Ναυάγιο της Ζακύνθου: Πώς έστησαν την επένδυση-απάτη

Ναυάγιο της Ζακύνθου: Πώς έστησαν την επένδυση-απάτη

Ποιοι εμπλέκονται, πώς παραποίησαν τίτλους και πώς προσκόμισαν πλαστά έγγραφα για να ζημιώσουν το ελληνικό δημόσιο και δύο ιερές μονές περίπου κατά 17,2 εκατ. ευρώ σύμφωνα με το δικαστικό βούλευμα

Πολιτικό και δικαστικό θρίλερ… με ιστορία αιώνων που θυμίζει σενάριο ταινίας. Ετσι μπορεί να περιγράψει κάποιος τη διαβόητη επένδυση της εταιρείας Pimana, συμφερόντων του πρώην εμίρη του Κατάρ, κοντά στην ξακουστή παραλία Ναυάγιο της Ζακύνθου. Μια επένδυση που παρά τις τυμπανοκρουσίες από ελληνικά ΜΜΕ δεν θα έπρεπε να είχε γίνει ποτέ. Και αυτό επειδή βάσει βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που εκδόθηκε πριν από λίγες ημέρες αποδεικνύεται ότι η επίμαχη έκταση –στην οποία συμπεριλαμβάνεται και το νησί Αγιος Ιωάννης– δεν ήταν ποτέ στην κυριότητα του Γιώργου Χάρου, του φερόμενου σαν ιδιοκτήτη της. Στο βούλευμα αναλύεται πώς οι επίμαχοι τίτλοι ιδιοκτησίας που επικαλούνταν ο Γ. Χάρος –έφταναν μέχρι και την εποχή της Ενετικής Δημοκρατίας– ήταν ψευδείς, γεγονός που είχε αποτέλεσμα οι κύριοι ιδιοκτήτες της έκτασης, δηλαδή το ελληνικό δημόσιο και δύο παρακείμενες ιερές μονές, να χάσουν περίπου 17,2 εκατ. ευρώ.

Οπως αναλύεται σαφώς στο βούλευμα, η εκπρόσωπος της Pimana Τζουμάνα Μπεχάρα, ο Γ. Χάρος και η συμβολαιογράφος Νικολέττα Γυφτοπούλου που συνέταξε τις επίμαχες συμβολαιογραφικές πράξεις έδρασαν με δόλο. Οι επτά κατηγορούμενοι παραπέμπονται να δικαστούν είτε ως φυσικοί είτε ως ηθικοί αυτουργοί για πράξεις –λόγω του φερόμενου ύψους της οικονομικής ζημίας του δημοσίου οι κατηγορίες είναι κακουργηματικές– που αφορούν μεταξύ άλλων ψευδή βεβαίωση σε βάρος του δημοσίου κατ’ εξακολούθηση, ηθική αυτουργία από κοινού και απάτη από κοινού σε βάρος του δημοσίου. Η δικαστική εξέλιξη της υπόθεσης παρουσιάζει τρομερό ενδιαφέρον. Ως τότε όμως αντίστοιχο ενδιαφέρον παρουσιάζουν όσα περιγράφονται στο βούλευμα και τα οποία οδήγησαν στην περίφημη πώληση. Εχει ενδιαφέρον επειδή εκτός των άλλων σκιαγραφείται πώς γίνονται αρκετά συχνά οι… μεγάλες επενδύσεις στην Ελλάδα του σήμερα.

Στις 13 Νοεμβρίου 2014 η Ιερά Μητρόπολη Ζακύνθου και Στροφάδων και η Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου των Κρημνών –νομίμως εκπροσωπούμενες από τον μητροπολίτη Ζακύνθου– υπέβαλαν μέσω του δικηγόρου Διον. Γκούσκου μηνυτήρια αναφορά προς την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αφού η αγοραπωλησία εδαφικής έκτασης 14.387.000 τ.μ. περιλάμβανε περιουσία των δύο μονών. Στο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών αναγράφεται ότι ο φερόμενος ιδιοκτήτης της περιοχής –και νυν κατηγορούμενος– Γ. Χάρος δεν είναι «κύριος της έκτασης αυτής»

