Στοχοποιούν τους δημοσιογράφους για να κρύψουν τις αυθαιρεσίες
Το πρωί της 17ης Νοέμβρη η Πατησίων ήταν έρημη. Χωρίς μουσικές, λουλούδια και αυτοκίνητα να κορνάρουν, χωρίς τραπεζάκια παρατάξεων και οργανώσεων.
Χωρίς καν το ντοκιμαντέρ-ορόσημο και τη μικροφωνική με τις ανακοινώσεις κομμάτων, φορέων, συνδικάτων. Μόνο αστυνομικοί και δημοσιογράφοι. Και κάθε τόσο τριάδες στελεχών από διάφορες οργανώσεις που άφηναν ένα στεφάνι στην πύλη να σπάνε τη μονοτονία.
Ενα διαφορετικό Πολυτεχνείο, όπου κυριαρχούσαν τα… στοιχήματα για το αν θα καταφέρει τελικά κάποιο κόμμα να συγκεντρωθεί μετά την απαράδεκτη απαγόρευση συναθροίσεων και εφόσον ήδη το πρωί το ΚΚΕ είχε αιφνιδιάσει την αστυνομία με μια πορεία-έκπληξη.
Ολα άλλαξαν όταν εμφανίστηκαν στην Πανεπιστημίου περίπου 1.500 μέλη του ΚΚΕ. Στάθηκαν, όλοι με μάσκες, σε απόσταση ενάμιση μέτρου ο ένας από τον άλλο και με συνθήματα άρχισαν να δίνουν ζωή στην 47η επέτειο του Πολυτεχνείου.
Η συγκέντρωση έσπασε στα δύο μετά την καταδρομική επιχείρηση της αστυνομίας, που στοχοποίησε μάλιστα και τον βουλευτή του ΚΚΕ Θανάση Παφίλη και οδήγησε στην προσαγωγή τουλάχιστον πέντε μελών του κόμματος. Οι διαπραγματεύσεις των αστυνομικών με τον γγ του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα για απελευθέρωση των προσαχθέντων αποδείχτηκε πως ήταν πρόφαση. Μετά την εντολή «όλοι τρέξτε Ιπποκράτους» ο κλοιός των αστυνομικών έσπασε και οι αύρες επιτάχυναν επικίνδυνα κατά των διαδηλωτών, με τα χημικά να έχουν ήδη κάνει την ατμόσφαιρα ασφυκτική. Οι αύρες κατέβρεχαν όποιον έβρισκαν, κατεβάζοντας την πορεία μέσα σε δέκα λεπτά από το Πανεπιστήμιο στο Μεταξουργείο. Η πορεία διαλύθηκε στα στενά του Μεταξουργείου, όμως οι προσαγωγές δεν σταμάτησαν. Πάνοπλοι αστυνομικοί μάζευαν όποιον έβρισκαν, ενώ δημοσιογράφοι κατέγραφαν λεπτό προς λεπτό την πρωτοφανούς αγριότητας επίθεση.
«Αυτά που ξέρεις δεν ισχύουν εδώ μέσα»
Κάπου εκεί το ρεπορτάζ για το Documento τελειώνει, γιατί ένας αστυνομικός αποφάσισε να μετατρέψει σε δημοσιογραφικό θέμα τον ίδιο τον δημοσιογράφο.
