Το 1994 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στον Μικρασιατικό Πόντο.
Την ημέρα αυτή το 1919 αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα ο Κεμάλ Ατατούρκ, σηματοδοτώντας την αρχή του τέλους των 28 αιώνων ελληνικού πολιτισμού στον Εύξεινο Πόντο. Η εκκαθάριση των χριστιανικών πληθυσμών είχε ξεκινήσει ήδη από το 1914 με την επιστράτευση στα διαβόητα τάγματα εργασίας στα βάθη της Ανατολής και ολοκληρώθηκε τέσσερα χρόνια μετά την απόβαση στη Σαμψούντα, όταν οι διωγμοί πήραν χαρακτήρα γενοκτονίας με τη δράση των άτακτων ομάδων του Κεμάλ. Ιστορικοί και ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο αριθμός των θυμάτων των Ελλήνων του Πόντου από το 1914 έως το 1923 αγγίζει τις 353.000. Οσοι επέζησαν από το κυνηγητό κατέφυγαν ως πρόσφυγες είτε στη νότια Ρωσία είτε στην Ελλάδα – περίπου 400.000 έφτασαν στη μητροπολιτική πατρίδα.
Η Δέσποινα Σουρμελή-Μισούλη, το γένος Φωστηροπούλου, πρόσφυγας από τον Πόντο στην Αθήνα, έχοντας διανύσει ζωή ενός αιώνα, διηγείται στο Documento οικογενειακές μνήμες από την Κερασούντα και την Τραπεζούντα καθώς και στιγμιότυπα από τα πρώτα χρόνια του ξεριζωμού.
Τα όμορφα χρόνια στον Πόντο
«Ο παππούς μου ο Ιορδάνης Σουρμελής ήταν έμπορος φουντουκιών από την Κερασούντα. Ηταν εύφορος ο τόπος και οι Ελληνες εκεί είχαν δύναμη. Ο άλλος μου παππούς, ο Γιώργος Φωστηρόπουλος, ήταν Τραπεζούντιος και είχε μια από τις ελληνικές τράπεζες στον Πόντο. Οταν πήγα, στις αρχές του ’80, στο σπίτι του παππού μου στην Τραπεζούντα δεν με άφησαν να μπω μέσα την πρώτη φορά. Ανήκει στο τουρκικό κράτος. Οταν τελικά μπήκα, οι υπάλληλοι μου έδειχναν τα καλοριφέρ. Σε αυτό το σπίτι γεννήθηκε η μητέρα μου το 1892. Είχε από τότε καλοριφέρ! Από κάτω είχε και λουτρά. Ο Χρύσανθος, ο μητροπολίτης Τραπεζούντας (σ.σ.: μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αθηνών), ήταν πολύ φίλος του παππού μου και κάθε Σάββατο πήγαινε στο σπίτι, έκανε το μπάνιο του στα λουτρά, καθόταν με τον παππού μου και το πρωί ερχόταν η άμαξα να τον πάει στη λειτουργία. Τόσο μεγάλη φιλία είχαν.
Οταν ήρθαν οι Ρώσοι στην Τραπεζούντα, πολλούς αξιωματικούς είχε φιλοξενήσει ο παππούς μου στο σπίτι του λόγω του Χρύσανθου. Εδώ στην Αθήνα ήταν πάντα στην πρώτη θέση σε όλες τις εκδηλώσεις στη Μητρόπολη. Τα δυο του παιδιά, ο Θρασύβουλος και ο Γιάννης, σπούδασαν στη Γαλλία. Η μητέρα μου ήταν εσωτερική στις καλόγριες. Εμαθε γαλλικά και πιάνο. Της έστελνε γράμματα ο αδερφός της και της έλεγε: “Μάθε να παίζεις καλά και θα σου φέρω παρτιτούρες από το Παρίσι να μάθεις ευρωπαϊκά τραγούδια”. Δεν θυμάμαι ποια ήταν, τα τραγουδούσε στα παιδιά μου. Πήγε πολλές φορές στη Γαλλία όταν ήταν τα αδέρφια της εκεί. Γύρισαν όλη την Ευρώπη. Η μητέρα μου έλεγε “την έχω δει την Ευρώπη, την Ελλάδα θέλω να γνωρίσω”. Στην Ελλάδα ήρθε μια και καλή, πρόσφυγας.
