Πολυτεχνείο 17 Νοεμβρίου 1973 – Πέπη Ρηγοπούλου λίγο πριν ορμήσει το τανκ: «“Σας αγαπώ” φώναξα σκαρφαλωμένη στην πόρτα»

Πολυτεχνείο 17 Νοεμβρίου 1973 – Πέπη Ρηγοπούλου λίγο πριν ορμήσει το τανκ: «“Σας αγαπώ” φώναξα σκαρφαλωμένη στην πόρτα»

Ο κόσμος ήταν μαζεμένος στο προαύλιο περιμένοντας. Οι ειδήσεις κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα. Τα μεγάφωνα συνέχιζαν να μιλούν. Λόγια που δεν θυμάμαι πια. Σαν να τα ρούφηξε το ηχητικό κενό που θυμάμαι λίγο πριν μπει το τανκς. Δύο αυτοκίνητα είχαν μεταφερθεί στην κεντρική πύλη. Ποια στιγμή δεν το θυμάμαι ακριβώς. Το ένα πίσω από το άλλο. Μπλε σκούρο το χρώμα τους. Μάρκα Μερσεντές. Μου έκανε εντύπωση που ήταν δύο. Πλησίασα τα κάγκελα από τη δεξιά πλευρά. Πολύς κόσμος. Προσπαθούσαμε να δούμε τι γίνεται έξω. Επειδή είχαμε μαζευτεί πολλοί, δεν μπορούσα να δω. Πλησίασα την κεντρική πύλη. Εκεί δεν ήταν μαζεμένοι πολλοί. Το αυτοκίνητο που είχε τοποθετηθεί δυσκόλευε την πρόσβαση. Και έτσι κοντά που ήταν δεν άφηνε χώρο για πολλούς. Ούτε μπορούσες εύκολα να σταθείς, γιατί ήταν και τα διάφορα σίδερα που είχαν μπει σαν αντιστήριξη. Στάθηκα στο κέντρο και λίγο δεξιά. Ανάμεσα στο αυτοκίνητο και στην κεντρική πύλη. Μαζί με άλλους. Δίπλα δίπλα. Για να βλέπω καλύτερα σκαρφάλωσα στην ποδιά της καγκελόπορτας. Με το ένα πόδι στην αρχή. Και το άλλο στον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου. Δεν βόλευε πολύ. Γι’ αυτό έβαλα και τα δύο πόδια στην καγκελόπορτα. Στο κέντρο ακριβώς.

Οι περισσότεροι ήμασταν, νομίζω, μαζεμένοι στο προαύλιο. Και κολλημένοι όσο μπορούσαμε στα κάγκελα. Εκτός από αυτούς που έφυγαν εν τω μεταξύ. Και από τους άλλους που είχαν ίσως οργανωτικές ευθύνες και είχαν μείνει μέσα. Αν και η οποιαδήποτε οργάνωση είχε πλέον ξεπεραστεί από τα γεγονότα. Από τα μέλη της Συντονιστικής δεν ξέρω αν και ποιοι έφυγαν. Η διάσταση των απόψεων κατά τις τελευταίες ώρες δεν μου ήταν τότε γνωστή. Πόσα αισθήματα, πόσες αποφάσεις, πόσες αμφιβολίες χωρούσαν σε εκείνο το προαύλιο εκείνη τη νύχτα; Γι’ αυτό τα πράγματα είχαν μια πυκνότητα.

Είχε πλέον γίνει γνωστό ότι δόθηκε εντολή να κατέβουν τα τανκς. «Τα τανκς κατεβαίνουν από το Γουδί. Τα τανκς στρίβουν από την Αλεξάνδρας και προχωρούν στην Πατησίων». Ακούγεται ο ήχος που κάνουν οι ερπύστριες. Μονότονος. Βλέπουμε τα τανκς που φτάνουν. Το ένα πίσω από το άλλο. Έφτασαν. Σταμάτησαν απέναντι από το προαύλιο. Άφησαν μια απόσταση. Σταθμεύουν στο απέναντι οδόστρωμα. Κάποια στιγμή ήταν τέσσερα απέναντί μας.[…] Μαζί τους εμφανίζονται κάποιοι στρατιωτικοί. Διακρίνω ένα κόκκινο μαντίλι στον λαιμό του ενός να ανεμίζει. Όχι από τον άνεμο. Από την ένταση. Δυνάμεις των ΛΟΚ, μαθαίνω αργότερα. Είχαν κατέβει και εκείνοι […] Έχουν πλησιάσει στα κάγκελα και μας λένε να βγούμε. Αυτοί που ήταν δίπλα μου στα δεξιά αρχίζουν να τους μιλάνε. Άρχισε μια κουβέντα ανά δύο, ανά τρεις. Μιλούσαν με αυτούς που ήταν απέναντί μας. Σαν να μη συνέβαινε αυτό που συνέβαινε.

