Αυστηροποίηση ποινών και ουσιαστική κατάργηση του σωφρονισμού για να χαϊδέψουν το θυμικό ψηφοφόρων καθώς δεν λύνονται έτσι τα προβλήματα.
Σε προσπάθεια αποπροσανατολισμού της κοινωνίας από τα μείζονα προβλήματα που αντιμετωπίζει και σε μια τροφοδότηση του θυμικού της, η κυβέρνηση διά του αρμόδιου υπουργού Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα αλλάζει τους ποινικούς κώδικες αυξάνοντας τις ποινές, καταργώντας έτσι τα όποια προσχήματα σωφρονισμού είχαν απομείνει.
Με βάρκα την αυστηροποίηση και σκοπό την εξοντωτική τιμωρία, προβαλλόμενη ως μόνη λύση για την πάταξη της εγκληματικότητας, η κυβέρνηση κλείνει τα μάτια στη σύγχρονη σωφρονιστική πολιτική και γυρίζει τη χώρα δεκαετίες πίσω. Οι επικείμενες αλλαγές πρόκειται να ψηφιστούν μέχρι τον Σεπτέμβριο –και θα έχουν άμεση ισχύ– ενώ αναμένεται να τεθούν σε δημόσια διαβούλευση εντός των επόμενων ημερών.
Αναιρώντας τον ίδιο της τον εαυτό, αφού κατά τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη Μιχάλη Χρυσοχοΐδη δεν υπάρχει έξαρση του εγκλήματος αλλά άλογη εγκληματοφοβία, η κυβέρνηση της ΝΔ επιχειρεί τώρα να εγκαθιδρύσει στο σώμα της κοινωνίας την… ποινοφοβία.
Συγκεκριμένα, αυστηροποιεί το ισχύον καθεστώς σε ό,τι αφορά τις αποφυλακίσεις. Για παράδειγμα σε περίπτωση καταδίκης σε ισόβια κάθειρξη, το κατώτατο όριο παραμονής πραγματικής έκτισης στη φυλακή θα είναι 18 έτη αντί για 16 που είναι σήμερα.
Πρακτικά ωστόσο κάτι τέτοιο σημαίνει υπερσυμφόρηση στα ήδη ασφυκτικά γεμάτα καταστήματα κράτησης της χώρας, αφού θα αποφυλακίζονται πολύ λιγότεροι κρατούμενοι απ’ ό,τι σήμερα και θα φυλακίζονται περισσότεροι, την ώρα που η Ελλάδα μετράει αρκετές καταδίκες στα ευρωπαϊκά δικαστήρια για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στις φυλακές.
Κατά της εγκληματικότητας ή υπέρ της εκδίκησης;
Αδιαφορώντας πλήρως για τους τρόπους πρόληψης της εγκληματικότητας, όπως για παράδειγμα την ουσιαστικότερη και καλύτερη αστυνόμευση –πέραν της καταστολής διαδηλώσεων και βασανισμών πολιτών, στην οποία αρέσκεται η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη– ο Κ. Τσιάρας υποστηρίζει ότι με τις επικείμενες αλλαγές επιδιώκεται η ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών και η προστασία του κοινωνικού συνόλου από την εγκληματικότητα.
Στην πραγματικότητα όμως αυτό το οποίο πρόκειται να συμβεί είναι η ενίσχυση του αισθήματος «εκδίκησης» των θυμάτων και των οικογενειών τους προς τον θύτη, πράγμα που ενώ με όρους ψυχολογίας είναι λογικό να υφίσταται, νομικά απέχει πολύ από τα ευρωπαϊκά πρότυπα, τα οποία θέλουν το κράτος να αποσκοπεί προς το κοινό καλό και όχι προς τέρψιν των θυμάτων, τα οποία πολλές φορές, ειδικά σε περιπτώσεις ειδεχθών εγκλημάτων, δικαιολογημένα δεν δύνανται να ικανοποιηθούν ακόμη και με την εσχάτη των ποινών.
Ειδικότερα, στα ευλόγως αποκαλούμενα αποτρόπαια εγκλήματα, όπως είναι οι ανθρωποκτονίες, δεν είναι λίγες οι φορές που ο κόσμος ζητάει κρεμάλες, επαναφορά της θανατικής ποινής, σοδομισμό ή οτιδήποτε πρόκειται να κάνει τον θύτη, αν όχι να πεθάνει, να υποφέρει στον μέγιστο βαθμό. Το αρχέγονο αίσθημα της εκδίκησης ξυπνάει, με την πολιτεία όμως να οφείλει να το κατευνάσει και όχι να το τροφοδοτεί.