Τα καλοκαίρια προτού παντρευτεί πήγαινε στη θεία της την Αφροδίτη, την αδερφή της μάνας της, στην Κωνσταντινούπολη, στα Πριγκηπόννησα. Η άλλη της θεία, η Αριάδνη, έμενε στην Ορντού και στο υπόγειο του σπιτιού της έκρυψε πολλά παιδιά για να γλιτώσουν από την εξορία τα δύσκολα χρόνια.
Ο πατέρας μου σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί γνωρίστηκαν με τη μητέρα μου, λίγο πριν από τον γάμο τους. Τη μάνα μου την είχε τάξει ο πατέρας της στου Σουρμελή τον γιο απ’ όταν ήταν τεσσάρων χρόνων. Οι γονείς μου πάντα ξέρανε ότι θα παντρευτούν αλλά δεν γνώριζαν ο ένας τον άλλον μέχρι που μεγάλωσαν. Αν και η μητέρα μου ήθελε έναν γιατρό που σπούδαζε με τα αδέρφια της και ο πατέρας μου ήταν ερωτευμένος με μια άλλη, δεν τολμούσαν να πούνε τίποτα. Παντρεύτηκαν το 1914 στην Τραπεζούντα και ζήσαν στην Κερασούντα. Εκεί γεννηθήκαμε εγώ και ο αδερφός μου».
Η πικρή ώρα του διωγμού
«Το σπίτι του παππού του Ιορδάνη Σουρμελή ήταν στο λιμάνι, πάνω στη θάλασσα. Όταν πήγα να το δω, σε μια εκδρομή στον Πόντο, ήταν γκρεμισμένο. Σήμερα δεν υπάρχει. Τα σπίτια των συγγενών του όμως που ήταν πιο πάνω, κοντά στα σχολεία, υπάρχουν. Είναι στο ύψωμα, εκεί όπου είναι θαμμένος αυτός ο μεγάλος εγκληματίας, ο Τοπάλ Οσμάν. Τον έβγαλε ο Κεμάλ από τη φυλακή για να εξοντώσει τους χριστιανούς στην Κερασούντα. Θυμάμαι μια ιστορία με ένα παιδί 18 χρόνων που το έβαλε αυτός σε ένα βαρέλι με καρφιά και το κατρακυλούσε στους δρόμους της Κερασούντας. Θυμάμαι επίσης ότι η νονά μου θα παντρευόταν έναν γιατρό που τον σκότωσαν ύπουλα. Σκοτώνανε όλους τους μορφωμένους. Δικηγόρους, γιατρούς, όσους σπούδασαν στην Ελλάδα τούς καλούσαν στη δημαρχία για ανάκριση και τους σκοτώνανε.
Συνέλαβαν και τον παππού μου. Δεν ήθελε να φύγει από την Κερασούντα. “Πού να τα αφήσω όλα αυτά τα καλά;” έλεγε. Τον κρέμασαν στην Αμάσεια το 1921. Μια ξαδέρφη μου που πήγε μου έχει διηγηθεί ότι όλη μέρα ήταν κρεμασμένοι εκατό στη σειρά. Μικρό παιδάκι ήμουν όταν μας διώξανε από το σπίτι μας. Πήγαμε πρώτα στην Κωνσταντινούπολη. Μείναμε εκεί μέχρι να μάθουνε πού βρισκόταν ο πατέρας μου. Όταν ακόμη ζούσε ο παππούς μου, αγόρασαν ένα πλοίο, το φόρτωσε με φουντούκια και το πήγε μέσω Ρωσίας στην Κωνστάντζα. Ωστόσο το βούλιαξαν οι Ρώσοι. Αποζημιώθηκε γι’ αυτό με 90.000. Είχε πολλά ακίνητα στην Κερασούντα από τον πατέρα του και πήρε τελικά μεγάλη αποζημίωση.
