Πλειστηριασμοί: Η κοινωνία αγωνιά, τα «κοράκια» λένε ψέματα

Πλειστηριασμοί: Η κοινωνία αγωνιά, τα «κοράκια» λένε ψέματα

Εξι κομβικά σημεία φανερώνουν τις αρπακτικές διαθέσεις των «κορακιών» μετά την ετυμηγορία-αστραπή του Αρειου Πάγου

Την περασμένη εβδομάδα, αμέσως μετά τη δημοσίευση της απόφασης-αστραπή της ολομέλειας του Αρειου Πάγου υπέρ της νομιμότητας των πλειστηριασμών από τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, γνωστές και ως servicers, που ξεσήκωσε τη δημόσια κατακραυγή, οι servicers εξέδωσαν μια ανακοίνωση στην οποία προσπάθησαν να απαντήσουν στην κριτική του νομικού κόσμου, του ΣΥΡΙΖΑ και των media.

Στην ανακοίνωση αυτή οι servicers, μέσα από 13 ερωταπαντήσεις οι οποίες περιλαμβάνουν ορισμένες αλήθειες και πολλά ψέματα, υποστήριξαν ότι η κριτική που ασκείται στην απόφαση του Αρειου Πάγου αλλά και στους ίδιους απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Από όλα αυτά, το Documento, με τη βοήθεια του ρεπορτάζ και νομικών, ξεχώρισε ως πιο κομβικά τα εξής: Πρώτον, κατά τους servicers η γενική κριτική περί «τσουναμιού πλειστηριασμών», ειδικά σε βάρος πρώτων κατοικιών, είναι υπερβολική διότι οι εμπράγματες εξασφαλίσεις «κόκκινων» δανείων που κατέχουν αφορούν πράγματι 600.000 ακίνητα, αλλά από αυτά μόνο 300.000 είναι κατοικίες ενώ τα υπόλοιπα 300.000 είναι επαγγελματικά. Γι’ αυτά η συντριπτική πλειονότητα των οφειλετών θα βρει συμβιβαστική λύση, λένε οι servicers, καθώς με βάση κάποια ιστορικά στοιχεία που επικαλούνται, οκτώ στα δέκα δάνεια ρυθμίζονται συναινετικά. Αρα σε πλειστηριασμό θα βγουν μόνο 120.000 ακίνητα.

Το πρόβλημα ωστόσο εδώ είναι ότι τα υποτιθέμενα «ιστορικά» στοιχεία που παρουσιάζουν οι servicers, βάσει των οποίων ισχυρίζονται ότι οκτώ στα δέκα δάνεια ρυθμίζονται συναινετικά, προέρχονται από το διάστημα 2020-22 που κατά το μεγαλύτερο μέρος του υπήρχε υποχρεωτική αναστολή πλειστηριασμών λόγω των πανδημίας. Με δυο λόγια, τότε οι servicers, ακόμη κι αν ήθελαν, δεν μπορούσαν να κάνουν πλειστηριασμούς, άρα τα στοιχεία τους δεν είναι ενδεικτικά. Από εδώ και πέρα όμως θα μπορούν να κάνουν και οι μαζικοί πλειστηριασμοί σε βάρος 600.000 ακινήτων, είτε κατοικίες είτε εμπορικά ακίνητα, δεν παύουν να συνιστούν τη μεγαλύτερη μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας που θα επιχειρηθεί ή θα γίνει ποτέ στην Ελλάδα.

Στο σφυρί πρώτες κατοικίες

Δεύτερον, λένε οι servicers ότι αν τελικά γίνουν πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας, υπάρχει θεσμικό πλαίσιο που διασφαλίζει ότι κανένα ευάλωτο νοικοκυριό δεν θα χάσει την πρώτη του κατοικία.

Υπάρχει πράγματι η δυνατότητα όχι να μη χάσουν τα ευάλωτα νοικοκυριά την πρώτη τους κατοικία –τη χάνουν– αλλά να μην έρθουν αντιμέτωπα με τον δικαστικό επιμελητή που σπάει κλειδαριές και πετάει πράγματα στον δρόμο. Μόνο που προϋπόθεση για να ματαιωθεί ο πλειστηριασμός είναι να κάνουν τα ευάλωτα νοικοκυριά αίτηση στην Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους παραδίδοντας οριστικά τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας και να μείνουν στο σπίτι τους με νοίκι για δώδεκα χρόνια. Ακολούθως, αφού θα έχουν πληρώσει τα νοίκια δώδεκα ετών και θα έχουν χάσει οριστικά ό,τι είχαν πληρώσει παλαιότερα ως δόσεις αποπληρωμής του «κόκκινου» δανείου τους, μπορούν να ζητήσουν να αγοράσουν εκ νέου την κατοικία τους στην τότε εμπορική της τιμή. Δεν είναι δελεαστικό αυτό κι εξηγεί γιατί πολλά ευάλωτα νοικοκυριά δεν προσφεύγουν στη συγκεκριμένη διαδικασία.

