Το documentonews.gr αποκάλυψε πως στην ελληνική μετάφραση επίσημου εγγράφου του FBI που αποδεικνύει την περίπτωση δωροληψίας του πρώην υπουργού Υγείας Ανδρέα Λοβέρδου το όνομα έχει διαγραφεί με μπλάνκο. Η αποπνικτική σιωπή της επίσημης μεταφραστικής υπηρεσίας του υπουργείου Εξωτερικών εγείρει σοβαρά ερωτήματα γύρω από την δυνατότητα αποκάλυψης ενός εγκλήματος λευκού κολάρου, μιας εγκληματικής πράξης δηλαδή τελούμενης από κρατικό λειτουργό σε συνεργασία με εταιρικά golden boys. To έγκλημα του λευκού κολάρου θεωρείται έγκλημα διαφθοράς καθώς το κοινωνικό του κόστος είναι σημαντικό. Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που για τον Ανδρέα Λοβέρδο υπάρχει υπόνοια πως είναι επικίνδυνος για το κοινωνικό σώμα.
Βρισκόμαστε στο 2012, έναν μήνα πριν τις εκλογές της 6ης Μαΐου, στο ζενίθ της οικονομικής κρίσης. Την πρώτη Απριλίου του 2012, ο υπουργός Υγείας, Ανδρέας Λοβέρδος και ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης δίνουν μια κοινή συνέντευξη τύπου με θέμα την παρουσίαση νέων κανόνων προστασίας της δημόσιας υγείας και ασφάλειας από τον ιό του AIDS. Ο νόμος που παρουσιάζουν αντανακλά στην ευρύτερη πολιτική ρητορική της προεκλογικής περιόδου, η οποία έχει πειθαρχικό – ιατρικό χαρακτήρα και εισάγει διαχωρισμούς ανάμεσα στο καθαρό ελληνικό σώμα που πρέπει να προστατευτεί και στο ξένο σώμα που απειλεί και πρέπει να αποβληθεί. Ο νόμος εμπνέεται από ένα νομοθετικό διάταγμα του 1940 ψήγματα του οποίου μπορεί κανείς να εντοπίσει σε ένα βασιλικό διάταγμα του 1840. Μετατρέπεται σε εργαλείο για την ενεργοποίηση μιας μαζικής και απρόσωπης επιχείρησης- σκούπα προσανατολισμένης σε οροθετικές τοξικοεξαρτημένες γυναίκες.
Στα στέκια τοξικοεξαρτημένων και στις πλατείες του αθηναϊκού κέντρου εμφανίζονται αστυνομικοί, οι οποίοι προσαγάγουν 96 τοξικοεξαρτημένες γυναίκες με σκοπό την εξαναγκαστική υγειονομική τους εξέταση. Από αυτές οι 29 βρίσκονται οροθετικές. Οι αρχές χρησιμοποιούν την οροθετικότητα όχι για την προστασία και θεραπεία των γυναίκών, αλλά για την στοιχειοθέτηση της ποινικής τους δίωξης. Οι φωτογραφίες και τα προσωπικά τους στοιχεία δημοσιεύονται στον Τύπο. Την επόμενη μέρα μερικοί από τους τίτλους των εφημερίδων που συνόδευαν τις φωτογραφίες των οροθετικών γυναικών ουσιαστικά καθ’ υπόδειξη του Ανδρέα Λοβέρδου, ο οποίος παρακάλεσε τους δημοσιογράφους σε σχετική ενημέρωση να μην αφήσουν τα αποτελέσματα των παράνομων και εξαναγκαστικών ελέγχων να περάσουν στα ψιλά, ήταν οι εξής: «Αυτή ήταν η ρωσίδα που σκορπούσε τον θάνατο!!», «Υγειονομική βόμβα στο κέντρο της Αθήνας», «ΚΙΝΔΥΝΟΣ – ΘΑΝΑΤΟΣ»
Η διαπόμπευση φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε ως προεκλογική πολιτική πρακτική με στόχο την διατήρηση της θέσης του και την επέκταση της πολιτικής του θητείας. Ο ηθικός πανικός για τα μολυσματικά γυναικεία σώματα, η έννοια της κρίσης και της αστάθειας που απορρέει απ’ αυτή, χρησιμοποιήθηκαν ως συγκολλητικό υλικό για την σταθεροποίηση των σχέσεων εξουσίας που αμφισβητούνταν εκείνη την περίοδο. Οι οροθετικοί πελάτες προστατεύθηκαν ως μέρος του κοινωνικού συνόλου. Τα σώματα των οροθετικών γυναικών κατασκευάζονται ως επικίνδυνα, αποκλίνοντα, παρείσακτα και απειλητικά για τις προϋποθέσεις που ορίζουν τη φαντασίωση της εθνοφυλετικής καθαρότητας. Φυλακίζονται με την κατηγορία της τετελεσμένης βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης κατά συρροή και της απόπειρας τέλεσης του ίδιου εγκλήματος. Η επιλογή των θυμάτων δεν ήταν τυχαία. Επιλέχθηκαν στη βάση της δυαδικής αντίθεσής τους από το κοινωνικό πρότυπο του έλληνα νοικοκύρη. Επιλέχθηκαν ως αποδιοπομπαίοι τράγοι για την εκτόνωση του συλλογικού αισθήματος αγανάκτησης που προκαλούσε η οικονομική κρίση. Θυσιάστηκαν στον βωμό της καθαρότητας του ελληνικού νοικοκυριού. Το σύστημα λειτούργησε έτσι ώστε η συλλογική προσοχή να μεταστραφεί από την οικονομική κρίση σε ένα ηθικό πρόβλημα. Λειτούργησε στην υπηρεσία του Ανδρέα Λοβέρδου, όπως λειτουργεί τώρα προσπαθώντας να συγκαλύψει την εμπλοκή του στην υπόθεση Novartis.
Η επιβολή του νεοφιλελευθερου δόγματος περί «νόμου και τάξης» έγινε εργαλείο στα χέρια της τότε κυβέρνησης όπως γίνεται και σήμερα.