Αυτές τις μέρες, μεταξύ των τεχνικολόρ peplum και του «Ιησού από τη Ναζαρέτ» που θα κατακλύσουν τις οθόνες μας, θα προβληθεί ξανά και «Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» του Πιερ Πάολο Παζολίνι. Η καλύτερη ταινία που γυρίστηκε ποτέ για τον Χριστό, σύμφωνα με την εφημερίδα «L’Osservatore Romano» της πόλης του Βατικανού, δημιουργήθηκε από έναν άθεο μαρξιστή ο οποίος όπως έλεγε νοσταλγούσε την πίστη.
Το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» βγήκε για πρώτη φορά στις αίθουσες το 1964 και αποδίδει την ιστορία του Ιησού ακολουθώντας τις περιγραφές του ευαγγελίου. Στόχος ήταν η δημιουργία μιας ταινίας με ρεαλιστική ατμόσφαιρα χωρίς καμία αίσθηση μεταφυσικού ώστε να αναδειχθεί το επαναστατικό πνεύμα του ευαγγελικού λόγου – ο Ιησούς είναι ένας φτωχός χωρικός με ταξική συνείδηση. Γι’ αυτό ο Παζολίνι συνεργάστηκε με τεχνικούς του ιταλικού νεορεαλισμού και τους ρόλους διένειμε κυρίως σε ερασιτέχνες ηθοποιούς, δηλαδή τους διανοούμενους φίλους του (Αλφόνσο Γκάτο, Τζόρτζιο Αγκάμπεν, Έντσο Σιτσιλιάνο, Ναταλία Γκίνσμπουργκ) και τους χωρικούς του ιταλικού νότου όπου έγιναν τα γυρίσματα.
Ήδη ο Παζολίνι είχε περάσει ένα χρόνο αναζητώντας τον κατάλληλο άνθρωπο για τον ρόλο μέχρι τη στιγμή που γνώρισε μέσω του Τζόρτζιο Μανακόρντα (γιος του διάσημου μαρξιστή ιστορικού Γκαστόνε Μανακόρντα) τον Ενρίκε Ιραζοκούι, έναν 19χρονο Καταλανό φοιτητή οικονομικών ο οποίος είχε ταχθεί στην Αντίσταση κατά του Φράνκο. Η εποχή εκείνη ήταν καθοριστική για την Ισπανία και ο Ιραζοκούι ο οποίος βρισκόταν στην Ιταλία αναζητούσε οικονομική και ηθική υποστήριξη.
Στο βιβλίο «Πιερ Πάολο Παζολίνι – Κείμενα, συνεντεύξεις, επιστολές, η δολοφονία» (εκδ. 24 Γράμματα) ο Γιάννης Ηλ. Παππάς συγκεντρώνει πολύ σηµαντικά κείµενα για την αποκωδικοποίηση της προσωπικότητας του Ιταλού σκηνοθέτη και διανοούμενου. Σε αυτό δημοσιεύεται για πρώτη φορά μια ανέκδοτη επιστολή του προς τον Πιέτρο Νένι, ηγέτη του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος.
«Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να σας πω κάτι που ίσως σας συγκινήσει. Ξέρετε πώς βρήκα τον ερμηνευτή του Χριστού; Μόλις πριν από λίγες ημέρες οδηγήθηκα σε απόγνωση, επειδή ο Γερμανός (Εβραίος) ηθοποιός που είχα επιλέξει δεν με έπειθε πλέον: δεν ήταν το απόλυτο πρόσωπο που έψαχνα. Έτσι στράφηκα στον Λουίς Γκοϊτισόλο (του οποίου είχα δει επιτέλους μια φωτογραφία, με αυτό που αποκαλούν εξαιρετικό πρόσωπο) και ο Γκοϊτισόλο ήταν, και εξακολουθεί να είναι, διατεθειμένος να δεχτεί. Τότε όμως δέχτηκα το πιο αθώο τηλεφώνημα, το πιο απομακρυσμένο από την τύχη» γράφει ο Παζολίνι στον Νένι.
Εξηγεί πως αυτό που τον γοήτευσε στον Ιραζοκούι ήταν ότι ήταν εμμονικά ταγμένος τον αγώνα για την ελευθερία. Του πρότεινε να συνεργαστούν όμως αρχικά εκείνος ούτε καν τον άκουσε. «Ντρεπόμουνα για τη δυσαναλογία ανάμεσα στον ταπεινό αλλά τεράστιο ιδεαλισμό για τον οποίο είχε έρθει να με δει και σε αυτό που του πρόσφερα» ομολογεί ο Παζολίνι και εξηγεί πως ο λόγος για τον οποίο ο φοιτητής δέχτηκε τον ρόλο τελικά ήταν γιατί θα έδινε στην ισπανική αντίσταση τα χρήματα που θα κέρδιζε. «Είναι η πρώτη φορά που μιλάω γι’ αυτό (κανείς εκτός από τον παραγωγό δεν γνωρίζει τίποτα)», σημειώνει.
Ο Παζολίνι πίστευε στον κινηματογράφο που μπορούσε να οδηγήσει σε πολιτική αφύπνιση. Θεωρούσε πως ο καλλιτέχνης που συνθλίβεται από την κανονικότητα και τον μέσο όρο της κοινωνίας στην οποία ζει αποτελεί ζωντανό παράδειγμα διαμαρτυρίας. Όπως γράφει στο κείμενό του «Γιατί κάνω ταινίες» (περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Γιάννη Ηλ. Παππά) ο καλλιτέχνης «αντιπροσωπεύει πάντα την άλλη πλευρά της ιδέας που έχει κάθε άνθρωπος σε κάθε κοινωνία για τον εαυτό του. Κατά τη γνώμη μου, υπάρχει πάντα ένα περιθώριο ελευθερίας, έστω και μικρό, το οποίο μπορεί να μην είναι καν μετρήσιμο. Δεν μπορώ να σας πω σε ποιο βαθμό αυτό είναι ή δεν είναι ελευθερία. Αλλά σίγουρα κάτι ξεφεύγει από τη μαθηματική λογική της μαζικής κουλτούρας, ακόμη και προς το παρόν».