01 Eνας από τους τίτλους ιδιοκτησίας της έκτασης που προσκόμισε ο Γ. Χάρος αφορούσε διάταγμα της Ενετικής Πολιτείας που εκδόθηκε το 1783, αλλά δεν γινόταν να μεταφραστεί από την αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών

 

Βάσει του βουλεύματος δεν προέκυψε η αδιάκοπη σειρά κληρονομικής διαδοχής, άρα ούτε και ότι ο Γ. Χάρος ήταν ο πραγματικός ιδιοκτήτης της έκτασης

 

Παρά μια δικαστική απόφαση που επικαλούνταν ο Γ. Χάρος, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών έκρινε ότι δεν προέκυπταν από αυτήν «ουδόλως η περιγραφή κατά θέση, συνολική έκταση και όρια του κτήματος, που αποτέλεσε αντικείμενο του πατρονικού δικαιώματος»

 

Αλλωστε, αναφορικά με το πατρονικό δικαίωμα που επικαλέστηκε ο Γ. Χάρος, το βούλευμα είναι σαφές: το δημόσιο πατρονικό δικαίωμα επί του κτήματος Μονής Αναφωνήτριας είχε αποσβεσθεί πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι υποστήριξε ο νυν κατήγορος

 

Το βούλευμα καταλογίζει σαφείς ευθύνες –εκτός από τον Γ. Χάρο και στους άλλους τέσσερις κρατικούς λειτουργούς– στη συμβολαιογράφο Νικολέττα Γυφτοπούλου που συνέταξε «με πρόθεση τα ψευδή αυτά περιστατικά», αλλά και στη Τζουμάνα Μπεχάρα, εκπρόσωπο της εταιρείας Pimana, που προχώρησε στην αγορά. Σύμφωνα με το βούλευμα οι τρεις κατηγορούμενοι έβλαψαν τις παρακείμενες ιερές μονές και το δημόσιο –δηλαδή τους πραγματικούς ιδιοκτήτες της έκτασης– με ζημία που υπολογίζεται σε 17.221.991,256 ευρώ
Δικαστικό γαϊτανάκι

Σύμφωνα λοιπόν με όσα αναφέρονται στο βούλευμα 3189/2022 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που το έχει ολόκληρο στη διάθεσή του το Documento, η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών ερεύνησε ταχύτατα την υπόθεση και την αρχειοθέτησε έπειτα από δικογραφία που της είχε αποσταλεί από την Εισαγγελία Ζακύνθου, η οποία είχε παρέμβει αυτεπάγγελτα με αφορμή καταγγελίες για την απάτη από τον δικηγόρο Διονύση Γκούσκο.

Παράλληλα, στις 13 Νοεμβρίου 2014 η Ιερά Μητρόπολη Ζακύνθου και Στροφάδων και η Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου των Κρημνών –νομίμως εκπροσωπούμενες από τον μητροπολίτη Ζακύνθου– υπέβαλαν μέσω του δικηγόρου Διον. Γκούσκου μηνυτήρια αναφορά προς την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Η επίμαχη αναφορά διαβιβάστηκε στην Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος (επικεφαλής τότε ήταν ο Παναγιώτης Αθανασίου) και έπειτα από πόρισμα του τότε αναπληρωτή εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος Γαληνού Μπρη, που σχηματίστηκε στις 27 Οκτωβρίου 2016, η συγκεκριμένη δικογραφία αρχειοθετήθηκε ως προς έναν ερευνώμενο και παραγγέλθηκε η ανάσυρση της πρώτης δικογραφίας από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών «λόγω νέων πραγματικών περιστατικών», καθώς και η άσκηση ποινικής δίωξης κατά των νυν επτά κατηγορούμενων για την υπόθεση προσώπων. Η κύρια ανάκριση διενεργήθηκε από ανακρίτρια κατά της διαφθοράς και μετά την ολοκλήρωσή της η δικογραφία εισήχθη κατόπιν σχετικής εισαγγελικής πρότασης του 2019 –σκανδαλωδώς απαλλακτική από την εισαγγελέα Καραμανώλη για όλους τους κατηγορούμενους, για όλες τις πράξεις– υπόψη του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθήνας.

