Ποιος κάνει κουμάντο στον δημόσιο χώρο;

Πώς συνδέεται η απόφαση της υπουργού να κάνει έξωση στον ΣΕΑ με την καταστρατήγηση κεκτημένων δικαιωμάτων μας, κοντά 50 χρόνια από τη μεταπολίτευση

Η σκληρή αντιπαράθεση μεταξύ του υπουργείου Πολιτισμού και του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ) μετά την απόφαση της Λίνας Μενδώνη να κάνει έξωση στον σύλλογο από την έδρα του στο διατηρητέο κτίριο της οδού Ερμού στο ιστορικό κέντρο δεν αφορά μόνο την ανταλλαγή πυρών ανάμεσα στην υπουργό και στον ΣΕΑ.

Το διακύβευμα είναι μεγαλύτερο, καθώς η συγκεκριμένη απόφαση φέρνει επιτακτικά στο προσκήνιο ζωτικά ερωτήματα για την αντίληψη της κοινωνίας και τη θέση της για το τι σημαίνει σήμερα χρήση του δημόσιου χώρου. Πώς υπερασπιζόμαστε τον ανοιχτό, ελεύθερο δημόσιο διάλογο; Πώς προστατεύουμε τον ακηδεμόνευτο δημόσιο χώρο; Με ποιον τρόπο αντιδρούμε στην προσπάθεια καταστρατήγησης συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων μας; Ερωτήματα που δεν είναι άσχετα με όσα προηγήθηκαν της απόφασης της υπουργού, όπως η άνανδρη επίθεση εναντίον του αρχαιολόγου της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων Μανώλη Ψαρρού στη Μύκονο που σταδιακά οδήγησε στην αντίδραση των κατοίκων απέναντι στην «τουριστική μαφία» των νησιών και στην κινητοποίησή τους ώστε να διεκδικήσουν τον ζωτικό παραλιακό χώρο στην Πάρο, τη Μύκονο και τη Ρόδο έπειτα από δεκαετίες ανεξέλεγκτων καταπατήσεων.

Δεν χωράει αμφιβολία ότι η εκδικητική πράξη της υπουργού να ανακαλέσει την προ 42 ετών απόφαση της Μελίνας Μερκούρη για παραχώρηση του κτιρίου στον ΣΕΑ εντάσσεται σε ένα παιχνίδι εξουσίας με όλα τα χαρακτηριστικά της πολιτικής ρεβάνς. Και αυτό διότι ο ΣΕΑ επί χρόνια ασκεί έντονη κριτική στις αποφάσεις της υπουργού είτε αφορούν τις τσιμεντένιες διαστρώσεις στην Ακρόπολη, τον κατακερματισμό και τη μετακίνηση των αρχαιοτήτων στον σταθμό Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη, τη μετατροπή των πέντε μεγάλων μουσείων σε ΝΠΔΔ είτε τη νομιμοποίηση της παράνομης συλλογής Στερν από το παράθυρο, τη στήριξη του ΣΕΑ στους καλλιτέχνες που βγήκαν στους δρόμους για το προεδρικό διάταγμα που τους υποβιβάζει σε απόφοιτους λυκείου και πολλά ακόμη. Είναι όμως και μια πολιτική πράξη σημειολογικής σημασίας, μια προσπάθεια ελέγχου της δημόσιας συζήτησης και της κριτικής προς την κυβέρνηση, με πολλαπλούς αποδέκτες.

Οι «γραφικοί» αρχαιολόγοι

Πολλοί κοινωνικοί φορείς, σύλλογοι και σωματεία έχουν ήδη κινητοποιηθεί κατά της υπουργικής απόφασης μετά το εξώδικο που έστειλε ο ΣΕΑ στο υπουργείο, ενώ βουλευτές της αντιπολίτευσης κατέθεσαν σχετική ερώτηση στη Βουλή. Μέχρι στιγμής ο Σύλλογος Εκτάκτων Αρχαιολόγων, η ΠΟΘΑ (Πανελλήνια Ομοσπονδία Θεάματος Ακροάματος), η Εταιρεία Ελλήνων Ιστορικών Τέχνης και η Ελληνική Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου έχουν ανακοινώσει τη στήριξή τους στον ΣΕΑ, ενώ οι υπογραφές επιφανών πανεπιστημιακών, ερευνητών και ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών που ζητούν την ανάκληση της απόφασης αυξάνονται μέρα με τη ημέρα.