Καθώς λοιπόν μετέδιδα ζωντανές εικόνες ακολουθώντας τους προσαχθέντες προς τη Διεύθυνση Τροχαίας Αττικής, ένας αστυνομικός μπήκε μπροστά μου και απαίτησε να σταματήσω ρωτώντας με «τι είσαι εσύ;». Απάντησα «δημοσιογράφος», όμως εκείνος πήρε από τα χέρια μου μόνο την αστυνομική ταυτότητα και όχι τη δημοσιογραφική λέγοντας ότι δεν τον ενδιαφέρει η ιδιότητα. «300 ευρώ, δεν φοράς μάσκα, περίμενε» ήταν η φράση που μου είπε προτού γυρίσω την κάμερα στη selfie εικόνα για να καταγράψω ότι φορούσα όχι απλώς μάσκα, αλλά αντιασφυξιογόνα μάσκα με φίλτρο ακόμη και για τα χημικά των ΜΑΤ. Εκείνος είχε αποφασίσει όμως ότι η μετάδοση έπρεπε να σταματήσει για να μπορέσει επιτέλους να εκφραστεί όπως θέλει. Μου κατέβασε με δύναμη την κάμερα και αφού έβαλα το κινητό στην τσέπη κόλλησε το πρόσωπό του στο δικό μου για να με αποκαλέσει «πουτάνας γιο».
Τον ακολούθησα στον χώρο όπου κρατούνταν και οι δύο προσαχθέντες του ΚΚΕ. Με υποχρέωσε να καθίσω σε μια καρέκλα σπρώχνοντάς με με δύναμη προς τα κάτω και λέγοντάς μου να μην κουνηθώ. Οταν σηκώθηκα επισημαίνοντας ότι αρνείται να δει τη δημοσιογραφική μου ταυτότητα με υποχρέωσε ξανά να καθίσω στο ίδιο μέρος, κολλώντας και πάλι το πρόσωπό του στο δικό μου και φωνάζοντάς μου «αυτά που ξέρεις δεν ισχύουν εδώ μέσα».
Χρειάστηκε να πάω στην Τροχαία την επόμενη μέρα με δικηγόρο για να πάρω επικυρωμένη φωτοτυπία του αντίγραφου της κλήσης και αφού περάσαμε από μια γραφειοκρατική φαρσοκωμωδία σχεδόν δύο ωρών. Γκεστ σταρ στην Τροχαία ο ίδιος αστυνομικός, ο οποίος κυκλοφορούσε στα γραφεία και στους διαδρόμους προφανώς ενημερωμένος για την παρουσία μου στον χώρο και έλεγε στους συναδέλφους του για κάποιον που «μου έλεγε ότι είναι δημοσιογράφος και δεν φορούσε μάσκα».
Η ανακοίνωση της ΕΣΗΕΑ
Το θέμα είχε ήδη λάβει διαστάσεις που δεν θα φανταζόμουν ποτέ. Η ΕΣΗΕΑ εξέδωσε ανακοίνωση για την προκλητική στάση της αστυνομίας και ακολούθησαν ο ΣΥΡΙΖΑ και διεθνείς δημοσιογραφικές οργανώσεις όπως το International Press Institute και οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα (RSF) απαιτώντας να διερευνηθεί το περιστατικό.
Και η ίδια η κλήση όμως έκρυβε δύο μεγάλες εκπλήξεις: αφενός στο πεδίο του τόπου της «παράβασης» φαίνεται να έχουν διαγραφεί χειρόγραφα οι λέξεις «Πατησίων – Τοσίτσα», δηλαδή η… διεύθυνση του Πολυτεχνείου, το οποίο απείχε τουλάχιστον τρία χιλιόμετρα από το σημείο του περιστατικού. Η δεύτερη έκπληξη ήταν ακόμη μεγαλύτερη, αφού η ημερομηνία της παράβασης δεν ήταν η Τρίτη 17η Νοέμβρη, αλλά η… «13/11/20 ημέρα Παρασκευή και ώρα 15:15». Μάλιστα σε αυτό το «λάθος» στην ημερομηνία βασίστηκε και η απόφαση για διαγραφή της κλήσης που μου γνωστοποιήθηκε μέσω του διοικητή της Τροχαίας Αττικής και η οποία ελήφθη «κατόπιν αυτεπάγγελτου ελέγχου» της Υπηρεσίας και σαφώς –λέω εγώ– μετά τη συνολική κατακραυγή από πολίτες και δημοσιογράφους.