Βάσει εμπεριστατωμένου βουλεύματος όμως του 2020 που συντάχθηκε από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθήνας διατάχθηκε περαιτέρω ανάκριση. Οταν αυτή ολοκληρώθηκε η πολύπαθη δικογραφία διαβιβάστηκε εκ νέου στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθήνας, το οποίο δημοσίευσε στις 13 Σεπτεμβρίου 2022 το παραπεμπτικό βούλευμα.

«Πώληση χωρίς να είναι κύριος της έκτασης»

Η μηνυτήρια αναφορά του 2014 της Ιεράς Μητρόπολης Ζακύνθου και Στροφάδων και της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου των Κρημών υποβλήθηκε εξαιτίας του αγοραπωλητηρίου που συνέταξε η κατηγορούμενη συμβολαιογράφος Νικολέττα Γυφτοπούλου. Η επίμαχη αγοραπωλησία αφορούσε μεταβίβαση λόγω πώλησης εδαφικής έκτασης 14.387.000 τ.μ. στη δημοτική ενότητα του Νέου Δήμου Ζακύνθου. Η επίμαχη πώληση πραγματοποιήθηκε από τον κατηγορούμενο Γ. Χάρο προς την εταιρεία Pimana (Πιμάνα) Ανώνυμη Εταιρεία Ακινήτων, συμφερόντων της οικογένειας του πρώην εμίρη του Κατάρ Χαμάντ μπιν Χαλίφα αλ Θάνι.
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο βούλευμα, ο Γ. Χάρος, που προέβη στην επίμαχη πώληση στις 17 Μαΐου 2014 προς την Τζουμάνα Μπεχάρα ως νόμιμη εκπρόσωπο, πρόεδρο και διευθύνουσα σύμβουλο της εταιρείας Pimana, «επικαλείτο κυριότητα της ως άνω εδαφικής έκτασης βάσει αμφισβητούμενων τίτλων κτήσης, των οποίων γινόταν αναφορά στο ως άνω συμβόλαιο». Εντούτοις, το έπραξε αυτό χωρίς «να είναι κύριος της έκτασης αυτής, η οποία στην πραγματικότητα ανήκε κατά ένα τμήμα της 3.400 τ.μ. στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου των Κρημνών, καθώς επίσης και κατ’ άλλα τμήματά της στο Δημόσιο, ότι περιλαμβάνει κτίσματα, μεταξύ των οποίων και κηρυγμένο μνημείο, ήτοι την παλαιά Μονή Αγίου Γεωργίου, ότι η φύση της έκτασης είναι κυρίως δασική και μάλιστα αναδασωτέα και ότι για την παράτυπη αυτή μεταβίβαση ευθύνονται με πράξεις και παραλείψεις τους δημόσιοι υπάλληλοι».

«Δεν περιγράφηκε αναλυτικά η κληρονομιά»

Στο συμβόλαιο που συνέταξαν οι δύο πλευρές η αντικειμενική αξία του ακινήτου υπολογίστηκε «στο ύψος των 17.221.991,256 ευρώ, ενώ το συνολικό συμφωνηθέν τίμημα των 9.000.000 ευρώ καταβλήθηκε από την αγοράστρια στον πωλητή σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση…». Περίπου δύο μήνες νωρίτερα η κατηγορούμενη συμβολαιογράφος Νικ. Γυφτοπούλου συνέταξε πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομιών (εξ ιδιογράφων διαθηκών), διά της οποίας ο κατηγορούμενος Γ. Χάρος «αποδέχθηκε εκ νέου ως εκ διαθήκης κληρονόμος της αποβιωσάσης, στις 9-5-1989, θείας του Σοφίας Αγγελακοπούλου-Φλαμπουριάρη, την επαχθείσα σε εκείνη κληρονομιά του πατρός της Ανδρέα Φλαμπουριάρη του Στυλιανού, ο οποίος απεβίωσε το 1961…».

