Πώς κάνετε έτσι για 100 χιλιάρικα;

Ο κυνισμός και ο νεοφιλελευθερισμός είναι αδέρφια δίδυμα, σε αυτό δεν χωρά αμφιβολία. Γιατί πώς αλλιώς μπορείς να δικαιολογείς τις νεοφιλελεύθερες αγριότητες, τη βία της ανεργίας και της διαρκούς λιτότητας για τους μη έχοντες, τα υπερκέρδη των ελάχιστων, τον εντεινόμενο αυταρχισμό και την αποφυγή κάθε λογοδοσίας;

Ο κυνισμός και η Νέα Δημοκρατία είναι ακόμη πιο πολύ «δεμένοι», αδέρφια… σιαμαία. Γιατί χωρίς κυνισμό είναι αδύνατον να γίνονται όλα αυτά που ζούμε, η τραγωδία των χιλιάδων θανάτων από Covid, το πάρτι των απευθείας αναθέσεων, η απόλυτη αδιαφορία για τις τιμές βασικών ειδών, το ρεύμα που καίει και ταυτόχρονα να ακούγονται όλα αυτά που εκστομίζονται από τα κυβερνητικά στελέχη στις πετσωμένες εκπομπές.

Γιατί όλοι τους, από τον επικεφαλής της κυβέρνησης μέχρι τον τελευταίο διορισμένο σε πολιτικό γραφείο ή γραφείο Τύπου, έχουν βαλθεί να μας αποδείξουν ανά πάσα στιγμή ότι το… βαρέλι της αναλγησίας και του κυνισμού δεν έχει πάτο.

Ετσι –ένα μικρό δείγμα ότι είναι έτοιμοι να δικαιολογήσουν τα πάντα πετώντας μελάνι σαν τις σουπιές– όταν ο βουλευτής της ΝΔ Δημήτρης Μαρκόπουλος ρωτήθηκε για την κατάθεση των 100.000 σε… 500άρικα που έκανε στον Δημήτρη Αβραμόπουλο η… πεθερά του, απάντησε νέτα σκέτα, σαν να έλεγε το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο: «Πώς κάνετε έτσι για 100 χιλιάρικα;».

Ο βουλευτής που είναι και δημοσιογράφος, οπότε θεωρητικά τουλάχιστον γνωρίζει τη σημασία που έχουν τα στοιχεία, δεν προβληματίστηκε διόλου για την κατάθεση, σαν κάθε μέρα κάποια πεθερά να «βρίσκει» 200 πεντακοσάρικα και να σπεύδει να τα καταθέσει σε κοινό με τον γαμπρό της λογαριασμό. Ούτε βέβαια μπήκε στον κόπο να σχολιάσει ότι ο εισαγγελέας χαρακτήρισε… αδιευκρίνιστη την προέλευση των χρημάτων, χωρίς και αυτός να ενδιαφερθεί να τη διευκρινίσει.

Το μόνο που ενδιαφέρθηκε να προσθέσει ο «γαλάζιος» βουλευτής –πέραν της απορίας του «πώς κάνετε έτσι για 100 χιλιάρικα;»– ήταν ότι «για έναν επιτυχημένο άνθρωπο, με τέτοια διαδρομή, δεν είναι μεγάλο το ποσό»!

Και με αυτές τις δυο φράσεις η άποψη της Νέας Δημοκρατίας και της κυβέρνησης Μητσοτάκη για τις «αδιευκρίνιστες καταθέσεις», τις στοχευμένες αναθέσεις, τις επιλεκτικές ρυθμίσεις και όλες τις ιδιοτελείς πρακτικές αποκαλύπτεται σε όλη της τη χυδαιότητα.

Γιατί με αυτό το «πώς κάνετε έτσι;» πορεύονται, ζητώντας μας να συνηθίσουμε. Να συνηθίσουμε την προπαγάνδα.

Να συνηθίσουμε τη διαφθορά. Να συνηθίσουμε τους θανάτους.

Να (τους) συνηθίσουμε δηλαδή γενικώς, ώστε πλέον να επιτρέπεται μία και μόνο «αλλαγή»: να βάζει ο (νεοφιλελεύθερος) Μανωλιός τα ρούχα του αλλιώς.