Τρίτον, οι οφειλέτες έχουν ακριβώς την ίδια δυνατότητα για ρύθμιση των χρεών τους, λένε οι servicers, είτε με τον νόμο του 2003 είτε με τον νόμο του 2015, επειδή για τον νόμο του 2003 εφαρμόζεται ο Κώδικας Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος η οποία ελέγχει κιόλας τις σχετικές διαδικασίες. Τίποτε από αυτά δεν ισχύει αν κρίνουμε από τις αθλιότητες της συμπεριφοράς των τραπεζών στο διάστημα

2015-19, στα χρόνια δηλαδή που ακόμη είχαν οι ίδιες τα «κόκκινα» δάνεια και οι οποίες επικαλούμενες τον Κώδικα Δεοντολογίας ζητούσαν ως προϋπόθεση για να κάνουν ρυθμίσεις στους «κόκκινους» δανειολήπτες την αύξηση των προσημειώσεων πάνω σε νέα ακίνητα αλλά στο τέλος της διαδικασίας αρνούνταν να δώσουν ρύθμιση, ενώ οι προσπάθειες των δανειοληπτών να καταγγείλουν αυτές τις καταχρηστικές πρακτικές στην Τράπεζα της Ελλάδος έπεφταν σε τοίχο, καθώς δεν είχαν καν προβλεφθεί διαδικασίες μεταβίβασης των καταγγελιών των πολιτών στην υποτιθέμενη εποπτεύουσα αρχή ΤτΕ (κι έτσι παραμένουν).

Λίγοι χαίρονται τις «εξυπηρετήσεις»

Τέταρτον, οι servicers είναι προσηλωμένοι στις ρυθμίσεις δανείων, όχι στους πλειστηριασμούς κι αυτό φαίνεται από το ότι έως τα τέλη του 2022 έχουν ρυθμίσει δάνεια ύψους 35 δισ. ευρώ. Μάλιστα για τους συνεργάσιμους οφειλέτες κάνουν μεγάλες διαγραφές χρέους που στα στεγαστικά είναι περί το 35-40%, στα καταναλωτικά περί το 50-65%, στα δάνεια των μικρών επιχειρήσεων περί το 55% και στα μεγάλα εταιρικά δάνεια περί το 40%.

Ενδεχομένως οι servicers να έχουν ρυθμίσει μέχρι σήμερα χρέη ύψους 35 δισ. ευρώ, όμως δεν γνωρίζουμε τι κατηγορίες χρέους περιλαμβάνει το συγκεκριμένο νούμερο. Από όσα έχουν δημοσιοποιηθεί πάντως στον Τύπο ή περιλαμβάνονται στις εκθέσεις της Γενικής Γραμματείας Ιδιωτικού Χρέους (Εκθεση Προόδου για τον Ιανουάριο 2023) προκύπτει ότι τα μεγάλα «χατίρια» και τα βαθιά «κουρέματα» χρέους δίνονται στους πολύ μεγάλους του «επιχειρείν», ιδίως μάλιστα αν συνδέονται συγγενικά ή φιλικά με την κυβέρνηση, και όχι στους απλούς πολίτες ή στις μικρές επιχειρήσεις. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι τράπεζες και servicers έχουν κάνει διαγραφές χρέους 67-95% για να υπηρετήσουν σχέδια εξυγίανσης πτωχευμένων επιχειρήσεων (π.χ. η μεταβίβαση της Καλλιμάνης στην τουρκική Dardanel έγινε με κούρεμα δανείων 95%) ή σχέδια εξυγίανσης πτωχευμένων επιχειρήσεων που κατέληξαν σε επιχειρηματικούς ομίλους οι οποίοι συνδέονται με σχέσεις συγγένειας με υπουργούς της κυβέρνησης Μητσοτάκη (π.χ. η Μαλαματίνα με κούρεμα χρέους 70% πέρασε στον όμιλο Mantis των αδερφών Κρομμύδα, συγγενών του υπουργού Ενέργειας Κώστα Σκρέκα) ή στα δάνεια Πηλαδάκη (συζητείται κούρεμα 95,5%) ή κατά την πώληση των ναυτιλιακών δανείων του ομίλου Libra (κούρεμα 80%) ή κατά την πώληση των δανείων του «Πρώτου Θέματος» σε εταιρεία της Μαριάννας Λάτση (για κούρεμα 93,5% είχαν κάνει λόγο τραπεζικές πηγές της Πειραιώς, 67% είπε το «Πρώτο Θέμα»).