Παράλληλα, ο Γ. Χάρος «αποδέχθηκε την επίδικη κτηματική έκταση 14.387,40 στρεμμάτων (όπως αυτή περιγράφεται στο από μηνός Μαρτίου έτους 2014 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού-7ου κατηγορούμενου Γεωργίου Βασιλάκη), πλην του μικρού νησιού (σ.σ.: Αγιος Ιωάννης), για το οποίο επιφυλάχθηκε να το αποδεχτεί στο μέλλον». Στη διαθήκη του Ανδρέα Φλαμπουριάρη που δημοσιεύτηκε το 1961 προέκυπτε ότι «κατέλιπε ως κληρονόμους του, εκτός άλλων, την κόρη του Σοφία και τη σύζυγό του Νικολέττα». Την κληρονομιά της θείας του Σοφίας ο Γ. Χάρος την αποδέχτηκε –δυνάμει ιδιόγραφης διαθήκης της θανούσας– το 1989. Στην επίμαχη κληρονομιά συμπεριλαμβανόταν μεταξύ άλλων ένα αγρόκτημα 79.000 τ.μ.

Οπως προαναφέρθηκε όμως, ο Γ. Χάρος μέσω της πράξης δήλωσης αποδοχής κληρονομιών του 2014 «αποδέχθηκε εκ νέου την κληρονομιά του Ανδρέα Φλαμπουριάρη, επειδή, ως αναφέρεται στην πράξη αυτή, δεν είχε περιγραφεί αναλυτικά η επαχθείσα κληρονομία στην προηγηθείσα υπ’ αριθ. 46.680/1961 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών…».

«Εκτός σχεδίου, ζώνης και οικισμού»

Και στα δύο έγγραφα που συνέταξε το 2014 η κατηγορούμενη συμβολαιογράφος (πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομιών και αγοραπωλησία ακινήτου) γίνεται «περιγραφή κατά θέση, έκταση και όρια της μεταβιβασθείσας έκτασης των 14.387.000,40 τ.μ… με αναφορά στο ως άνω από μηνός Μαρτίου έτους 2014 τοπογραφικό διάγραμμα του 7ου κατηγορούμενου Γεώργιου Βασιλάκη, ως εκτός σχεδίου, εκτός οικισμού, εκτός ζώνης οικισμού, ως άρτιας και οικοδομήσιμης».

Στην επίμαχη πράξη αποδοχής κληρονομιών αναφέρεται ότι η συγκεκριμένη κτηματική έκταση περιγράφεται στην ιδιόγραφη διαθήκη του Ανδρ. Φλαμπουριάρη, σε προσύμφωνο συμβόλαιο μεταβίβασης ακινήτου του 1989 και σε απόσπασμα μελέτης του 1928 για το αγρόκτημα Αναφωνήτριας Ζακύνθου. Παράλληλα, στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του 2014 ο Γ. Χάρος δήλωσε συγκεκριμένους τίτλους κτήσης, μεταξύ των οποίων «Διάταγμα της Ενετικής Πολιτείας εκδοθέν υπό του Δουκικού Παλατίου την 25η-9-1783, διά του οποίου όλη η περιουσία της Μονής Αναφωνήτριας με τη μικρή νήσο και την ίδια τη Μονή, παραχωρήθηκε στον Κόντε Στυλιανό Φλαμπουριάρη, απώτατο προπάτορα του πωλητή-2ου κατηγορούμενου Γεωργίου Χάρου, το οποίο κειμήλιο κατέχει η οικογένειά του πρωτότυπο και δερματόδετο, συνταγμένο στην κρατούσα τότε Βενετική διάλεκτο, για το οποίο προσκομίσθηκε από τον 2ο κατηγορούμενο Γεώργιο Χάρο ανεπίσημη μετάφραση, καθώς το υπέβαλε για μετάφραση στην αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών, η οποία, σύμφωνα με σχετική βεβαίωση, δεν δύναται να το μεταφράσει…». Τελικά έγινε ανεπίσημη μετάφραση του επίμαχου εγγράφου, η οποία όμως έφερε «μεταγενέστερη ημερομηνία του επιδίκου συμβολαίου…».

