Οι αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στις τέχνες αλλά και η συγκροτημένη συνομιλία των τεχνών με τη φιλοσοφία και με τις επιστήμες είναι, ασφαλώς, η βάση κάθε έκφανσης της δημιουργικότητας στις μέρες μας, κάτι που έγινε κατάφωρο ιδίως μετά τη λαίλαπα του κορονοϊού (αν και για όσους ξέρουνε ν’ ακούν τη χλόη να βλασταίνει πρόκειται για δεδομένο μετά την έκρηξη των λεγόμενων ιστορικών πρωτοποριών –φουτουρισμός, νταντά, υπερρεαλισμός– και τη δράση του κινήματος για την υπέρβαση της τέχνης και την πραγμάτωσή της στην καθημερινή ζωή (λεττριστές, καταστασιακοί, Γκι Ντεμπόρ, Γιόζεφ Μπόυς). Οι εικαστικοί, οι ποιητές, οι στοχαστές, οι ιατροί, ακόμη και (γιατί όχι;) οι σκακιστές δεν μπορούν παρά να τείνουν προς μια συνολική εποπτεία των όσων διαδραματίζονται στα πεδία της καλλιτεχνικής έκφρασης και της επιστημονικής έρευνας. Τα πάντα συνδέονται, επέμενε ο Τόμας Πίντσον.
Αυτά ισχύουν σίγουρα και για τους θεατές, τους καταναλωτές της κουλτούρας, τους αναγνώστες, τους επισκέπτες μουσείων και γκαλερί, τους θεατρόφιλους και τους κινηματογραφόφιλους. Εστω και για να δεξιωθούν στοιχειωδώς ένα καλλιτεχνικό κύημα ή μια επιστημονική καινοτομία, καλόν είναι (μάλλον, απαραίτητο είναι) να μετακινούνται εποικοδομητικά και ακατάπαυστα στον λαβύρινθο και στη σκακιέρα της δημιουργικότητας, να ασκούνται στην τέχνη και την τεχνική των συνειρμών. Η σφαιρικότητα των γνώσεων είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος ακόμη και για να απολαύσεις την ανάπαυλα από τις καθημερινές σκοτούρες, να δεις με άλλο μάτι την έξοδό σου προς το σουπερμάρκετ και το αρτοπωλείο για τα χρειώδη, να καλημερίσεις με ένα άνθος το αγαπημένο σου πρόσωπο.
Αυτά τα μερόνυχτα είχαμε και έχουμε πολλά ερεθίσματα για μια γόνιμη περιπλάνηση στην πολιτισμική ζώνη. Φυσικά, θεωρώ παρωχημένη πομφόλυγα το «μ’ αρέσει / δεν μ’ αρέσει» και το «de gustibus non disputandum est» όταν έχουμε να κάνουμε με δημιουργίες που προκαλούν εκρήξεις στο κρανίο, που μετατοπίζουν έστω και κατά ένα εκατομμυριοστό της ίντσας τη θέση μας στον κόσμο, που αλλάζουν τον τρόπο μας να βλέπουμε τα πράγματα.
Μας συγκλόνισε η Πάτι Σμιθ με το τρίπτυχο οπτικοακουστικό ποίημα «Correspondences» που παρουσίασε με τους Soundwalk Collective, σχολιάζοντας εμπρηστικά την ανθρωπόκαινο εποχή, τη σύνδεσή μας με το ιερό (sacré) και το υψηλό (sublime), την ποίηση ως προσευχή και την προσευχή ως ποίηση, μέσω του Αρτώ, της Κάλλας και του Παζολίνι. Η βραδιά στη Στέγη ήταν εμπειρία ζωής, ένας ιλιγγιώδης ψαλμός.
Μας μετέφερε στο σύμπαν του Μαρσέλ Ντυσάν (Marcel Duchamp, 1887-1968) η έκθεση στην Γκαλερί Τσέλιου έργων του ανθρώπου που μπόλιασε μια για πάντα την τέχνη με τη νόηση. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα, χάρη στον εικαστικό και ιατρό Κύριλλο Σαρρή, επικοινωνήσαμε «ζωντανά» με το «Boite en Valise», το «Bouche-evier», το «Faux vagin» και τις σημειώσεις στο «Boite verte» για τη σύνθεση του ρηξικέλευθου γλυπτού «Το μεγάλο γυαλί». Δεν είναι τόσο παράδοξο όσο ακούγεται: το έργο του Ντυσάν παραμένει, κι ας κύλησε ένας αιώνας ήδη κι ας μεσολάβησαν τόσα και τόσα καλλιτεχνικά εγχειρήματα, η cutting edge της πρωτοποριακής τέχνης.