Εκτός βέβαια από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων του ΥΠΠΟ –με πρόεδρο τον Γιάννη Τσακοπιάκο, κατηγορούμενο στην υπόθεση με τα πλαστά δάνεια του Ταμείου Αλληλοβοήθειας–, που υποστηρίζει την κίνηση της υπουργού. Επίσης, μπαίνει πλέον δυναμικά στη συζήτηση η εκ του πονηρού προσπάθεια υποτίμησης του έργου και της προσφοράς των Ελλήνων αρχαιολόγων από συγκεκριμένα συμφέροντα εδώ και χρόνια. Η απόλυτη αποτυχία της κρατικής μηχανής να προστατεύσει τη σωματική ακεραιότητά τους όταν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους διαπιστώνουν παρανομίες και εφαρμόζουν τον νόμο άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Οι γνωστοί χαρακτηρισμοί εναντίον τους ως δήθεν «τροχοπέδης της ανάπτυξης» ή «γραφικών λατρών του παρελθόντος» φαντάζουν ακόμη πιο ύποπτοι σε μια εποχή άγριας κακοποίησης του φυσικού περιβάλλοντος και εκμετάλλευσης κάθε σπιθαμής δημόσιας γης στο όνομα της χωρίς μέτρο τουριστικής «αξιοποίησης», σε συνδυασμό με τις καταστροφικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που βιώνουμε καθημερινά.

Η συγκλονιστική περίπτωση του Μανώλη Ψαρρού, ο οποίος ακόμη προσπαθεί να ανακτήσει τις δυνάμεις του πέντε μήνες μετά τον άγριο ξυλοδαρμό του, αλλά και ο φόβος του ίδιου και πολλών συναδέλφων του που αισθάνονται εντελώς απροστάτευτοι στις υποστελεχωμένες εφορείες αρχαιοτήτων της περιφέρειας είναι ένα σημείο καμπής που πυροδότησε εξελίξεις. Λίγους μήνες μετά οι κάτοικοι των νησιών αφυπνίστηκαν και απαίτησαν την ανάκτηση του δημόσιου χώρου, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να διατάξει ελέγχους ενώ τόσα χρόνια κώφευε στις καταγγελίες για να μην εμποδίζει την «ανάπτυξη».

Ηδη η κ. Μενδώνη φρόντισε να μας υπενθυμίσει ποιος κάνει κουμάντο τελικά στη δημόσια περιουσία στην καρδιά της πρωτεύουσας. Με την έξωση του ΣΕΑ από το διατηρητέο κτίριο του ιστορικού κέντρου θέλει να σβήσει τις ανεπιθύμητες «παραφωνίες» και να θέσει τον δημόσιο διάλογο υπό τη δική της δικαιοδοσία, με τους δικούς της όρους. Επειδή ο ΣΕΑ τόλμησε να ασκήσει κριτική για ένα καυτό πολιτικό και κοινωνικό θέμα όπως το τραγικό ναυάγιο της Πύλου, γεγονός που απασχόλησε τα διεθνή ΜΜΕ και την παγκόσμια κοινότητα.

Ζητήσαμε από επιφανείς επιστήμονες τη γνώμη τους για την απόφαση ανάκλησης της παραχώρησης του κτιρίου και για τις επιπτώσεις της στον δημόσιο διάλογο και στο κύρος του ΣΕΑ.

