Αποχαιρετισμός στη Σινέντ Ο’ Κόνορ, το κορίτσι με το ξυρισμένο κεφάλι και την καταπληκτική φωνή που έβγαλε γλώσσα στο σύστημα της μουσικής βιομηχανίας
Πολλοί θα πουν πως ο πρόωρος θάνατος της Σινέντ Ο’Κόνορ ήταν κάτι σχεδόν αναμενόμενο. Η αυλαία που έπεσε έπειτα από έναν ταραχώδη βίο, γεμάτο προσωπικά αδιέξοδα, τραγωδίες και μια μόνιμη διαμάχη μ’ ένα ολόκληρο σύστημα. Αυτό της μουσικής βιομηχανίας που η ίδια εμφανίστηκε να υπηρετεί με μια τεράστια επιτυχία το 1990 και την έκανε διάσημη παγκοσμίως. Ο λόγος φυσικά για τη σπαρακτική μπαλάντα «Nothing compares 2U», σύνθεση που της έγραψε ο Πρινς για το δεύτερο προσωπικό της άλμπουμ με τίτλο «I do not want what I haven’t got». Κακά τα ψέματα, ο πιο πολύς κόσμος έμαθε την Ιρλανδή τραγουδίστρια από ένα μόνο τραγούδι, αλλά τη γνώρισε καλύτερα μέσα από μια σειρά πράξεων που την έχρισαν αυτοκαταστροφική ή τουλάχιστον αντισυμβατική για τα δεδομένα μιας ποπ σταρ. Διότι ήθελε γερά κότσια να είσαι ποπ σταρ και να βγαίνεις στο δημοφιλές τηλεοπτικό σόου «Saturday night live» σκίζοντας τη φωτογραφία του πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄ εν είδει διαμαρτυρίας για τα σεξουαλικά εγκλήματα της Καθολικής Εκκλησίας.
Και αυτό συνέβη το 1992, δύο μόλις χρόνια μετά την επιτυχία του «Nothing compares 2U». Η Σινέντ Ο’Κόνορ μπήκε ξαφνικά στο στόχαστρο ως η «τρελή του παγκόσμιου χωριού», προκαλώντας την οργή μέχρι και της Μαντόνα. Οπως έγραψαν τότε οι «New York Times», επειδή η Σινέντ πήρε πάνω της όλα τα φώτα της δημοσιότητας με αυτή της την κίνηση, η Madonna επέστρεψε και πάλι υποκριτικά στη θρησκεία για να μιλήσει απαξιωτικά εναντίον της, παρόλο που το πρόσφατο τότε άλμπουμ της, τo «Erotica», εστίαζε πολύ στο σεξ. Και όμως, από εκείνη την τηλεοπτική εμφάνιση, και έπειτα, όταν η Σινέντ τραγούδησε στη συναυλία-φόρο τιμής για τα τριάντα χρόνια του Μπομπ Ντίλαν στα μουσικά πράγματα, ο τροβαδούρος Κρις Κριστόφερσον τη συμβούλεψε:
«Μην αφήσεις να σε βάλουν κάτω τα καθάρματα». Πολύ αργότερα, το 2001, η Σινέντ θα εξηγούσε στην αυτοβιογραφία της ότι μια ποπ σταρ είναι επιθυμητή απ’ όλους, η ίδια όμως δεν είχε κανένα πόθο για φήμη ως τραγουδίστρια διαμαρτυρίας που ήταν από το ξεκίνημά της.
Το ξυρισμένο κεφάλι της ήταν ένα ακόμη σήμα κατατεθέν της που ερχόταν κόντρα με το καθιερωμένο μοντέλο των ποπ τραγουδιστριών. Και όταν το 2017 άλλαξε το όνομά της σε Μάγκντα Ντάβιτ, δήλωσε πως το έκανε για να ελευθερωθεί από τη σκλαβιά της πατριαρχίας. Ενα χρόνο μετά θα ασπαζόταν το ισλάμ και θα άλλαζε αρχικά το μικρό της όνομα σε Shuhada και κατόπιν το επώνυμό της σε Sadaqat. Οσο για τη σχέση της με τον Πρινς, τον καλλιτέχνη που της χάρισε τη φήμη παγκοσμίως, δεν ήταν ομολογουμένως και η καλύτερη. Ο ίδιος μιλούσε άσχημα γι’ αυτήν, με αποκορύφωμα μια συνάντησή τους στο σπίτι του, όπου κατέληξαν να αλληλοβρίζονται και συνέβησαν ακρότητες μεταξύ τους.
Τον Οκτώβρη του 2007, παρευρέθηκε στο σόου της Οπρα Γουίνφρι, όπου ομολόγησε ότι είχε διαγνωστεί με διπολική διαταραχή από το 2003 και ότι το 1999, στα τριακοστά τρίτα γενέθλια της, είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Το 2016 προσπάθησε να αποτοξινωθεί από την πολύχρονη χρήση ινδικής κάνναβης που της προξενούσε αγοραφοβία. Τα προβλήματα με την ψυχική της υγεία διογκώθηκαν τον τελευταίο ενάμιση χρόνο μετά την αυτοκτονία του γιου της Σέιν, τον Ιανουάριο του 2022, στα 18 του χρόνια. Η Σινέντ άρχισε να γράφει δημοσίως στα social media για την πρόθεσή της να αυτοκτονήσει με αποτέλεσμα να νοσηλευτεί.
Τέσσερα παιδιά είχε αποκτήσει από τέσσερις διαφορετικούς άντρες, παρόλο που το 2000 είχε μιλήσει ανοιχτά στο διαδικτυακό μαγκαζίνο Entertainment Weekly για τη σύνθετη σεξουαλικότητά της: «Είμαι κατά τρία τέταρτα στρέιτ και κατά ένα τέταρτο γκέι». Το ίδιο σύνθετες ήταν και οι θρησκειολογικές αναζητήσεις της. Πολύ προτού ασπαστεί το ισλάμ τής είχε γίνει πρόταση στα τέλη του 1990 από τον επίσκοπο Μάικλ Κοξ της Ιρλανδικής Αποστολικής Εκκλησίας να γίνει ιερέας. Η ίδια μάλλον το είχε προξενήσει αυτό, αφού σε άλλη τηλεοπτική εκπομπή εξομολογήθηκε πως αν δεν ήταν τραγουδίστρια, θα ήθελε να είναι καθολική ιερέας. Μια ζωή λοξή, αντικομφορμίστρια, ανορθόδοξη, έτοιμη τη μια στιγμή να τα βάλει με τους θεσμοφύλακες της πολιτικής, θρησκευτικής και μιντιακής εξουσίας και την άλλη να αναθεωρήσει κατά πώς εκείνη νόμιζε ως πιο σωστό.
Η Σινέντ Ο’Κόνορ κυκλοφόρησε συνολικά δέκα προσωπικά άλμπουμ από το 1987 μέχρι το 2014. Την περασμένη Τετάρτη, 26 Ιουλίου, μια λιτή δήλωση της οικογένειάς της γνωστοποίησε τον θάνατό της χωρίς αναφορά στα αίτιά του. Ηταν 56 ετών και μάλλον απαλλάχτηκε οριστικά από τα επίγεια βάσανά της. Σίγουρα θα μείνει στην ιστορία της ποπ μουσικής βιομηχανίας ως το κορίτσι με το ξυρισμένο κεφάλι και την καταπληκτική φωνή που έβγαλε τη γλώσσα αυθάδικα σ’ ένα ολόκληρο σταρ σίστεμ. Nothing compares 2 HER.