Για έναν οποιονδήποτε εν ενεργεία Έλληνα πρωθυπουργό, μία δήλωση όπως αυτή του Πάιατ για τον αμερικανικό επιχειρηματικό… θαυμασμό στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη θα εκλαμβανόταν ως προτροπή στην αποστρατεία. Για τον αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας όμως, η δήλωση του απερχόμενου πρέσβη πως οι Αμερικανοί τον θέλουν στη δούλεψή τους, όχι μόνο δεν αντιμετωπίστηκε ως προσβλητική, αλλά μοιάζει και σαν παράθυρο στο αδιέξοδο. Το δικό του.
Ο Τζέφρι Πάιατ διάγει τις τελευταίες ημέρες του στην Ελλάδα, πριν τον διαδεχθεί ο Τζορτζ Τσούνης, σε μία συγκυρία κατά την οποία τα αμερικανικά συμφέροντα που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο περνούν μέσα από τη χώρα μας έχουν φτάσει στο ανώτατο σημείο τους εδώ και χρόνια. Ή όπως περιέγραψε με τα δικά της λόγια η υφυπουργός Εξωτερικών Βικτόρια Νούλαντ, «οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις δεν ήταν ποτέ πιο ισχυρές».
Ο απερχόμενος Αμερικανός πρέσβης, έτσι κι αλλιώς είχε με τις κυβερνήσεις που συνεργάστηκε εξαιρετικές σχέσεις. Άλλωστε, επί κυβερνήσεως Τσίπρα ήταν που λύθηκε το Μακεδονικό, που παρότι ένα ζήτημα χρονίζον που η χώρα είχε συμφέρον επιτέλους να επιλυθεί, εξυπηρετούσε παράλληλα και τα αμερικανικά συμφέροντα επέκτασης του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Το ίδιο ισχύει και για την ανάπτυξη βάσεων σε Αλεξανδρούπολη, Σούδα και αλλού. Όμως η άνευ όρων και επ’ αόριστον αμυντική συνεργασία με ΗΠΑ της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι η κατάλληλη για να συμβολίσει τις σχέσεις της σημερινής κυβέρνησης με τους Αμερικανούς.
Η αποστροφή του Τζέφρι Πάιατ στο πλαίσιο της δεύτερης μέρας των εργασιών του 7ου Διεθνούς Φόρουμ των Δελφών για τον θαυμασμό που προκαλεί ο Έλληνας πρωθυπουργός σε Αμερικανούς αξιωματούχους όταν τον συναντούν προβλήθηκε από φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης ως εξίσου ενδεικτική των θεσπέσιων ελληνοαμερικανικών σχέσεων. «Πώς να τον προσλάβουμε να δουλέψει για εμάς;» αναρωτήθηκε ο Αμερικανός. Άραγε, ποιες «επιτυχίες» μπορεί να βλέπει ένας ξένος αξιωματούχος από την ασφάλεια της εκτός συνόρων παρατήρησης το τελευταίο διάστημα;
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος ηγέτης -και ίσως ο μόνος- που από την πρώτη στιγμή ζήτησε η απάντηση της Δύσης στη Ρωσία «να μην είναι απλά κοινή, αλλά να είναι και αντίστοιχη της πρωτοφανούς ρωσικής προκλητικότητας», σε τόνο που συγκρίνεται σε επιθετικότητα με ανώτατα στελέχη του ΝΑΤΟ ή με τον Βολοντιμίρ Ζελένσκι. Άμεσα, έγινε από τους ελάχιστους ομολόγους του που αποφάσισαν να εμπλέξουν τις χώρες τους ενεργά στον πόλεμο, αποστέλλοντας όπλα, και μάλιστα με προσωπική του απόφαση που άφηνε εκτός ακόμα και τον υπουργό των Εξωτερικών του. Κατάφερε μέσα σε λίγες εβδομάδες να θέσει υπό πλήρη αμφισβήτηση τις σχέσεις της χώρας μας με τη Ρωσία, απέλασε αριθμό-ρεκόρ Ρώσων διπλωματών, ενώ έκανε το ελληνικό κοινοβούλιο το πρώτο που χειροκρότησε το φασιστικό Αζόφ.
Στην Ενέργεια, ήταν εκείνος που ανέλαβε σχεδόν εργολαβικά να διατυμπανίζει την ανάγκη πλήρους απεξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο προς το συμφέρον του αμερικανικού LNG. Το ίδιο ένθερμα, όπως προ ενάμιση έτους ανέλαβε να επικοινωνήσει το ψηφιακό πιστοποιητικό εμβολιασμού. Ταυτόχρονα, πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων τον «συντονισμό» της κυβέρνησής του με αυτές της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, αφήνοντας τις δύο τελευταίες μόνες στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής, με αποτέλεσμα να είναι οι δύο χώρες της Ιβηρικής χερσονήσου που εξασφάλισαν έγκριση για κατ’ εξαίρεση μέτρα στήριξης των πολιτών τους.