Αντώνης Λιάκος: «Η απόφαση της ανάκλησης έχει άρωμα απαγορευτικό και πραξικοπηματικό»

Η ανάκληση της παραχώρησης του κτιρίου στον ΣΕΑ είναι πολύ σοβαρό ζήτημα, το οποίο αφορά μεν τους αρχαιολόγους, αφορά όμως και το θέμα του ελεύθερου δημόσιου χώρου. Ο ΣΕΑ, μία από τις μεγαλύτερες επιστημονικές συλλογικότητες της χώρας στον χώρο των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, προσέφερε το συγκεκριμένο κτίριο για να γίνουν εκδηλώσεις, οι οποίες στη συντριπτική τους πλειονότητα ήταν εκδηλώσεις επιστημονικές, όπως επίσης και εκδηλώσεις καλλιτεχνικές. Η σειρά αυτών των εκδηλώσεων, που πραγματοποιήθηκαν σε βάθος 40 χρόνων, αποτέλεσε θεσμό του δημόσιου χώρου και του ελεύθερου διαλόγου.

Οταν στον νου μας έρχεται αυτή η γωνιά του ιστορικού κέντρου ανακαλούμε μαζί και όλες τις εμπειρίες που βιώσαμε στις εκδηλώσεις αυτές. Επομένως η ανάκληση της παραχώρησης αποτελεί πράξη που έχει άρωμα απαγορευτικό, πραξικοπηματικό, άρωμα καταστροφής του δημόσιου χώρου και αντίθεσης στην ελεύθερη συζήτηση. Γιατί η ελεύθερη συζήτηση πρέπει να μπορεί να γίνεται σε χώρους συλλογικούς, στους οποίους οι πολίτες προσέρχονται απροϋπόθετα, χωρίς ταυτοποίηση και χωρίς εισιτήριο. Το ζήτημα δεν αφορά μόνο τους αρχαιολόγους. Αφορά ακριβώς αυτό το πνεύμα ελεύθερης συζήτησης μέσα σε μια πόλη όπως είναι η Αθήνα. Και από αυτή την άποψη πρέπει να μας απασχολήσει όλες και όλους και να μη βλέπουμε αυτό που συμβαίνει μέσα από στενά κομματικά ή παραταξιακά πλαίσια. Είναι σαφές ότι υπάρχει μια πλευρά που δεν θέλει την ελευθερία του διαλόγου ή τη θέλει υπό προϋποθέσεις και όρους, σε πληρωμένα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Και υπάρχει προφανώς η άλλη πλευρά, η οποία υπερασπίζει ακριβώς τα κεκτημένα από τη μεταπολίτευση, που φέτος θα γιορτάσουμε τη συμπλήρωση των 50 χρόνων της. Σήμερα που αρχαιολόγοι υπερασπίζονται τον δημόσιο χώρο και γίνονται πρόσωπα μη αρεστά, στα οποία επίσης ασκείται βία, η κίνηση αυτή της υπουργού είναι ακόμη συμβολικότερη.

Ο ΣΕΑ και το προεδρείο του έχουν κατασυκοφαντηθεί με ευτελείς προφάσεις και με επαναλήψεις ανερυθρίαστων ψεμάτων. Η απόφαση της υπουργού είναι επιβολή του κομματισμού πάνω στα σωματεία και η αντιστροφή αυτού που κατηγορούμε, ότι δηλαδή τα σωματεία υποτάσσονται στα κόμματα. Κάνω έκκληση σε διανοούμενους, επιστήμονες, ιστορικούς, αρχαιολόγους, καλλιτέχνες που έχουν περάσει την πόρτα αυτού του κτιρίου και έχουν συμμετάσχει στις εκδηλώσεις του να πάρουν θέση απέναντι σε αυτό το σοβαρό ζήτημα συνυπογράφοντας τη διακήρυξη που ο σύλλογος στέλνει στον πρωθυπουργό και στην υπουργό. Νομίζω ότι πρέπει να δημιουργηθεί μια ευρύτερη επιτροπή υπεράσπισης της υπόθεσης, να γίνουν πολλές εκδηλώσεις και συζητήσεις και να συμμετέχουμε όλοι με όποιον τρόπο μπορούμε. Επίσης τα κόμματα πρέπει να πάρουν σαφή θέση. Δεν είδα ακόμη ανακοίνωση από το ΠΑΣΟΚ. Περιμένω από τον Νίκο Ανδρουλάκη να πάρει ξεκάθαρη θέση.

