Ποιος θα μας σώσει απ’ τους προστάτες;

Ποιος θα μας σώσει απ’ τους προστάτες;

Τι μάθαμε μέχρι σήμερα για τις υποκλοπές; Κινήθηκαν οι διαδικασίες για τη διαλεύκανση του σκανδάλου, όπως ισχυριζόταν η κυβέρνηση, ή παρακολουθούμε μια συστηματική προσπάθεια συγκάλυψης της υπόθεσης;

Ούτε η προ ημερησίας συζήτηση στη Βουλή ούτε η συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας προσέδωσαν κάτι ουσιαστικό ως προς τη διαλεύκανση του σκανδάλου και την επίσημη απόδοση των πολιτικών και ποινικών ευθυνών στους εμπνευστές και συντελεστές του.

Στη συζήτηση κυριάρχησαν οι σκιαμαχίες ανάμεσα στους κ. Μητσοτάκη και Τσίπρα σχετικά με το ποιος είναι λιγότερο επιβλαβής για τους θεσμούς και τη δημοκρατία μέσα από τη διακυβέρνησή του, ενώ και στην επιτροπή όλοι όσοι εκλήθησαν να καταθέσουν οχυρώθηκαν πίσω από το δήθεν απόρρητο.

Τι κι αν έγκριτοι συνταγματολόγοι έχουν ρητά τοποθετηθεί ότι δεν ευσταθεί η επίκληση του απορρήτου καθότι οι εμπλεκόμενοι με τα θέματα της ΕΥΠ λογοδοτούν στην αρμόδια Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, τα μέλη της οποίας δεσμεύονται, για τον λόγο αυτό, με ισόβια εμπιστευτικότητα.

Η κυβέρνηση δεν πτοείται και συνεχίζει στο μοτίβο συσκότισης που εξαρχής είχε σχεδιάσει, με διάφορες παραλλαγές επειδή οι αποκαλύψεις την ανάγκασαν σε διαρκείς αναθεωρήσεις της επικοινωνιακής της στρατηγικής.

Και όμως, το επιχείρημα περί απορρήτου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απλώς ανεδαφικό αν οι καταστάσεις που αντιμετωπίσαμε τις τελευταίες ημέρες δεν το καθιστούσαν επικίνδυνο για την περαιτέρω εκτροπή των κοινοβουλευτικών θεσμών.

Το γεγονός πως κορυφαία στελέχη της Νέας Δημοκρατίας που βρίσκονται δίπλα στον πρωθυπουργό απειλούν τους μάρτυρες που θα κληθούν να καταθέσουν ότι αν αποκαλύψουν την αλήθεια στους αντιπροσώπους του ελληνικού λαού θα οδηγηθούν στη φυλακή συνιστά μια πράξη που συναντάται σε πεδία του κοινού ποινικού δικαίου και δεν αρμόζει στον στίβο της πολιτικής.

Κι αυτό είναι κάτι που δεν θα επιτρέψουν οι δημοκρατικοί πολίτες της χώρας μας.

Η κυβέρνηση βαυκαλίζεται με την άποψη ότι το σκάνδαλο των υποκλοπών και της υποβάθμισης της δημοκρατίας μας δεν είναι πρώτο στην ιεραρχία των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας. Παραβλέπει όμως ότι πριν από δυο μήνες το σκάνδαλο αυτό δεν υπήρχε καν ως θέμα. Στην πραγματικότητα είναι ένα ακόμη θέμα που προστίθεται ως στοιχείο βάσιμης κριτικής για τη διακυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη.

Και είναι κρίσιμο γιατί η αποκάλυψη της παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη πρόσθεσε ακόμη δύο στοιχεία αξιολόγησης των κομμάτων από ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος που διέπεται από προοδευτικές αρχές και αξίες.

Το πρώτο στοιχείο είναι ότι πλέον έπεσαν οι μάσκες και οι πολίτες διαπίστωσαν ότι η εικόνα του κ. Μητσοτάκη ως δήθεν φιλελεύθερου με κεντρώες καταβολές και ως υπερασπιστή των θεσμών είναι πιο ψεύτικη και από τα fake news των διαρροών του Μεγάρου Μαξίμου περί δήθεν αιτήματος παρακολούθησης του προέδρου του ΠΑΣΟΚ από την Ουκρανία και την Αρμενία.

Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι ο κ. Μητσοτάκης υπολογίζει ως πραγματικό πολιτικό του αντίπαλο τον Νίκο Ανδρουλάκη, γι’ αυτό και τον παρακολουθούσε καθ’ όλη τη διάρκεια των εσωκομματικών μας διαδικασιών, χωρίς όμως να μπορεί να επηρεάσει καταστάσεις, λόγω της κοινωνικής δυναμικής που είχε αναπτύξει η υποψηφιότητά του.

«Γι’ αυτό και στο εύλογο ερώτημα ποιος θα μας σώσει από τους προστάτες, το οποίο, λόγω των πολιτικών πρακτικών του κ. Μητσοτάκη, γεννάται σε κάθε πολίτη που βλέπει το βιοτικό του επίπεδο να υποβαθμίζεται, την αξιοπρέπειά του να χάνεται και την ιδιωτικότητά του να απειλείται, η απάντηση δόθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου, από το βήμα της ΔΕΘ, όπου ο πρόεδρός μας παρουσίασε τις προγραμματικές θέσεις του ΠΑΣΟΚ, για να μπορούμε όλοι οι Ελληνες να ελπίζουμε ξανά».

Ο Στέφανος Ξεκαλάκης είναι αγρονόμος τοπογράφος μηχανικός ΕΜΠ με MSc στη διακυβέρνηση και στις δημόσιες πολιτικές. Πρώην γραμματέας της ΚΕ του ΠΑΣΟΚ, μέλος του ΠΣ του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ

Documento Newsletter