Ποιος πληρώνει τα σπασμένα στην προστασία της πρώτης κατοικίας;

Λόγω της εκπνοής της ισχύος του ν. 4605/2019 στις 30 Απριλίου 2020 προβάλλονται εδώ και μήνες από τον Τύπο οι προσπάθειες της κυβέρνησης και οι πιέσεις εκ μέρους της αντιπολίτευσης να εξασφαλιστεί η παράταση της προστασίας της πρώτης κατοικίας τουλάχιστον μέχρι το τέλος του έτους. Το θέμα αυτό έχει αναδειχθεί ως μέγα θέμα «σύγκρουσης» με τους θεσμούς, το οποίο γίνεται ακόμη πιο επιτακτικό λόγω της πανδημίας. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι έπειτα από τέτοια μεθοδευμένη επικοινωνιακή διαχείρισή του η επίτευξη ολιγόμηνης παράτασης της προστασίας της πρώτης κατοικίας με διεύρυνση της περιμέτρου ώστε να ενταχθούν στο καθεστώς προστασίας και όσοι έχουν πληγεί περισσότερο από τον κορονοϊό θα παρουσιαστεί και θα εκληφθεί ως μεγάλη διαπραγματευτική επιτυχία της κυβέρνησης. Η επικέντρωση του δημόσιου διαλόγου σε σχετικά δευτερεύοντα ζητήματα απαλλάσσει πρωταρχικά την κάθε κυβέρνηση και δευτερευόντως τα πολιτικά κόμματα από την υποχρέωση να τοποθετηθούν ξεκάθαρα και να απαντήσουν στο βασικό ερώτημα στην άσκηση δημόσιας πολιτικής που δεν είναι άλλο από την κατανομή του οφέλους και του κόστους από κάθε ρύθμιση.

Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι βαθύτατα αξιακή.

Για τους νεοφιλελεύθερους η κατοικία είναι ένα ακόμη εμπορεύσιμο αγαθό το οποίο αποκτάται και παρακρατείται εάν και εφόσον υπάρχουν οι πόροι και οι προϋποθέσεις για να γίνει κάτι τέτοιο. Αν επομένως κάποιος έχει πάρει δάνειο για την απόκτηση ενός ακινήτου και δεν μπορεί να το ξεπληρώσει, τότε η τράπεζα οφείλει να προχωρήσει στην κατάσχεση του ακινήτου και να το εκπλειστηριάσει είτε χρησιμοποιείται για πρώτη κατοικία είτε όχι. Αν δεν το κάνει, δημιουργείται «πρόβλημα ηθικού κινδύνου», όπως λέγεται, καθώς οι οφειλέτες αποκτούν κίνητρο αθέτησης πληρωμών, εφόσον γνωρίζουν ότι δεν θα υποστούν καμία κύρωση. Η προσέγγιση αυτή καθιστά τον οφειλέτη αποκλειστικά υπεύθυνο για την υπερχρέωσή του και υπόλογο έναντι των τραπεζών.

Η εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη –διστάζω να την αποκαλέσω «αριστερή» καθώς τα αριστερά κόμματα δεν έχουν ξεκάθαρη άποψη επ’ αυτού– είναι ότι το δικαίωμα στη στέγη είναι αναφαίρετο κοινωνικό δικαίωμα και επομένως δεν θα πρέπει να επιτρέπονται πλειστηριασμοί της πρώτης κατοικίας. Το κράτος επομένως οφείλει, στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής που ασκεί, να καλύψει το προκαλούμενο κόστος για τις τράπεζες μέσω κρατικών εγγυήσεων των αντίστοιχων δανείων η/και επιδότησης των πιο ευάλωτων οφειλετών για κάλυψη των οφειλών τους. Αυτή ήταν σε χοντρικές γραμμές και η νομιμοποιητική βάση του ν. 4605/2019 που προώθησε ο ΣΥΡΙΖΑ και ισχύει μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο, μέσα από εξωδικαστική διαδικασία η πρώτη κατοικία προστατεύεται για λίγους που πληρούν αυστηρά εισοδηματικά κριτήρια, ενώ το δημόσιο συνεισφέρει στην πληρωμή της οφειλής με μηνιαία επιδότηση. Σύμφωνα μ’ αυτή την προσέγγιση το κόστος μεταφέρεται από τις τράπεζες, οι οποίες ανέλαβαν το ρίσκο δανειοδότησης χρεώνοντας μάλιστα το αντίστοιχο τίμημα, στους συνεπείς φορολογούμενους, ενώ πολύ λίγοι από τους υπερχρεωμένους οφειλέτες μπορεί να τύχουν προστασίας καθώς οι δημόσιοι πόροι είναι περιορισμένοι και τα κριτήρια αυστηρά.