Αντίθετα, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Γραμματείας Ιδιωτικού Χρέους, το μέσο ποσοστό διαγραφής οφειλών για τους «μικρούς» που προσφεύγουν στον εξωδικαστικό –φυσικά πρόσωπα και μικρές επιχειρήσεις– είναι 31,5%, που όμως κι αυτό έχει δοθεί σε οφειλές που αντιστοιχούν στο 40% του συνόλου, καλύπτοντας έναν αναλογικό αριθμό αιτούντων– με το υπόλοιπο 60% των οφειλών και τον αναλογικό αριθμό αιτούντων να μην έχει λάβει κανένα απολύτως κούρεμα. Πέμπτον, οι servicers υποστηρίζουν ότι οι ίδιοι δεν ευνοούν τους πλειστηριασμούς διότι είναι διαδικασία με κόστος και χρονοβόρα. Αντίθετα, επιδιώκουν τη συμβιβαστική ρύθμιση του χρέους λαμβάνοντας υπόψη την πραγματική ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη και την αξία των περιουσιακών του στοιχείων. Οι πλειστηριασμοί όμως χρειάζονται, προσθέτουν, γιατί χωρίς αυτούς κανένας οφειλέτης δεν έχει κίνητρο να ρυθμίσει τις οφειλές του.

Τι κάνουν πραγματικά οι servicers

Τα πράγματα δεν είναι έτσι, επισήμαναν στο Documento νομικοί κύκλοι που ασχολούνται με ζητήματα ρύθμισης ιδιωτικού χρέους. Οι servicers δεν ενδιαφέρονται να δώσουν βιώσιμες ρυθμίσεις στους οφειλέτες και δεν λαμβάνουν ποτέ υπόψη κριτήρια εισοδηματικά, οικογενειακά ή υγείας, μόνο περιουσιακά. Αυτό συμβαίνει επειδή έχουν εισπρακτικά πλάνα το πολύ οκταετίας και θέλουν να αποκομίσουν ένα δυνατό κέρδος άμεσα. Για τον λόγο αυτό επιλέγουν τις γρήγορες διαδικασίες και προτείνουν απευθείας στους οφειλέτες είτε την εφάπαξ εξόφληση του χρέους τους είτε να καταβάλουν μια μεγάλη δόση ως προϋπόθεση για να καθίσουν στο τραπέζι να συζητήσουν για ρύθμιση. Κάποιοι οφειλέτες βρίσκουν εφάπαξ ποσά από άλλα μέλη της οικογένειάς τους και γίνεται ρύθμιση, που το πιθανότερο είναι ότι θα τιναχτεί στον αέρα γιατί καθώς δεν λαμβάνει υπόψη κανένα κριτήριο δεν είναι βιώσιμη. Αλλά οι περισσότεροι οφειλέτες δεν μπορούν να βρουν ένα μεγάλο εφάπαξ ποσό. Κι εκεί έρχονται ως δεύτερη λύση οι κατασχέσεις και οι πλειστηριασμοί, που τους επιλέγουν οι servicers γιατί μπορούν να τους αποδώσουν άμεσα ένα μεγάλο ποσό.

Οσο για το περίφημο επιχείρημα της αναγκαιότητας των πλειστηριασμών ως κινήτρου για να ρυθμίζουν οι οφειλέτες το χρέος τους, αρκεί να δούμε, επισημαίνουν οι ίδιοι νομικοί κύκλοι, ότι το καλοκαίρι του 2019 προ του Πτωχευτικού της ΝΔ που κατάργησε την προστασία της πρώτης κατοικίας το ιδιωτικό χρέος ανερχόταν σε 237 δισ. ευρώ. Σήμερα με πλειστηριασμούς έχει φτάσει τα 270 εκατ. ευρώ.

Εκτον, οι servicers διευκρινίζουν ότι με βάση τον νόμο του 2003 που περιλάμβανε τις φοροαπαλλαγές πήραν τιτλοποιημένα «κόκκινα» δάνεια 55 δισ. ευρώ (όχι το σύνολο των 87 δισ. που έδωσαν οι τράπεζες), άρα ανήκει στον χώρο της επιστημονικής φαντασίας το νούμερο των 58,8 δισ. ευρώ που οικονομολόγοι του ΙΝΚΑ Κρήτης υπολόγισαν ως φορολογική οφειλή τους αν δεν είχαν τις φοροαπαλλαγές και υιοθέτησαν οι δικηγορικοί σύλλογοι.