«Δεν προκύπτει αδιάκοπη διαδοχή»

Στο βούλευμα αναφέρεται επίσης μια σειρά εγγράφων και δικαστικών πράξεων που αφορούν την επίμαχη έκταση που δεν δύναται να καταγραφούν εδώ δεδομένου του όγκου τους. Εχει σημασία όμως πως, σύμφωνα με το βούλευμα, «προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις» ότι «βεβαιώθηκε ψευδώς από την 1η κατηγορούμενη Νικολέττα Ψυχοπούλου» πως ο Γ. Χάρος «κατέστη κύριος της μεταβιβαζόμενης έκτασης, αποκτώντας την πλήρη κυριότητα με παράγωγο τρόπο, ήτοι λόγω αδιάκοπης σειράς κληρονομικής διαδοχής, καθόσον από τους τίτλους κτήσης, οι οποίοι παρατίθενται και προσαρτώνται στα συμβόλαια αυτά, αφενός δεν προκύπτει η αδιάκοπη διαδοχή έως του προσώπου του απώτατου φερόμενου δικαιοπαρόχου, Στυλιανού Φλαμπουριάρη και αφετέρου δεν προκύπτει ότι ο φερόμενος απώτατος δικαιοπάροχος του ανωτέρω κατηγορούμενου κατέστη αληθώς κύριος της επίδικης έκτασης και κατ’ ακολουθία ότι και οι λοιποί διάδοχοί του, ως και ο ίδιος ο πωλητής Γεώργιος Χάρος, κατέστησαν κύριοί του επίδικοι αποκτώντας αυτό».

Ως αποτέλεσμα, αυτό που αναγράφεται στο βούλευμα αναφορικά με το πατρονικό δικαίωμα που επικαλέστηκε ο Γ. Χάρος είναι ότι «δεν πρόκειται για δικαίωμα κυριότητας, αλλά για τιμητικό δικαίωμα διαχείρισης και κάρπωσης της περιουσίας της Μονής, ελεύθερα ανακλητό από την Ενετική Πολιτεία, μη δεκτικό ελεύθερης μεταβίβασης ή εκποίησης, αλλά κληρονομητό μόνο από τους απογόνους του πάτρονα…». Αναφορικά με έφεση που είχε καταθέσει το 1876 ο Νικόλαος Φλαμπουριάρης –την επικαλείται ο Γ. Χάρος–, στο βούλευμα αναγράφεται ότι «δεν προκύπτει από την ως άνω απόφαση ουδόλως η περιγραφή κατά θέση, συνολική έκταση και όρια του κτήματος, που αποτέλεσε αντικείμενο του πατρονικού δικαιώματος… Ο ενάγων, ως δικαιούχος του πατρονικού δικαιώματος, κατέχει τα αναφερόμενα κτήματα, τα οποία ωστόσο ανήκουν στη Μονή Αναφωνήτριας».

«Συνέταξε διαφορετικό κείμενο διαθήκης»

Το ακόμη σημαντικότερο είναι ότι μέσω της ιδιόγραφης διαθήκης του ο Νικ. Φλαμπουριάρης το 1880 «κατέλιπε τα κτήματά του στη σύζυγό του Πηγή Δακούρου και μετά τον θάνατό της στον αδερφό του Στυλιανό, η δε σύζυγός του ακολούθως μεταβίβασε στον εκ διαθήκης κληρονόμο Στυλιανό Φλαμπουριάρη την επικαρπία αυτών. Πλην όμως, καθώς ο ως άνω διαθέτης απεβίωσε χωρίς άρρενα κατιόντα, το δημόσιο πατρονικό δικαίωμα επί του κτήματος Μονής Αναφωνήτριας αποσβέσθηκε με τον θάνατό του και δεν ήταν δυνατό να μεταβιβαστεί νομίμως λόγω κληρονομικής διαδοχής στην Πηγή Δακούρου…». Εξάλλου, «με τον θάνατο του Νικολάου Φλαμπουριάρη, ο οποίος απεβίωσε άνευ άρρενος κατιόντος (όπως προκύπτει από το κείμενο της διαθήκης του), αποσβέσθηκε το δημόσιο πατρονικό δικαίωμα της οικογένειας Φλαμπουριάρη, η δε κυριότητα της Μονής Αναφωνήτριας επί των κτημάτων της δεν υπόκειτο σε κανέναν περιορισμό».