Η αυστηροποίηση των ποινών λειτουργεί ως ψηφοθηρικό εργαλείο το οποίο έχει σκοπό να χειραγωγήσει το συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας καθώς αποτελεί επικοινωνιακό πυροτέχνημα, το οποίο παράλληλα κάνει επίκληση στο συναίσθημα των θυμάτων, προκρίνοντας έτσι την αποκοινωνικοποίηση αντί για την επανακοινωνικοποίηση, παραβλέποντας σωρεία εκθέσεων του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο μακροχρόνιος εγκλεισμός δεν έχει θετικά αποτελέσματα ούτε για τον κρατούμενο αλλά ούτε για την πάταξη και πρόληψη της εγκληματικότητας.
Αν λοιπόν στόχος μιας κοινωνίας δεν είναι η επανένταξη, τότε αναπόφευκτα το επόμενο θέμα του δημόσιου διαλόγου θα είναι η επαναφορά της θανατικής ποινής.
Βαριές ποινές και άσκοπη επαναφορά διατάξεων
Οι προαναγγελθείσες αλλαγές προβλέπουν ότι για τα αδικήματα της εσχάτης προδοσίας, της ανθρωποκτονίας, του ομαδικού βιασμού και του βιασμού σε βάρος ανηλίκου και της θανατηφόρας ληστείας η προβλεπόμενη ποινή είναι πλέον μόνο η ισόβια κάθειρξη, την ώρα μάλιστα που η Ελλάδα αριθμεί περισσότερους ισοβίτες σε ολόκληρη την Ευρώπη φτάνοντας τους 900, αριθμός που έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με τους ισοβίτες για παράδειγμα στη Σουηδία, την Αυστρία, την Τσεχία και την Πορτογαλία που δεν ξεπερνούν τους 50-100.
Παράλληλα επαναφέρεται η διάταξη του άρθρου 43 του Ποινικού Κώδικα περί τιμωρίας της «απρόσφορης απόπειρας» (απόπειρα που εκ προοιμίου είναι καταδικασμένη να αποτύχει, π.χ. απόπειρα δολοφονίας με νεροπίστολο) η οποία είχε καταργηθεί το 2019 με την αιτιολογία ότι «η διάταξη του άρθρου 43 που αφορούσε στην απρόσφορη απόπειρα έχει καταργηθεί στο προτεινόμενο Σχέδιο.
Η τιμώρηση πράξεων απρόσφορης απόπειρας συνιστά αποφασιστική εκτροπή από τις αρχές του αντικειμενικού αδίκου. Ο δράστης μιας απρόσφορης απόπειρας τιμωρείται επειδή πιστεύει ότι τελεί έγκλημα, ενώ στην πραγματικότητα δεν δημιουργεί κίνδυνο για κανένα έννομο αγαθό. Η επιβολή ποινής για την πράξη αυτή συναρτάται επομένως αποκλειστικά με τον δόλο και για τον λόγο αυτό αντίκειται στις βασικές αρχές ενός αντικειμενικού ποινικού δικαίου».
Ενώ, σε αντίθεση με πολλές χώρες της Ευρώπης που δεν διώκεται καν, ξαναγίνεται κακούργημα από πλημμέλημα η συναινετική μεταξύ ενηλίκων αιμομιξία.
Την ίδια ώρα αυστηροποιείται το πλαίσιο των ποινών στα αδικήματα της κλοπής και της υπεξαίρεσης (στην πλημμεληματική τους μορφή), χωρίς όμως αυτό να ισχύει για τους… τραπεζίτες, τους πρωταγωνιστές δηλαδή της βαριάς οικονομικής εγκληματικότητας.
Τέλος, αξιοσημείωτο είναι ότι «αυστηροποιούνται οι διατάξεις για τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, δηλαδή για τον εμπρησμό, τον εμπρησμό δασών, την πλημμύρα, την έκρηξη κ.λπ.», κίνηση με ξεκάθαρα προσχηματικό χαρακτήρα, αφού είναι φανερό πως αποκλειστικός στόχος είναι το αδίκημα της έκρηξης όταν αυτό έχει προκληθεί από… μολότοφ.