Νομίζω πως αυτή ήταν και η πρώτη στιγμή που μέσα μου διαμορφώθηκαν οι πρώτες στοιχειώδεις προσωπικές επιλογές. Ήμουν αντίθετη σε κάθε ατομική διαπραγμάτευση. Έκανα προσπάθεια να τους σταματήσω. Τους έλεγα να μην παίρνουν πρωτοβουλίες, ότι έπρεπε να περιμένουμε τη Συντονιστική να μας πει τι κάνουμε. Πώς ήταν δυνατόν να έχουμε εμείς τη δική τους πληροφόρηση; Εκείνοι μόνο μπορούσαν να μιλήσουν εκ μέρους όλων, πίστευα. Αφού δεν ήταν εκείνοι ακόμη εδώ, εμείς δεν έπρεπε να αρχίσουμε διαπραγματεύσεις με τους στρατιωτικούς. Ήταν σαφές: υπήρχε ανάμεσά μας μια διαχωριστική γραμμή. Από έξω εκείνοι και από μέσα εμείς. […] Όπου να ’ναι θα φανεί κάποιος από τη Συντονιστική. Γιατί αργούσαν; Και άφηναν τον οποιονδήποτε να μιλάει και να χαλάει, ίσως χωρίς να γνωρίζει, τη δική τους στρατηγική; Γιατί δεν μπορεί να μην έχουν σκεφτεί να μας προτείνουν κάτι για να βγούμε από αυτή την κατάσταση της αναμονής. Αν ήταν κοντά μας, μπορεί κάτι να καταφέρναμε.

[…] Ο λαός. Αυτό ήμασταν. Αποδείχτηκε στη συνέχεια. Ο ασύνταχτος λαός που είχε ξεπεράσει τον εαυτό του. Και που τώρα έβλεπε το κενό ηγεσίας και ήθελε να πάρει την πρωτοβουλία να κανονίσει κάτι που δεν κανονιζόταν πια από κανέναν.

Κανείς από την ηγεσία μας, απ’ όσο γνωρίζω, δεν τραυματίστηκε. Κάποιοι λίγοι συνελήφθησαν επί τόπου· άλλοι έφαγαν ξύλο, ταπεινώθηκαν, βασανίστηκαν αργότερα. Αυτοί που τραυματίστηκαν ή πέθαναν εκείνο το βράδυ αλλά και τις επόμενες δύο ημέρες δεν ανήκαν, απ’ όσο γνωρίζω, σε κάποιο κόμμα. Εκτός ίσως από ελάχιστους. Ανάμεσα στους τραυματισμένους και τους νεκρούς ήταν μια λαϊκή τραγουδίστρια, ένας θαυματοποιός, υπάλληλοι, εργάτες, τεχνίτες, κάποιοι μαθητές, ένα μικρό αγόρι Υπήρξε ενδιαφέρον να δει κανείς από τις οργανώσεις και τα κόμματα αυτούς που είχαν τραυματιστεί; Γιατί δεν κατάφερε η Συντονιστική να κάνει τον απολογισμό εκείνων των ημερών; Και τελικά, τι περίμενα εγώ από τη Συντονιστική, μια ομάδα συνομήλικων πάνω κάτω ανθρώπων, και γιατί το περίμενα; Για να ζήσω αυτό το «εμείς», τη συλλογικότητα που πάντα επιθυμώ ή για να υποταχθώ σε μία αλλότρια βούληση από ανασφάλεια και προβληματισμό σχετικά με τις δικές μου δυνάμεις; […]