Στο βούλευμα αναφέρεται επίσης ότι στην πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομιών του 2014 «βεβαιώνεται ψευδώς ότι η επίδικη έκταση περιγράφεται στα αναφερόμενα σε αυτά δημόσια έγγραφα, αφού από το περιεχόμενο αυτών δεν μπορούν να ταυτοποιηθούν ούτε τα όριά της, ούτε και η συνολική έκταση αυτής». Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι σε κανέναν από τους τίτλους που προσκόμισε ο Γ. Χάρος δεν «γινόταν λόγος για έκταση 14.467,49 στρεμμάτων, ούτε προέκυπταν με σαφήνεια τα όρια αυτής, ώστε να δύναται να ταυτοποιηθεί, ούτε και υπήρχε συνεχής διαδοχή των τίτλων».

Παράλληλα, στο πόρισμα της 27ης Οκτωβρίου 2016 του αναπληρωτή εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος, βάσει του οποίου ασκήθηκε η ποινική δίωξη, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι η διάταξη της διαθήκης του 1960 αναφερόταν «στη σύζυγο του διαθέτη, Νικολέττα και όχι στην κόρη του, Σοφία και συνεπώς η συντάξασα συμβολαιογράφος-1η κατηγορούμενη Νικολέττα Γυφτοπούλου επέλεξε σκόπιμα να παραλείψει να αντιγράψει από το κείμενο της ιδιόγραφης διαθήκης την πρόταση που αναφέρεται στη σύζυγό του διαθέτη, Νικολέττα… Η συντάξασα συμβολαιογράφος διαμόρφωσε ένα νέο κείμενο, διαφορετικό από αυτό της ιδιόγραφης διαθήκης…».

«Βεβαίωσε ψευδώς με πρόθεση»

Ως αποτέλεσμα, οι «πιο πάνω ψευδείς κατά περιεχόμενο δηλώσεις του 2ου κατηγορούμενου Γεωργίου Χάρου, η κατηγορούμενη συμβολαιογράφος Νικολέττα Γυφτοπούλου, κατά παράβαση των ως άνω υποχρεώσεών της εκ της ιδιότητάς της και του καθήκοντος που επέβαλε σε αυτήν την αποχή από την επιχείρηση μη νόμιμων πράξεων, τις καταχώρισε στα συμβόλαια που συνέταξε, με αποτέλεσμα να εμφανίσει σε αυτά την ως άνω έκταση να περιέχεται δήθεν κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα στον κληρονόμο-2ο κατηγορούμενο Γεώργιο Χάρο… και ακολούθως να μεταβιβάζεται δήθεν νόμιμα από τον πωλητή και κατά πλήρη κυριότητα στην αγοράστρια εταιρεία Pimana…».

Η κατηγορούμενη συμβολαιογράφος «βεβαίωσε με πρόθεση τα ψευδή αυτά περιστατικά, που δηλώθηκαν από τον πωλητή… με σκοπό, από τη μεταβίβαση της έκτασης να προσπορίσει αθέμιτο περιουσιακό όφελος τόσο στον πωλητή Γεώργιο Χάρο, ο οποίος έλαβε το υψηλό τίμημα της πώλησης, όσο και στην αγοράστρια εταιρεία… κατά τη διαφορά αντικειμενικής αξίας του ακινήτου και του τιμήματος που αυτή κατέβαλε, και να βλάψει αντίστοιχα τους αληθείς κυρίους, ήτοι την Ιερά Μονή Θεοτόκου Αναφωνήτριας και την Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου των Κρημνών και ενδεχομένως και το ελληνικό Δημόσιο, με την ελάττωση της περιουσίας τους κατά την αντικειμενική αξία της πωληθείσας έκτασης, συνολικού ύψους 17.221.991,256 ευρώ».