Η σειρά «Ρίπλεϊ» του Στίβεν Ζαΐλιαν στο Netflix μας προσφέρει μια δυνατή δυνατότητα να διαλογιστούμε για την υφή και τις περιπλοκές και τη διαλεκτική καλού/κακού, παρακολουθώντας τις περιπέτειες του «Ιανού» Τομ Ρίπλεϊ και διαβάζοντας εκ νέου την «Πενταλογία» της Πατρίσια Χάισμιθ με αυτόν τον τόσο αμφιλεγόμενο ήρωα (σε μετάφραση Ανδρέα Αποστολίδη, εκδ. Αγρα).
Το φιλμ «Dance first» του Τζέιμς Μαρς μάς καταβυθίζει στο μύχιο σύμπαν του Ιρλανδού νομπελίστα Σάμιουελ Μπέκετ που, όπως και ο Ντυσάν, αδέλφωσε καταλυτικά και κατανυκτικά τη φιλοσοφία με την καλλιτεχνική δημιουργικότητα και εξερεύνησε εξονυχιστικά τα εσωτερικά τοπία του σύγχρονου ανθρώπου – διόλου τυχαία ο σπουδαίος Τέοντορ Αντόρνο θεωρεί το έργο του Μπέκετ, μαζί με αυτό του ποιητή Πάουλ Τσέλαν, απόκριση της τέχνης μετά το Αουσβιτς.
Η έκθεση «Αmvrakia.Μia» στη Citronne Gallery και η δράση «Amvrakia Blues» στο Atelier του Πάνου Χαραλάμπους (Ξηρόμερο Ακαρνανίας, 1956) συνιστούν ένα διπλό τεκμήριο για το πόσο γόνιμη είναι η σύμπραξη τεχνών και στοχασμού, καθώς και η καλώς συγκερασμένη πρακτική του glocal, της σύζευξης του παγκόσμιου με το εντόπιο, πέρα από δημαγωγικές «επιστροφές στις ρίζες» και αναίσθητες μορφολογικές καινοτομίες, πεποιημένες και ανούσιες.
Τέλος, και με τη νύξη ότι θα επανέλθω εκτενέστερα σε κάποια από τα όσα παρακολουθούμε επισταμένα, αυτόν τον Απρίλιο, σημειώνω την έκδοση ενός σημαντικότατου βιβλίου. Η Κατερίνα Δασκαλάκη (Αθήνα, 1944) υπογράφει το πόνημα «Κώστας Αξελός — Η νοσταλγία του μέλλοντος» (εκδ. Εστία), μια ιστόρηση του βίου και μια χαρτογράφηση της σκέψης του μείζονος στοχαστή, έναν αιώνα μετά τη γέννησή του το 1924.
FaceControl
Γνωριζόμαστε από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, πάνω από σαράντα έτη, και παρακολουθούμε ο ένας τις δραστηριότητες του άλλου, ενίοτε συμπράττοντας, πάντοτε συμποσιαζόμενοι, σε αέναο διάλογο συνωμότες, παιδί του αείμνηστου Νίκου Κεσσανλή ο Πάνος Χαραλάμπους, παιδί του αείμνηστου Λεωνίδα Χρηστάκη η αφεντιά μου, αμφότεροι περιδινούμενοι και ταλανιζόμενοι ανάμεσα στην ακραία αβανγκάρντ και τη μέθεξη της παράδοσης, ο Χαραλάμπους με ατελεύτητα πλονζόν στην αλάνα με τα υλικά του να στήνει δρώμενα που σε πάνε από το αρχέγονο στο υπερμοντέρνο, συνδυάζοντας το αγέρωχο κλαρίνο του Τάκη Καρναβά με τις τηλεγραφικές αποφάνσεις του Ντεμπόρ και τη φιλοσοφική ζώσα γλυπτική του Γιόζεφ Μπόις.