Η Συντονιστική έστειλε αντιπροσώπους ή –το πιθανότερο– ήρθαν δύο τρεις από αυτούς με δική τους πρωτοβουλία. Υποθέτω ότι ένιωσαν την ευθύνη για όλο αυτό τον κόσμο που δεν ήξερε τι να κάνει και κατέβηκαν στην αυλή. Κάποιες αποφάσεις μπορεί να είχαν ήδη ληφθεί ή μπορεί να μην υπήρχαν. Τον μόνο που θυμάμαι ιδιαίτερα είναι ένα αγόρι που σκαρφάλωσε στα κάγκελα στα δεξιά μου, ενώ του φωνάζανε απέξω κάποιοι στρατιωτικοί: «Σταμέλλο, έλα κάτω» ή «κατέβα». Ιδιαίτερα νομίζω ο αξιωματικός που κρατούσε τον τηλεβόα, με το κόκκινο μαντιλάκι στον λαιμό και μας έλεγε να βγούμε. Μπορεί και ο επικεφαλής της αστυνομίας, όπως λέει στην κατάθεσή του. Είδα αυτόν που ονόμαζαν Σταμέλλο, που, νομίζω, φορούσε ή κρατούσε κάτι λευκό, να έχει σκαρφαλώσει στα κάγκελα. Να διστάζει. Ένα μέσα-έξω το σώμα του, μια αμφιβολία αν έπρεπε ή δεν έπρεπε να βγει. Να παλαντζάρει για λίγο. Και μετά να πηδάει. Από την άλλη πλευρά, στην Πατησίων. Και να παίρνει την ντουντούκα. Δεν άκουγα τι έλεγε. Με είχε σοκάρει το γεγονός ότι αυτό το παιδί, για να μας μιλήσει, πέρασε στο άλλο στρατόπεδο. Ήταν ένας από τους μέσα που είχε πάει δίπλα στους έξω. Το όνομά του το άκουγα πρώτη φορά. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς το ήξεραν εκείνοι. Δεν ήξερα τότε τίποτε για τον Κυριάκο. Ότι ήταν από τους φοιτητές που στρατεύτηκαν, ότι είχε περάσει στρατοδικείο. Αλλά διαφωνούσα με αυτό που είχε κάνει. Εκείνη την ώρα έπρεπε να είμαστε όλοι από την ίδια πλευρά. Έτσι πίστευα. […]

Ύστερα από είκοσι περίπου χρόνια άκουσα να λέει ο Κώστας Λαλιώτης ότι ήταν αυτός που πήδηξε από την άλλη πλευρά, δεν ήταν ο Σταμέλλος. Σκέφτηκα, για να το λέει, έτσι θα είναι.

Πάντως εγώ δεν είχα δει και άλλον να πηδάει. Μόνο αυτόν που οι στρατιωτικοί φώναζαν Σταμέλλο. […]

Τον Κυριάκο τον Σταμέλλο τον γνώρισα επιτέλους. Του είπα την ιστορία. «Εγώ ήμουνα» μου είπε εκείνος. «Είναι κάτι που θέλω να αφήσω στα παιδιά μου». […] Στα πρακτικά της δίκης, όσα υπάρχουν και όπως υπάρχουν, ο Κυριάκος Σταμέλλος, ο Κώστας Λαλιώτης και ο Στέφανος Τζουμάκας λένε ότι βγήκαν στο προαύλιο και έξω από αυτό για να διαπραγματευτούν με τους στρατιωτικούς και την αστυνομία. Ζήτησαν, όπως λένε οι δύο πρώτοι στις καταθέσεις τους, να γίνει η έξοδός μας το πρωί. Με το φως της μέρας. Δεν τα κατάφεραν.

Τα συνθήματα συμφιλίωσης συνεχίζονταν: «Αδέρφια μας φαντάροι» ήταν το κυρίαρχο. Είχε πονέσει ο λαιμός μου από τις φωνές. Ένιωθα μια μεγάλη δύναμη μέσα μου. Ήλπιζα την ύστατη εκείνη στιγμή ότι θα μπορούσαμε να αποτρέψουμε την εισβολή. Δεν μπορεί να μπουν, σκεφτόμουνα. Δεν είναι δυνατόν να το κάνουν. Πρέπει να αντέξουμε ως το πρωί. Ξαφνικά κατάλαβα ότι έμεινα μόνη μου μπροστά στην πύλη. Πότε έφυγαν οι άλλοι που ήταν δίπλα μου; Γύρισα το κεφάλι μου να δω, δεν υπήρχε κανένας. Το αγόρι που ήταν επάνω στη δεξιά από εμένα κολόνα δεν το είχα αντιληφθεί. Γιατί εκείνη τη στιγμή, και ενώ είχα δει πιο νωρίς τον Κυριάκο να σκαρφαλώνει πιο ’κεί πάνω στα κάγκελα, δεν γύρισα τα μάτια μου πάλι προς τα επάνω. Το βλέμμα μου κινούνταν μόνο κυκλικά και μπροστά, προς τα εκεί από όπου περίμενα την επίθεση. Μετά τον πρώτο φόβο που ένιωσα, καθώς μας έλουσε στην αρχή το φως των προβολέων από τα τανκς, αλλά κυρίως καθώς μας σημάδευε στη συνέχεια η κάννη του ενός, με τον γνωστό ήχο που κάνει καθώς παίρνει θέση για να στοχεύσει, έπαψα να φοβάμαι. Δεν μπορώ να πω πόση ώρα κράτησε αυτό. […]

