Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητα. Το ήξερε πολύ καλά ο Κοραής, που όταν μας «προξένευαν» τον Οθωνα έγραφε: «Αν φορτισθήτε βασιλέα, δεν έχετε να φοβήσθε μόνον το βαρυδάπανον. Μη δυνάμενοι πλέον να ζήτε εντίμως από τους κόπους των ιδίων έργων, μέλλετε αυτούς να κολακεύετε, και αυτών ανδράποδα να γίνεσθε, διά να τρέφεσθε ως κυνάρια από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης αυτών».
Και μολονότι μας πήρε πολλά χρόνια για να αντιληφθούμε «τι κούφια λόγια ήσαν αυτές οι βασιλείες», κάποιοι που αγοράζουν μακαρόνια απ’ το καλάθι πήγαν να προσκυνήσουν αυτούς που τρώνε με χρυσά κουτάλια. Γιατί ναι μεν το πολιτειακό έχει λήξει, αλλά ο απόηχός του μέσα από τις δεκάδες οβιδιακές μεταμορφώσεις εξακολουθεί να υπάρχει ως δέος προς τις ελίτ, ως ναρκισσιστικός αντικατοπτρισμός μιας μερίδας της κοινωνίας που αναζητά ένα νόημα στην άδεια της ζωή. Κατανοητή η προσέλευση ανθρώπων μεγάλης ηλικίας, όχι και τόσο δυσεξήγητη τελικά η παρουσία μερικών νέων. Παρενέργεια ενός λαϊφστάιλ που χρειαζόταν ανανέωση και επιθυμία για μια live μετάδοση του «Crown» αλά γκρέκα. Αν μάλιστα είχε βρέξει και τα χωμάτινα δρομάκια που δεν πρόλαβε να ασφαλτοστρώσει η Μενδώνη είχαν γεμίσει λάσπες, οι τηλεθεατές των ξένων καναλιών θα νόμιζαν πως παρακολουθούν ένα «Survivor» για συνταξιούχους.
Στα σημειολογικά ευτράπελα η πινακίδα του αυτοκινήτου Κ13, υποδηλώνοντας ότι ήταν ο Κωνσταντίνος ο 13ος, μετά τον 11ο Παλαιολόγο και τον 12ο παππού του. Απογοήτευσε όμως τους οπαδούς του που δεν πήρε την Πόλη και δεν ανέστησε τον μαρμαρωμένο βασιλιά. Πικράθηκε και η Αννα-Μισέλ Ασημακοπούλου που δεν θα της φέρνει λαμπάδα το Πάσχα και μόνος ευχαριστημένος έμεινε ο Σαμαράς, που μετέβη στο παρεκκλήσι και εξασφάλισε τις ψήφους της Μεσσηνίας για τον δικό του διάδοχο.
Σ’ αυτήν τη στημένη παράτα σχεδόν όλα ήταν ντεμί. Η κηδεία κάτι μεταξύ ιδιωτικής και βασιλικής, η εκπροσώπηση κάτι μεταξύ επίσημης και ανεπίσημης, οι αμφιέσεις κάτι μεταξύ dress code και prêt-à-porter, το πένθος κάτι μεταξύ τελετουργίας και θρυμματισμένης πλερέζας και η νοσταλγία του παρελθόντος κάτι μεταξύ τραγικού και χλεύης. Μόνο η δολοφονία της γλώσσας ήταν καθ’ ολοκληρίαν. «Ο σωρός του εκλειπών», «Φυτεύθηκαν αυτοφυή δένδρα στο Τατόι», «η τέα Αννα-Μαρία», «παρών και η Λίνα Μενδώνη», που έλαμψαν σαν τα μαργαριτάρια του βασιλικού στέμματος στην τηλεοπτική μετάδοση. Μάθαμε ωστόσο από ειδικούς αναλυτές τα πάντα γύρω από τα παιδιά, τα εγγόνια, τα ανίψια και τα τριτοξάδερφα της οικογένειας. Οτι είναι π.χ. κοινοί θνητοί και συγκινούνται όπως και το πόπολο, με τη μόνη διαφορά ότι δεν αφήνουν να κυλήσει το δάκρυ γιατί το απαγορεύει το πρωτόκολλο. Αυτή βέβαια η εξωραϊσμένη εικόνα ήταν σκόπιμη για να μην ειπωθούν οι ιστορικές αλήθειες.
Αλλωστε πάντοτε ανάμεσα στις δύο συμπληγάδες ενός ιδιότυπου διπολισμού πορεύτηκε αυτή η χώρα. Διαφωτισμός και σκοταδισμός, ψωμί – παιδεία – ελευθερία και ψωμί, ελιά και Κώτσο βασιλιά, αντιστασιακοί και δωσίλογοι, Ράμμος και Ντογιάκος, συνταγματολόγοι και Ενωση Εισαγγελέων. Αλλά «το πραγματικά επικίνδυνο για το κοινό καλό δεν είναι η τυραννία του ηγεμόνα στη μοναρχία, αλλά η απάθεια των πολιτών στη δημοκρατία» έλεγε ο Μοντεσκιέ.