Ο ρόλος της Τζουμάνα Μπεχάρα της Pimana

Ακόμη, «οι ως άνω μερικότερες πράξεις της κακουργηματικής ψευδούς βεβαίωσης» από την κατηγορούμενη συμβολαιογράφο τελέστηκαν «κατόπιν συνεχών προτροπών, παραινέσεων και πιέσεων αμφοτέρων των συμβαλλόμενων, πωλητή και αγοράστριας, που ενεργούσαν κατόπιν συναπόφασης και με κοινό δόλο». Κι ενώ στο βούλευμα γίνεται αναφορά και σε «ερμηνευτική παρέμβαση» της κατηγορούμενης συμβολαιογράφου αναφορικά με την περιουσία του Ανδρ. Φλαμπουριάρη, μέσω της οποίας «περιήλθαν, με την ως άνω ιδιόγραφη διαθήκη του, στην κόρη του Σοφία και επομένως, και στον Γεώργιο Χάρο».
Αναφορικά με την κατηγορούμενη Τζουμάνα Μπεχάρα της εταιρείας Pimana τονίζεται ότι «εν γνώσει της και με σκοπό να προσπορίσει στον μεν πωλητή αθέμιτο όφελος, ποσού 9.000.000 ευρώ, στη δε αγοράστρια εταιρεία έκταση αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας της ύψους 17.221.991,256 ευρώ, αν και το τίμημα αυτής, το οποίο κατέβαλε, προσδιορίστηκε μόλις στο ποσό των 9.000.000 ευρώ και να βλάψει παράνομα το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ “Ιερά Μονή Αγ. Γεωργίου Κρημνών” και “Ιερά Μονή Αναφωνήτριας”, τουλάχιστον κατά το ποσό των 17.221.991,256 ευρώ…».

Η δράση των υπόλοιπων εμπλεκομένων

Στο πόρισμα γίνεται αναφορά και στον κατηγορούμενο τοπογράφο Γιώργο Βασιλάκη, ο οποίος μεταξύ άλλων «δηλώνει ψευδώς ότι στο μεταβιβαζόμενο αγροτεμάχιο, έκτασης 14.467,49 στρεμμάτων, δεν υπάρχει κτίσμα, ενώ το αληθές είναι ότι εντός της ανωτέρω έκτασης υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν τα ως άνω κτίσματα».

Αναφορικά με τους υπόλοιπους κατηγορούμενους, στο βούλευμα αναφέρεται πως ο Δημήτρης Σκαλτσογιάννης, δασολόγος της Διεύθυνσης Δασών Ζακύνθου, έκανε έκθεση αυτοψίας επίδικης έκτασης κατόπιν σχετικού αιτήματος του Χάρου. Βάσει αυτής της αυτοψίας ο Ευστάθιος Τοτοκώτσης, ως προϊστάμενος της διεύθυνσης, εξέδωσε πράξη χαρακτηρισμού, βάσει της οποίας η έκταση χαρακτηρίστηκε ως μη δασική και η οποία κατά το βούλευμα εκδόθηκε χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Ο Νικόλαος Μπακουλόπουλος από την πλευρά του, υπό την ιδιότητα του διευθυντή Συντονισμού και Επιθεώρησης Δασών Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, ενέκρινε την έκδοση της πράξης χαρακτηρισμού. Ο τοπογράφος Γ. Βασιλάκης, τέλος, εμφανίζεται να έχει κάνει τοπογραφικό διάγραμμα στο οποίο δεν αποτυπωνόταν σωστά η επίμαχη έκταση. Το διάγραμμα αυτό προσαρτήθηκε ασφαλώς στα επίμαχα συμβόλαια, δηλαδή στην αποδοχή της κληρονομιάς από τον Χάρο και στο αγοραπωλητήριο.

 

 

 

Documento Newsletter