Η απόλυτη σιγή που έπεσε ξαφνικά ήταν που με έκανε να γυρίσω και να καταλάβω ότι είχα μείνει μόνη πίσω από την πύλη. Πόση ώρα είχε περάσει από τα τελευταία συνθήματα; Πριν από πόσα λεπτά είχαν σβήσει οι τελευταίοι στίχοι από τον εθνικό ύμνο; Που τον είχαμε πει όλοι μαζί; Είχε δημιουργηθεί για λίγο ένα κενό ήχου. Φώναζα μόνη μου, αλλά μπορεί και να μη με άκουγε κανείς. Σαν στο όνειρο. Μόνο που δεν ένιωσα την αγωνία που συνοδεύει συνήθως το όνειρο. Γιατί η αγωνία του ονείρου έχει να κάνει με το μπλοκάρισμα της φωνής. Θέλεις να μιλήσεις, μιλάς ίσως, αλλά δεν βγαίνει η φωνή σου.. Ενώ εγώ την άκουγα να βγαίνει προς τα έξω.

Την ύστατη ώρα, όπως κατέθεσε ο χειριστής του τανκς, άλλαξαν θέση στην τεράστια κάννη στρέφοντάς την προς τα πίσω. Το στοιχείο αυτό το καταθέτει ως ένδειξη ότι δεν ήθελαν «να επιδράσει το επί σκοπώ πυροβόλο δυσμενώς ψυχολογικά επί των φοιτητών». Ακόμη, «για να μη πάθη καμμία ζημιά το πυροβόλο». Για να μη χαλάσει δηλαδή από την τυχόν πρόσκρουσή του με την πόρτα. […]

Το μαρσάρισμα του τανκς έσπασε αυτό το ηχητικό κενό. Είχε αρχίσει να κινείται. Από την πλευρά της Στουρνάρη. Απέναντι και αριστερά καθώς κοιτώ από την πόρτα. Το βλέπω να έρχεται.

Όταν ξανασκεφτόμουν αυτή την εικόνα, και θέλοντας να μετρήσω τα χρονικά διαστήματα, είπα ότι μπορεί και να ήταν ένα άλλο, από την πλευρά της Αβέρωφ που εισέβαλε. Και όχι αυτό που έβλεπα να έρχεται. Γιατί το τανκς έμοιαζε να έρχεται από μακριά. […] Και ενώ ήμουνα στριμωγμένη ανάμεσα στα κάγκελα και το πρώτο αυτοκίνητο, είχα την αίσθηση ότι μου έμενε χρόνος για μια τελευταία κραυγή. «Σας αγαπάω» φώναξα σκαρφαλωμένη στην πόρτα, με τα χέρια και το πρόσωπό μου ανάμεσα στα κάγκελα. Ήταν οι τελευταίες λέξεις. Η τελευταία προσπάθεια να τους σταματήσω. […] Το τανκς είχε φτάσει, είχε παραβιάσει την πύλη […].

———-
Η Πέπη Ρηγοπούλου (Χημικοί Μηχανικοί ΕΜΠ) ήταν πάνω στη σιδερένια πόρτα κατά την εισβολή του τανκς και τραυματίστηκε σοβαρά κινδυνεύοντας να χάσει τη ζωή της. Τελικά επέζησε με αρκετά προβλήματα υγείας, αποφοίτησε κατά τη μεταπολίτευση και ακολούθησε πανεπιστημιακή καριέρα διδάσκοντας στο Πολυτεχνείο Κρήτης, στη Φιλοσοφική Αθηνών και στο τμήμα ΕΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, του οποίου σήμερα είναι ομότιμη καθηγήτρια. Η προηγηθείσα μαρτυρία αποτελεί μικρό απόσπασμα από το βιβλίο της «Θάλαμος ανανήψεως» (Εκδόσεις Ταξιδευτής)

Διαβάστε επίσης

Κιβωτός του Κόσμου: Ένοχος ο πατέρας Αντώνιος για σωματική κακοποίηση ανήλικων



Ετικέτες

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter