Πολιτισμός ενσυνείδητης αμέλειας και ενδεχόμενου δόλου: Μερικά απλά παραδείγματα που οδηγούν στα Τέμπη

Πολιτισμός ενσυνείδητης αμέλειας και ενδεχόμενου δόλου: Μερικά απλά παραδείγματα που οδηγούν στα Τέμπη
Φωτογραφία αρχείου (AP Photo/Thanassis Stavrakis)

Θα συμφωνήσουμε όλοι ότι στους προσφιλείς ενός νεκρού των Τεμπών δεν μπορεί να δοθεί η απάντηση «φταίμε όλοι». Αλλά η κοινωνική μας συνείδηση αναγνωρίζει την αλήθεια μιας τέτοιας απάντησης, χωρίς να εξισώνει τις ευθύνες των ισχυρών με τους ανίσχυρους και των ωφελούμενων με τους βλαπτόμενους.

Επιχειρώ σ’ αυτό το κείμενο να αποφύγω όσο το δυνατόν τις επιστημονικές έννοιες και να εκφραστώ απλά με παραδείγματα, για να δείξω με ποιον τρόπο «φταίμε όλοι» για όσα διαμαρτυρόμαστε. Η ίδια η έννοια του «ενδεχόμενου δόλου», που ακούγεται από κάθε «ποινικολόγο» συχνά, αποτελεί, για παράδειγμα, πρόχειρη και λανθασμένη συντόμευση της πραγματικής έννοιας, δηλαδή αυτής του δόλου γύρω από το ενδεχόμενο. Όταν ο ηλεκτρολόγος σας βιάζεται και αφήνει ένα γυμνό καλώδιο πίσω από το ντουλάπι σας γιατί «κανένας δεν θα βάλει το χέρι του εκεί», γνωρίζει ότι το ντουλάπι αυτό κάποτε θα αλλαχτεί και ότι δεν έχετε λόγο να κλείσετε τον γενικό διακόπτη όταν το αλλάξετε, ψάχνοντας για γυμνά καλώδια που θα μπορούσαν να σας σκοτώσουν. Αλλά, πολύ απλά, στηρίζεται στην πιθανότητα ότι αυτό δεν θα συμβεί. Ενσυνείδητα αμελεί την πιθανότητα να προκαλέσει ηλεκτροπληξία. Αν πάλι εκνευρίστηκε επειδή του ζητήσατε απόδειξη, και σκέφτεται ότι αν συμβεί αυτό «καλά να πάθετε», τότε έχει δόλο για το ενδεχόμενο των συνεπειών και τιμωρείται αυστηρότερα.

Ας αναρωτηθούμε πόσα αντίστοιχα γυμνά καλώδια έχουμε τοποθετήσει όλοι μας εκεί που έχουμε ευθύνη, από τις αυθαίρετες κατασκευές ως το παρκάρισμα που αποκλείει την ορατότητα και προκαλεί ατύχημα, από την αδιαφορία για τις φωνές του παιδιού στο γειτονικό διαμέρισμα ώς την πλημμελή εξέταση του φακέλου ενός πελάτη, ή ενός ασθενούς, αν είμαστε σε νοσηλευτικό επάγγελμα.

Τα παιδιά μου, όταν έρχονταν μικρά το καλοκαίρι στην Ελλάδα, αισθάνονταν βασιλείς. Αντίθετα με τη Γαλλία ή τη Βρετανία, χώρες στις οποίες εργάστηκα, στην Ελλάδα ακόμη και άγνωστοι τους χαμογελούσαν και τους έκαναν χατίρια που δεν μπορούσαν να φανταστούν αλλού. Εντούτοις θυμάμαι ότι ο γιος μου, σε ηλικία τεσσάρων περίπου χρονών, μου έθεσε το εξής ερώτημα: «Μπαμπά οι Έλληνες λατρεύουν τα παιδιά. Γιατί όμως τα αφήνουν να μη φοράνε ζώνη στο αυτοκίνητο;»

Και από τότε προσπάθησα να του εξηγήσω, με διαφορετικές λέξεις σε κάθε ηλικία, ότι ένας πολιτισμός περιλαμβάνει αντικρουόμενα στοιχεία, δεν αποτελεί λογική ενότητα αλλά ιστορικό προϊόν. Ότι στον θεσσαλικό κάμπο, όπου μεγάλωσα, σχεδόν μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι κολίγοι φιλούσαν το πόδι του τσιφλικά και η νύφη περνούσε την πρώτη νύχτα του γάμου με τον αφέντη της στο κονάκι. Ότι αλληλομισηθήκαμε βαθιά ως το 1974. Και ότι, αν λάβει κανείς υπόψη του τη συνολική ιστορική διαμόρφωση της κοινωνίας μας, στα τελευταία πενήντα χρόνια έχουμε κάνει τεράστια βήματα.