Ήταν ο ίδιος που για μήνες και μέχρι πριν από μερικές εβδομάδες υποστήριζε πως η ενεργειακή κρίση είναι «παροδική», αποφεύγοντας να λάβει οποιοδήποτε ουσιαστικό μέτρο. Προχώρησε εντέλει σε ισχνά μέτρα στήριξης για ένα μικρό μέρος των πολιτών, απορρίπτοντας την αλλαγή του δόγματος της βίαιης απολιγνιτοποίησης που αποφάσισε ο ίδιος με την εκλογή του. Για να φτάσει στις αρχές της Άνοιξης να αναθεωρεί τους σχεδιασμούς της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος από λιγνίτη επαναφέροντας αυτούς της προηγούμενης κυβέρνησης.
Στην Οικονομία, ο προϋπολογισμός έχει πέσει έξω σε σοκαριστικό βαθμό, από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες του έτους. Οι υπερβολικά φιλόδοξες προβλέψεις για τον πληθωρισμό που τον υπολόγιζαν δέκα φορές μικρότερο είναι αδύνατον να δικαιολογηθούν από τις αναταράξεις της παγκόσμιας οικονομίας εξαιτίας της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Για να λάβει δε την εκταμίευση της δόσης των 3,6 δισ. ευρώ που πανηγυρίζεται από εχθές, χρειάστηκε να υπάρξει καθυστέρηση μηνών, και ένας τεράστιος γύρος συναντήσεων των τελευταίων εβδομάδων για να πείσει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Παράλληλα, οι εκτιμήσεις περί «τέλους της πανδημίας» για μία ακόμα φορά στα τέλη του περσινού έτους άφησαν την αγορά και τους εργαζόμενους ακάλυπτους, με την κυβέρνηση να επικαλείται τα δεκάδες δισ. ευρώ που έδωσε σε προηγούμενες φάσεις της πανδημίας, εκ των οποίων ένα μεγάλο μέρος ήταν δάνειο και η κατάληξή τους είναι ακόμα άγνωστη.
Για την ίδια την πανδημία, η χθεσινή του ρήση πως «δεν είναι και τίποτα» αρκεί για να χαρακτηρίσει τη διαχείριση της κυβέρνησής του. Η χώρα έχει εκτοξευτεί στις πρώτες θέσεις διεθνώς σε θνησιμότητα, τα σχέδια για ιδιωτικοποιήσεις νοσοκομείων και υπηρεσιών προχωρούν χωρίς συστολή, ενώ οι πολίτες είναι πλέον έρμαια της «ατομικής ευθύνης». Κυβέρνηση και υπουργείο Υγείας αποφεύγουν ακόμα να κάνουν μία ειλικρινή και δημόσια αποτίμηση του τελευταίου έτους της πανδημίας, με τις φιέστες του 2020 και του 2021 στη Σαντορίνη και στο πλευρό του Σωτήρη Τσιόδρα να μοιάζουν πικρά αστεία.
Τέλος, τα ελληνοτουρκικά. Μετά από δύο εξόχως θερμά χρόνια με ρεσιτάλ τουρκικής προκλητικότητας σε θαλάσσια και χερσαία σύνορα της χώρας, τα οποία μέχρι πρότινος η κυβέρνηση Μητσοτάκη έκανε «σημαία» ως κρίσεις τις οποίες αντιμετώπισε επιτυχώς, έδωσε διά ζώσης την έγκρισή του στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για να παίξει τον ρόλο του διαμεσολαβητή μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, με την παρουσία του σε κατ’ ιδίαν συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη.
Έπειτα από όλα τα παραπάνω, άκουσε τους Αμερικανούς να κλείνουν οριστικά τον EastMed και τον «κομβικό ρόλο» της χώρας στην ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική, ενώ η πρόσφατη επίσκεψη της Αμερικανίδας υφυπουργού Εξωτερικών Βικτόρια Νούλαντ πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων τις αναλύσεις επί αναλύσεων περί απομόνωσης του Ερντογάν ανάγοντάς τον σε ενισχυμένο ρυθμιστή. Και σαν να μην φτάνει αυτό, οι ΗΠΑ αχρήστευσαν ουσιαστικά το «υπερόπλο» των πολυδάπανων Rafale, δίνοντας στους Τούρκους την έγκριση για εξοπλισμό με δεκάδες σύγχρονα F16. Όλα αυτά, την ώρα που η τουρκική πλευρά κάνει ανοιχτά λόγο ακόμα και για συνεκμετάλλευση του Αιγαίου προαναγγέλλοντας ανακοινώσεις τις επόμενες ημέρες, ενώ αυτές που προανήγγειλε ο Έλληνας πρωθυπουργός πριν από περίπου έναν μήνα παραπέμπονται εβδομάδα την εβδομάδα στις καλένδες.
Με βάση τα παραπάνω, εύκολα καταλαβαίνει κανείς πως ο πρωθυπουργός έχει δώσει αρκετές λαβές για θαυμασμό σε Αμερικανούς, αλλά και σε Ευρωπαίους αξιωματούχους. «Πως θα γίνει να τον προσλάβουμε;» μπορεί να αναρωτιούνται αρκετοί από αυτούς. Μία αποστροφή που αναπάντεχα οδηγεί στην αποχώρησή του από τη θέση που κατέχει, πριν προσληφθεί σε μία επόμενη. Όμως το ειρωνικό είναι πως το ίδιο ενδέχεται να τριγυρίζει και στο μυαλό του ίδιου του Κυρ. Μητσοτάκη, κρίνοντας από τις επιλογές του και τα όσα διαρρέει το περιβάλλον του για το πολιτικό του μέλλον.