Ας κλείσουμε με το εξής: το μένος των αστυνομικών από το γεγονός πως η αντιδημοκρατική οδηγία του αρχηγού της ΕΛΑΣ έσπασε στην πράξη από το ΚΚΕ δεν μπορεί να δικαιολογήσει την απαράδεκτη βαρβαρότητα που εξαπολύθηκε κατά πάντων. Η ΕΛΑΣ του Χρυσοχοΐδη έχει μυρωδιά μιας εποχής που νομίζαμε ότι υπάρχει μόνο σε μνήμες. Θα πρέπει να ξέρει πάντως ότι οι μέρες της αστυνομικής αυθαιρεσίας εναντίον πολιτών χωρίς μάρτυρες έχουν περάσει ανεπιστρεπτί…
Διεθνής κατακραυγή για την επίθεση σε βάρος δημοσιογράφου του Documento
Την άμεση αντίδραση και τη διεθνή κατακραυγή των διεθνών οργανώσεων προστασίας της ελευθερίας του Τύπου προκάλεσε η επίθεση σε βάρος του δημοσιογράφου της εφημερίδας Documento και του koutipandoras.gr Αντώνη Ρηγόπουλου κατά τη διάρκεια του συλλαλητηρίου της επετείου του Πολυτεχνείου στο κέντρο της Αθήνας.
Την ώρα που κάλυπτε το συλλαλητήριο ο δημοσιογράφος δέχτηκε επίθεση από αστυνομικούς, οι οποίοι μάλιστα τον προσήγαγαν στα κεντρικά της Τροχαίας, παρά το γεγονός ότι είχε μαζί του τόσο τη βεβαίωση εργασίας όσο και τη δημοσιογραφική του ταυτότητα.
Δυστυχώς δεν είναι «μεμονωμένο περιστατικό»
Σχολιάζοντας τα γεγονότα, τα οποία ο Αντ. Ρηγόπουλος περιγράφει στο κείμενό του (βλ. πάνω), ο αναπληρωτής διευθυντής του Διεθνούς Ινστιτούτου Τύπου (IPI) Σκοτ Γκρίφεν σε αποκλειστική δήλωσή του στο Documento ανέφερε χαρακτηριστικά: «Η αδικαιολόγητη κράτηση του δημοσιογράφου του Documento και του koutipandoras.gr Αντώνη Ρηγόπουλου ήταν μια απαράδεκτη απόπειρα παρενόχλησης δημοσιογράφων που κάλυπταν το συλλαλητήριο και μια σαφής επίθεση στην ελευθερία του Τύπου. Δυστυχώς, αυτό δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό. Τις τελευταίες εβδομάδες έχουμε δει την αστυνομία στην Ελλάδα να χρησιμοποιεί αυθαίρετες κρατήσεις και απειλές προστίμων και κατηγοριών για εκφοβισμό δημοσιογράφων που καλύπτουν ευαίσθητα θέματα. Η Ελληνική Αστυνομία και το ελληνικό υπουργείο Εσωτερικών πρέπει να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα για να αντιμετωπίσουν αυτά τα περιστατικά, στο πλαίσιο των εγχώριων και διεθνών υποχρεώσεών τους όσον αφορά την ελευθερία έκφρασης και την προστασία και την ασφάλεια των δημοσιογράφων».
Μάλιστα, όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά στη δήλωση του Σκοτ Γκρίφεν: «Κατά ειρωνικό τρόπο αυτό το περιστατικό λαμβάνει χώρα λίγο αφότου η Ελλάδα υπέγραψε ένα ανακοινωθέν ως μέρος του Συνασπισμού Ελευθερίας των ΜΜΕ, εκφράζοντας ανησυχία για συλλήψεις δημοσιογράφων και επιθέσεις κατά της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης παγκοσμίως. Είναι ξεκάθαρο ότι η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να θέσει σε εφαρμογή αυτές τις αρχές και να δεσμευτεί ότι θα τις εφαρμόσει πρώτα στο εσωτερικό της χώρας».
Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ελευθερία του Τύπου
Αξίζει να σημειωθεί πως την επόμενη ημέρα του περιστατικού το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ελευθερία του Τύπου και των ΜΜΕ κατέγραψε το γεγονός στην πλατφόρμα Mapping Media Freedom με τίτλο «Ελλάδα: Η αστυνομία συλλαμβάνει και παρενοχλεί δημοσιογράφο που καλύπτει διαμαρτυρίες για τον εορτασμό της φοιτητικής εξέγερσης».
Πιο συγκεκριμένα, στην εν λόγω αναφορά επισημαίνονταν μεταξύ άλλων τα εξής: «Στις 17 Νοεμβρίου 2020, κατά τη διάρκεια διαδήλωσης στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, η αστυνομία παρενόχλησε σωματικά και λεκτικά τον Αντώνη Ρηγόπουλο, δημοσιογράφο των μέσων ενημέρωσης Documento και koutipandoras.gr. Η σύλληψη έγινε ενώ ο Ρηγόπουλος έδινε ανταπόκριση για το Documento κατά τη διάρκεια διαδήλωσης που διοργάνωσε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ) για τον εορτασμό της εξέγερσης των φοιτητών του Πολυτεχνείου το 1973 κατά της στρατιωτικής χούντας. Περίπου στις 3 μ.μ., στο σταυροδρόμι των οδών Θεόδωρου Δηλιγιάννη και Σάμου, τον Ρηγόπουλο τον σταμάτησαν αστυνομικοί της Τροχαίας. Πλάνα του περιστατικού καταγράφηκαν σε ζωντανή ροή από τον ίδιο τον δημοσιογράφο. Παρά το γεγονός ότι ο Ρηγόπουλος φαίνεται στο βίντεο πως φορούσε μάσκα αερίου, την οποία είπε ότι χρησιμοποιούσε για να προστατευτεί από τα δακρυγόνα που είχαν ριφθεί νωρίτερα για να διασκορπίσουν τους διαδηλωτές, η αστυνομία προσπάθησε να του επιβάλει πρόστιμο €300 σύμφωνα με τους κανόνες Covid-19, με την αιτιολογία πως δεν φορούσε χειρουργική μάσκα. Στη συνέχεια οι αξιωματικοί μετέφεραν τον Ρηγόπουλο στα κεντρικά της Τροχαίας, όπου υποστηρίζει ότι του απευθύνθηκαν με απειλητικό και καταχρηστικό τρόπο και του μίλησαν χυδαία σε μια προσπάθεια να τον προκαλέσουν. Αργότερα ανέφερε ότι κάποιος τον έσπρωξε δυνατά σε μια καρέκλα και φώναξε επιθετικά στο πρόσωπό του. Ο Ρηγόπουλος πρόσθεσε ότι οι αξιωματικοί αρνήθηκαν επανειλημμένα να αναγνωρίσουν τη δημοσιογραφική ταυτότητά του και του αφαίρεσαν την εθνική ταυτότητά του για περίπου μισή ώρα. Ο εργοδότης του ανέφερε ότι ο Ρηγόπουλος αρνήθηκε να πληρώσει το πρόστιμο που του επιβλήθηκε και τελικά απελευθερώθηκε αφού ο εργοδότης του ήρθε σε επαφή με την αστυνομία και διαμαρτυρήθηκε για την κράτησή του».
Το περιστατικό καταδίκασε και το διοικητικό συμβούλιο της Ενωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, το οποίο με ανακοίνωσή του ζήτησε να διεξαχθεί εσωτερική έρευνα για να διασφαλιστεί ότι οι δημοσιογράφοι δεν εμποδίζονται στην άσκηση του συνταγματικού τους δικαιώματος ενημέρωσης του κοινού».