Η τρίτη προσέγγιση είναι αυτή που αποτέλεσε τη νομιμοποιητική βάση του ν. 3869/2010 (νόμος Κατσέλη). Σύμφωνα με αυτήν το δικαίωμα της προστασίας της πρώτης κατοικίας καλύπτει όλους τους οφειλέτες που βρίσκονται αποδεδειγμένα σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής οφειλών, όπως αυτό τεκμαίρεται από ανεξάρτητο δικαστή, στο πλαίσιο ενός προοδευτικού πτωχευτικού κώδικα αποκλειστικά για φυσικά πρόσωπα. Το κόστος επιμερίζεται δίκαια μεταξύ πτωχευμένου οφειλέτη και τραπεζών, ενώ ο ηθικός κίνδυνος περιορίζεται σημαντικά, χωρίς οι συνεπείς φορολογούμενοι να καλούνται να καλύψουν τις ζημιές των τραπεζών. Η πρόταση σχεδίου νόμου «Για την αντιμετώπιση της αφερεγγυότητας των φυσικών προσώπων και την προστασία της κύριας κατοικίας» που κατέθεσε πρόσφατα η Ενωση Δικαίου Προστασίας Καταναλωτή κινείται προς την ίδια κατεύθυνση.

Επομένως, είτε πρόκειται για το σχέδιο «Ηρακλής» που διευκολύνει τις τράπεζες να τιτλοποιούν και να αφαιρούν «κόκκινα» δάνεια από τους ισολογισμούς τους με τη χορήγηση εγγυήσεων από το κράτος είτε για τις επερχόμενες αλλαγές στο πτωχευτικό δίκαιο, το κεντρικό ερώτημα που τίθεται είναι: ποιος ή ποιοι καλούνται να πληρώσουν τα σπασμένα; Αποκλειστικά ο οφειλέτης, είτε είναι πραγματικά πτωχευμένος είτε όχι; Οι περισσότεροι οφειλέτες εκτός των ολίγων που πληρούν αυστηρά κριτήρια επιλεξιμότητας και οι συνεπείς φορολογούμενοι; Ή όλοι οι οφειλέτες που είναι αποδεδειγμένα πτωχευμένοι και οι τράπεζες που τους δάνεισαν;

Η απάντηση στο πιο πάνω αξιακό ερώτημα έχει ουσιαστικές οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις. Μόνο ο δίκαιος επιμερισμός οφέλους και κόστους παράγει εμπιστοσύνη που αποτελεί τον προσδιοριστικό παράγοντα για μια συνεκτική, δημοκρατική και βιώσιμη οικονομία και κοινωνία.

Το δικαίωμα της προστασίας της πρώτης κατοικίας πρέπει να καλύπτει όλους τους οφειλέτες που βρίσκονται αποδεδειγμένα σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής οφειλών, όπως αυτό τεκμαίρεται από ανεξάρτητο δικαστή, στο πλαίσιο ενός προοδευτικού πτωχευτικού κώδικα αποκλειστικά για φυσικά πρόσωπα