους. Η αλήθεια είναι πως η στάση αυτή απλώς επιβεβαιώνει την πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ, η οποία είναι σχεδόν βέβαιο ότι χαίρεται με τις εξελίξεις, αφού αυτές είναι σύμφωνες με τη λογική του απομονωτισμού των ΗΠΑ, ενώ παράλληλα τους δίνουν το ελεύθερο να «παίξουν» με τα «μεγάλα παιδιά», ήτοι τον Βλαντίμιρ Πούτιν και τον Σι Τζινπίνγκ.
Το παραπάνω εξάλλου, με ίσως κάπως πιο δραματικό τρόπο, επιβεβαίωσε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Γιόσκα Φίσερ με σχετική δημόσια παρέμβασή του. «Γεννήθηκα το 1948 και αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος μου καταρρέει αυτή την περίοδο. Οι ΗΠΑ παραμένουν μια δημοκρατία, αλλά είναι μια οριακή δημοκρατία, μια δημοκρατία που βρίσκεται στη μετάβαση προς μια ολιγαρχία» υποστήριξε ο πολιτικός των Πρασίνων, που στήριξε τους βομβαρδισμούς του Βελιγραδίου. Ο Φίσερ αναρωτήθηκε στην παρέμβασή του αν οι πολίτες των ΗΠΑ αντιλαμβάνονται ότι έχουν ξεκινήσει τη διαδικασία της αυτοκαταστροφής της χώρας τους και τόνισε πως πρέπει οι Ευρωπαίοι ηγέτες να σταματήσουν να προσπαθούν να κολακέψουν τον Τραμπ και να τον αντιμετωπίσουν με θάρρος και όπως αρμόζει στην περίσταση. Ο πολύπειρος πολιτικός ξεκαθάρισε πως ο επανεξοπλισμός των ευρωπαϊκών κρατών είναι αναγκαίος και ότι αυτός θα πρέπει να έχει ευρωπαϊκό χρώμα και όχι εθνικό. Οπως τόνισε: «Η Γερμανία, η Γαλλία και η Πολωνία μόνες τους δεν έχουν καμία προοπτική. Είμαστε πολύ μικροί γι’ αυτό. Μόνο μαζί μπορούμε να πετύχουμε κάτι».
Είναι προφανές πως ο Φίσερ εκφράζει τη γενικευμένη απογοήτευση που επικρατεί στη γερμανική πολιτική τάξη για τη στροφή των ΗΠΑ προς τα δικά τους αποκλειστικά συμφέροντα και για τη σκληρή πολιτική που ασκούν ακόμη και εναντίον των παραδοσιακών συμμάχων τους. Στη διαταραγμένη διεθνή τάξη οι Ευρωπαίοι πολιτικοί προσπαθούν να κρατηθούν από την ΕΕ σαν μια σανίδα σωτηρίας, όμως η λογική αυτή ήδη αμφισβητείται εν τοις πράγμασι, αφού εντός των ευρωπαϊκών θεσμών οι διαφωνίες ακόμη και για απλές αποφάσεις έχουν πολλαπλασιαστεί κι έχουν γίνει εντονότερες εξαιτίας της ανόδου της ακροδεξιάς και του διαλυτικού κλίματος που επικρατεί στις διεθνείς σχέσεις.
Διαβάστε επίσης
Πάσχα 2025: Πότε κλείνουν τα σχολεία – Οι επόμενες αργίες
Πάσχα 2025: Αυτό είναι το εορταστικό ωράριο των καταστημάτων
Δείχνουν την έξοδο στον Μητσοτάκη – «Εν πλω» αλλαγή ηγεσίας ζητά ο Μάριος Σαλμάς
Καιρός: Διήμερο με βροχές και καταιγίδες – Πού θα είναι έντονα τα φαινόμενα
Επίδομα παιδιού Α21: Ανοίγει η πλατφόρμα για αιτήσεις – Πότε λήγει η προθεσμία