Εντούτοις, δεν μπορούμε ακόμη να ξεφύγουμε από τη νοοτροπία που περιγράφω στον τίτλο. Αυτή πρέπει να καταπολεμηθεί στη ρίζα της, όχι στις συνέπειές της, όταν είναι πια πολύ αργά και έχουμε μάθει ότι πρέπει να «πάμε και όπου βγει». Και η καταπολέμηση πρέπει να αρχίσει στο νηπιαγωγείο και να συνεχίσει στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Οφείλουμε να παραδεχτούμε, ότι εκτός από τα μαθήματα που μας ενδιαφέρουν, από τα υπόλοιπα δεν μένει τίποτε (πόσοι θυμόμαστε με τι ισούται το απλούστατο (α + β)²; Αυτός ο χρόνος, που είναι πάρα πολύς, θα πρέπει να αφιερωθεί, με συνεργασίες και κοινά έργα των παιδιών, στα πολιτισμικά μας προβλήματα. Τη διαφθορά, την έλλειψη εμπιστοσύνης στους συμπολίτες μας, την ανευθυνότητα που δείχνουμε πέρα από τους «δικούς μας ανθρώπους», τη βεβαιότητα ότι είμαστε «κορόιδα» αν δεν επωφεληθούμε από μία παράτυπη συμπεριφορά, αφού «αν δεν το κάνουμε εμείς, θα το κάνει ο διπλανός μας», την υποκρισία ότι δεν ξέρουμε, δεν βλέπουμε και «δε θα βγάλουμε εμείς το φίδι από την τρύπα».

Πρόσφατα, με τον τραγικό και βίαιο πνιγμό του Αντώνη Καρυώτη στο λιμάνι του Πειραιά, εισαγγελείς και λιμενάρχες δεν ντράπηκαν να ισχυριστούν ότι ανακάλυψαν έκπληκτοι πως το πλοίο κινούταν ενώ ο καταπέλτης ήταν ανοιχτός. Έχει ποτέ δει κανείς μας ελληνικό πλοίο να αποπλέει από την προβλήτα μόνο αφού έχει τελείως κλείσει ο καταπέλτης, όπως θα έπρεπε σύμφωνα με τους βασικότερους κανονισμούς της ναυσιπλοΐας;

Πριν από μερικά χρόνια, σε ένα βραδινό ταξίδι προς την Κρήτη ζήτησα να μιλήσω στον πλοίαρχο επισημαίνοντας ότι ένας τεράστιος αριθμός επιβατών (προφανώς υπεράριθμος) είχε ήδη απλώσει υπνόσακους και κοιμόταν μπροστά σε όλες τις εξόδους προς το κατάστρωμα και, άρα, τα σωστικά μέσα. Έπρεπε επειγόντως να δράσει. Τι θα συνέβαινε σε περίπτωση πυρκαγιάς, όπου όλοι οι επιβάτες θα προσπαθούσαν να διαφύγουν μέσα στο σκοτάδι και τον καπνό; Μου απάντησε με μια ασαφή συγκατάβαση.

Κατόπιν, πήγα με τη σύζυγό μου στο εστιατόριο του πλοίου. Την ώρα του επιδορπίου ο σερβιτόρος μας έφερε ό, τι καλύτερο υπήρχε λέγοντάς μας ότι «μας το προσφέρει ο κύριος πλοίαρχος».
Η διαφορά ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο, ανάμεσα στον φίλο και τον συμπολίτη, και η ευθύνη προς τον δεύτερο, είναι το μείζον ζήτημα της χώρας. Μόνο αυτή θα μας σώσει από τον κακό μας εαυτό, και πρέπει να τη διδασκόμαστε. Από το νηπιαγωγείο.

Για να βάλουμε τέλος στις διάχυτες ενσυνείδητες αμέλειες και ενδεχόμενους δόλους

*Ο Μιχάλης Λιανός είναι νομικός και κοινωνιολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Rouen, Haute Normandie. Δίδαξε επίσης στα Πανεπιστήμια του Λονδίνου (Goldsmiths College) και του Πόρτσμουθ

Διαβάστε επίσης:

Τελείωσαν οι εκλογές στην Γαλλία – Τώρα αρχίζει το πολιτικό παιχνίδι για μεγάλα παιδιά!

Με… Μητσοτάκη απαντά ο ΣΥΡΙΖΑ στον Ρωμανό για τον ΦΠΑ – Το ηχητικό που αποστομώνει τον εκπρόσωπο της ΝΔ

Με απευθείας ανάθεση παίρνει τη σημαία η Μαρία Σάκκαρη;

Documento Newsletter