*Ο Αντώνης Λιάκος είναι ιστορικός, ομότιμος καθηγητής ΕΚΠΑ

Δημήτρης Πλάντζος: «Ζούμε σε ένα ιδιότυπο εκσυγχρονιστικό παραλήρημα»

Η πρόσφατη ακύρωση της παλιάς παραχώρησης του κτιρίου της οδού Ερμού προς τον ΣΕΑ είναι δύσκολο να εξηγηθεί. Το υπουργείο έχει φυσικά το δικαίωμα να αναθεωρήσει μια παλιά του απόφαση, οι αιτίες που προβάλλονται όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι κατά τη γνώμη μου έωλες. Πολύ σωστά τέθηκε το ζήτημα στην εξώδικη απάντηση του ΣΕΑ προς την υπουργό, όπου τονίζεται ότι η μακροχρόνια χρήση του κτιρίου από τον σύλλογο υπήρξε μέσα στο πλαίσιο του νόμου, στο πνεύμα και το γράμμα της παραχώρησης. Θεωρώ ότι η χρήση του κτιρίου υπήρξε υποδειγματική γιατί αποτελεί μια ζωντανή και φιλόξενη στέγη δημόσιου διαλόγου, κάτι που φαίνεται να στερούμαστε συνεχώς πλέον στη χώρα μας. Ειδικά στη μεταμνημονιακή και μεταπανδημική περίοδο που διανύουμε η ανάγκη για δημόσιο, ανοικτό, συμπεριληπτικό διάλογο και γόνιμη ανταλλαγή απόψεων είναι τεράστια. Δεν καταλαβαίνω γιατί η υπουργός, προβάλλοντας νομικίστικα επιχειρήματα προσπαθεί να τερματίσει μια προσπάθεια που γίνεται από τους συναδέλφους αρχαιολόγους του ΥΠΠΟ.

Οι λόγοι που οι αρχαιολόγοι δέχονται πυρά από θεσμικούς και εξωθεσμικούς κύκλους εδώ και πολλές δεκαετίες είναι πολλαπλοί: πρώτα από όλα τους θεωρούν θεμελιωτές του εθνικιστικού αφηγήματος γιατί η Ιστορία και ο ελληνικός εξαιρετισμός πατούν πάνω στα αρχαιοελληνικά ευρήματα και στην αίγλη του παρελθόντος. Από την άλλη μεριά και σε επίπεδο καθημερινότητας, πολλές φορές τους θεωρούν εχθρούς της ανάπτυξης διότι έχουν την «κακή συνήθεια» να σταματούν κατασκευές φαραωνικών έργων, ειδικά όταν απειλούν να καταστρέψουν υλικά κατάλοιπα του κλασικού παρελθόντος. Ομως πρέπει να καταλάβουμε ότι ειδικά οι αρχαιολόγοι του ΣΕΑ επιτελούν σπουδαίο έργο με πολύ λίγα χρήματα και εντέλει με ελάχιστη αναγνώριση, πολλές φορές ακόμη και με επιθέσεις από εκείνους που θα έπρεπε να είναι οι θεσμικοί τους προστάτες. Η απόφαση ανάκλησης της παραχώρησης του κτιρίου είναι μια άλλης τάξης γραφειοκρατική συζήτηση, πρέπει να τονίσουμε όμως ότι τα τελευταία χρόνια ζούμε σε ένα ιδιότυπο εκσυγχρονιστικό παραλήρημα και θεωρούμε ότι κάθε εκσκαφή ή μεγαλεπήβολο επιχειρηματικό σχέδιο θα φέρει την ανάπτυξη ως διά μαγείας. Το είδαμε στο Ελληνικό, στο μετρό της Θεσσαλονίκης και παλαιότερα της Αθήνας και ενώ βεβαίως είναι περιπτώσεις που πρέπει να αξιοποιηθούν, καλλιεργείται μια βιασύνη και ένας υποτιθέμενος πολιτικός ρεαλισμός ο οποίος κρύβει έναν αμοραλισμό και μια βαθιά χυδαιότητα ανθρώπων, φορέων, κοινωνικών ομάδων που ουσιαστικά αδιαφορούν τόσο για το παρελθόν όσο και για τις ίδιες τις πρόνοιες των νόμων και του συντάγματος.

*Ο Δημήτρης Πλάντζος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας, ΕΚΠΑ