Ενδεχομένως το νούμερο των 58,8, δισ. ευρώ να είναι μεγάλο ή λανθασμένο αλλά υπολογίστηκε ως κατά προσέγγιση νούμερο επί της υπόθεσης ότι οι servicers πήραν από τις ελληνικές τράπεζες τιτλοποιημένα «κόκκινα» δάνεια ύψους 87 δισ. ευρώ βάσει του νόμου του 2003 (τώρα μας λένε ότι οι τιτλοποιήσεις που πήραν ήταν 55 δισ. ευρώ) και εμπράγματες απαιτήσεις πάνω σε 600.000 ακίνητα αντικειμενικής αξίας 40 δισ. ευρώ. Ολα αυτά τα έχουν μεταβιβάσει και γυρίσει σε δευτερογενείς και τριτογενείς αγορές τέσσερις με πέντε φορές, άρα είχαν τζίρο στην επταετία 2016-22 400 δισ. ευρώ.

Οι όποιες ενστάσεις των servicers για την ακρίβεια των αριθμών δεν αλλάζουν πάντως το γεγονός ότι τα ξένα funds πήραν από τις ελληνικές τράπεζες τιτλοποιημένα «κόκκινα» δάνεια με εμπράγματες εξασφαλίσεις στο 25% περίπου της συνολικής απαίτησης, ότι όλες οι συναλλαγές και μεταπωλήσεις αυτών των δανείων επί μία επταετία δεν έχουν φορολογηθεί κι ότι οι servicers βγαίνουν τώρα στην αγορά και μαζεύουν ό,τι μπορούν από όποιον μπορούν ή προχωρούν σε πλειστηριασμούς, ώστε να καλύψουν γρήγορα τα εισπρακτικά πλάνα τους. Και με δεδομένο ότι το 25% της αξίας των απαιτήσεων που έδωσαν τα funds αργά ή γρήγορα θα καλυφθεί, από εκεί και πέρα ό,τι πάρουν με πλειστηριασμούς θα είναι δικό τους κέρδος – που με βάση μάλιστα τον νόμο του 2033 θα μείνει αφορολόγητο.

Απόφαση χωρίς προηγούμενο, λέει ο νομικός κόσμος

Στα κάγκελα βρίσκεται ο νομικός κόσμος της χώρας με την απόφαση της ολομέλειας του Αρειου Πάγου υπέρ της νομιμότητας των funds να διενεργούν πλειστηριασμούς, με τον Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας να θέτει ανοικτά ερωτήματα σχετικά με το πώς κατέστη δυνατό η ολομέλεια του Αρειου Πάγου να πάρει απόφαση πάνω σε τόσο δύσκολη υπόθεση μέσα σε οκτώ μέρες στη χώρα που πάσχει από τεράστιες καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης και για το πώς ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας γνώριζε από τρεις μήνες πριν την απόφαση αυτή. Ενδεικτική, τονίζεται, του πρωτοφανούς χαρακτήρα της απόφασης και της πολιτικής σκοπιμότητας που την κυοφόρησε υπήρξε μάλιστα η ένσταση των έξι αρεοπαγιτών της ολομέλειας που μειοψήφησαν, η οποία ανέφερε ότι «η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων ουδέποτε κατέφυγε σε συνδυαστική εφαρμογή διατάξεων και σε αναλογική ή συμπληρωματική ή τελολογική ερμηνεία τους, για να αποδώσει εξουσία διεξαγωγής δίκης σε πρόσωπο ξένο προς τον φορέα του δικαιώματος, όταν αυτό δεν προβλέπεται ρητά από

συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού ή του δικονομικού δικαίου», διατύπωση που σημαίνει ότι η απόφαση του Αρειου Πάγου που συνένωσε δύο νόμους (του 2003 και του 2015) για να δώσει τη δυνατότητα στους servicers να διενεργούν κατασχέσεις και πλειστηριασμούς σε βάρος των δανειοληπτών ήταν χωρίς προηγούμενο στην ιστορία της ελληνικής Δικαιοσύνης. Αναρωτιέται κανείς όμως: αν τελικά η πλειοψηφία των αρεοπαγιτών είχε αποφασίσει «φυσιολογικά» και υπέρ των πολιτών, θα άλλαζε κάτι ως προς τους πλειστηριασμούς; ΄Η, όπως λένε οι servicers, δεν θα άλλαζε κάτι, απλώς αντί να τους κάνουν αυτοί, θα τους έκαναν τα funds; Δεν θα άλλαζε κάτι σημαντικά, απάντησε στο Documento ο δικηγόρος Δημήτρης Λυρίτσης, όσο δεν αλλάζει κάτι στον Πτωχευτικό και στην προστασία της πρώτης κατοικίας. Θα τους έκαναν τα funds αλλά επειδή έχουν έδρα στο εξωτερικό θα τους στοίχιζαν κάτι περισσότερο γιατί θα έπρεπε να έρθουν και να στήσουν μηχανισμούς στην Ελλάδα, ενώ και η κυβέρνηση θα είχε θέμα γιατί θα έπρεπε να κάνει αλλαγές στον νόμο για το σχέδιο «Ηρακλής».

Documento Newsletter