Ξεκινώντας με ένα πολυμεταχειρισμένο κλισέ, ο Φρ. Μιτεράν είχε πει (ή του αποδίδεται) ότι «πολιτική είναι η διαχείριση των συμβόλων». Μπορεί κανείς να συμφωνεί ή να διαφωνεί. Όμως, είναι αδιαμφισβήτητο ότι σε μια χώρα με πλούσια πολιτιστική κληρονομιά, όπως η δική μας, τα μνημεία και τα μουσεία είναι μεταξύ των πλέον ισχυρών και διαχρονικών συμβόλων. Η σχέση μας μαζί τους έχει παίξει και εξακολουθεί να παίζει σημαντικό ρόλο στη συγκρότηση της συνεκτική μας ταυτότητας. Ακουμπά ευαίσθητες χορδές της κοινωνίας.
Ποιος επιλέγει τι πρέπει να μπει και τι μένει απέξω από ένα μουσείο; Ποιος και τι αποφασίζει για την πολιτισμική μας μνήμη; Αυτός είναι ο πυρήνας της μεγάλης πολιτικής αντιπαράθεσης για τα δημόσια μουσεία που έχουμε μπροστά μας.
Πολλά μπορούν να ειπωθούν για το νομοσχέδιο με το οποίο πέντε μεγάλα αρχαιολογικά και βυζαντινά μουσεία μετατρέπονται σε νομικά πρόσωπα, με διοικήσεις διορισμένες από την κυβέρνηση. Το «σπάσιμο» του δικτύου δημόσιων μνημείων και μουσείων. Η προτεραιότητα στον οικονομικό και επιχειρηματικό τους ρόλο και η διαχείριση με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, στα όρια της εμπορευματοποίησης. Ο σκληρός ανταγωνισμός των νομικών προσώπων για χρηματοδοτήσεις και χορηγίες. Η ξεπερασμένη τριαντάχρονη «συνταγή», κατά κανόνα αποτυχημένη ως προς τις οικονομικές και αναπτυξιακές της διακηρύξεις (ας θυμηθούμε και τον τραγέλαφο με το «λάδι από την Ιερά Άλτη της Ολυμπίας»). Η νέα μουσειακή «κανονικότητα» της ένδειας πόρων. Η απουσία μελέτης βιωσιμότητας, με το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το μεγαλύτερο από τα πέντε, να παρουσιάζει προϋπολογισμό δαπανών 75% μεγαλύτερο από τα έσοδά του (4,7 εκατ. έναντι 2,7 εκατ. Ευρώ, στοιχεία 2018). Το «στρώσιμο» του εδάφους για μια νέα γενιά «προβληματικών» πολιτιστικών οργανισμών που θα χρειαστούν κρατική διάσωση, όπως έγινε στο παρελθόν με το Μέγαρο Μουσικής και άλλους χρεωκοπημένους φορείς. Η προσχηματική «αυτοτέλεια», με τις διοικήσεις να διορίζονται από την κυβέρνηση και να έχουν ανάγκη την άφθονη κρατική χρηματοδότηση. Η αλληλοσύνδεση συμφερόντων πολιτικής ηγεσίας και διοικήσεων που γεννά διαπλοκή.
Όμως, αν ήταν να αναδείξει κανείς δύο κυρίαρχα σημεία, το πρώτο είναι η άσκηση ισχυρής επιρροής από χορηγούς, ιδιωτικά ιδρύματα, την οικονομική, κοινωνική και πολιτική ελίτ, με στόχο τη νομή συμβολικού κεφαλαίου και κύρους. Και το δεύτερο η προώθηση θεωρήσεων του παρελθόντος με ροπή προς την στείρα αρχαιολατρία, τα αναχρονιστικά στερεότυπα «αρχαίων μεγαλείων», τις μονοδιάστατες ερμηνείες «κλασικής καθαρότητας». Με δυο λόγια, η ελίτ και μια μουσειακή πολιτική που θα υπηρετεί τον κρατικοδίαιτο πολιτισμό της και θα εδραιώνει τη συντηρητική ηγεμονία της στο πεδίο των ιδεών, αυτή είναι η κυβερνητική απάντηση στο «ποιος και τι αποφασίζει».
Η ρητή αντίθεση της Αριστεράς είναι δεδομένη. Πρέπει να πλαισιωθεί από τη δική της προοδευτική απάντηση και θέση: μια νέα, αναβαθμισμένη πολιτική για τα μνημεία και τα μουσεία μας στο υπουργείο Πολιτισμού που θα συμπεριλαμβάνει όλες και όλους και θα προχωρά σε μια νέα θεώρηση και παρουσίαση του παρελθόντος, αναδεικνύοντας τον πλούτο της πολιτισμικής ποικιλομορφίας και ανανεωμένα πολιτισμικά αφηγήματα με κέντρο τον άνθρωπο, την εξέλιξη των κοινωνιών, τις πανανθρώπινες αξίες που τα «αρχαία» συμβολίζουν.
Η Πολιτισμική Δημοκρατία και η ανάδειξη του επιστημονικού, ερευνητικού, παιδευτικού και κοινωνικού ρόλου των μνημείων και των μουσείων μας, η ανάδειξη της σημασία τους για μια διαφορετική κουλτούρα της καθημερινότητας, για την ποιότητα ζωής και την ευημερία, είναι από τα σημαντικά ζητούμενα μιας προοδευτικής διακυβέρνησης.
*Ο Κώστας Στρατής είναι αρχαιολόγος, MSc Προστασίας Μνημείων, πρώην υφυπουργός Πολιτισμού