Ο παππούς μου ο Φωστηρόπουλος δεν πήρε τίποτε. “Η φτωχή Ελλάδα πού θα βρει να μας δώσει εμάς;” έλεγε. Δεν είχε όμως ακίνητη περιουσία αυτός. Τα λεφτά που είχε τα μοίρασε στα παιδιά του στην Κωνσταντινούπολη, όπου νοίκιασε ένα μεγάλο σπίτι στην πλατεία Ταξίμ για όλους μας. Από κει ο ένας θείος μου, ο Γιάννης, πήγε στη Γαλλία και έφερε μια αντιπροσωπεία με μοτοσικλέτες στην Ελλάδα. Ο άλλος, ο Θράσος, ήρθε κατευθείαν στην Ελλάδα με τον πατέρα του. Είχαν πάντα συναλλαγές με Έλληνες εφοπλιστές οι Φωστηρόπουλοι. Στην Αθήνα τον παππού μου τον φιλοξένησε ο εφοπλιστής Κουλούρας και του έλεγε μάλιστα να ιδρύσει εδώ μια τράπεζα. Ο ίδιος όμως δεν ήθελε. Δούλεψε στα γραφεία του Κουλούρα μέχρι που πέθανε στα 87 του χρόνια, το 1951. Έζησε μόνος του και δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ. Τα παιδιά του τα επισκεπτόταν εβδομαδιαίως. Σ’ εμάς ερχόταν τις Κυριακές μετά την εκκλησία. Μερικές φορές πήγαινα στο σπίτι του και έμενα μαζί του ένα βράδυ. Έμενε στα Πετράλωνα. Ήταν και το σχολείο μου κοντά. Όταν ξυπνούσα το πρωί, θυμάμαι, έβρισκα πάντα τα παπούτσια μου βαμμένα. Και στον αδερφό μου έκανε το ίδιο όταν πήγαινε. Τα φρόντιζε όλα. “Τι θα τον κάνουμε αυτό τον παππού;” σχολιάζαμε μεταξύ μας.
Πρόσφυγες στην Ελλάδα μας πήγαν πρώτα στο Λαύριο. Εμείς μετά πήγαμε στην Κρήτη, στο Ρέθυμνο. Ο πατέρας μου δούλευε εκεί σε ένα εργοστάσιο που εμπορευόταν ελιές. Όταν έκλεισε το εργοστάσιο, βρήκε δουλειά στην Αθήνα. Ο Σεϊτανίδης, ο υπουργός Προνοίας, τον έστειλε ως επόπτη ανοικοδόμησης στο Αιγάλεω και το Περιστέρι. Τότε χτίζονταν αυτές οι περιοχές. Με την αποζημίωση που πήρε για την περιουσία του στον Πόντο έφτιαξε τότε ένα μεγάλο σπίτι με κήπο στο Αιγάλεω. Τα δύσκολα χρόνια ξανάρθαν στον πόλεμο του ’40. Πέθαιναν οι άνθρωποι από την πείνα στον δρόμο. Από το Αιγάλεω με το λεωφορείο, γκαζοζέν ήταν τότε, όταν περνούσαμε από την Ιερά Οδό, από την Ομόνοια, βλέπαμε τα πτώματα στην άκρη του δρόμου και άλλους να παίρνουνε τα δελτία τους. Εμείς δεν μπορώ να πω ότι πεινάσαμε. Ηταν δύσκολα χρόνια όμως για όλους. Και τώρα είναι δύσκολα τα χρόνια. Δεν βλέπετε τι γίνεται εδώ κι εκεί; Δεν ξέρουμε τι θα γίνει πάλι.
Μέσα στον πόλεμο του ’40 γνώρισα τον άντρα μου. Από το ’76 και μετά, αφού πέθανε, το έριξα στα ταξίδια. Έχω πάει παντού. Δεν ταξιδεύω πια. Σταματάει και το μυαλό πού και πού. Ευχαριστήθηκα όμως σήμερα που θυμήθηκα τα παλιά και μιλήσαμε για τον Πόντο».