Το τραπέζι έχει στρωθεί. Ένα κεραμιδί τραπεζομάντιλο από σατέν ύφασμα, ένα βάζο από φρέσκες λεβάντες στο κέντρο και το σερβίτσιο της σούπας να οργανώνει την οικογένεια Σούστερ μπροστά σε πορσελάνινα πιάτα και αστραφτερά, ασημένια κουτάλια.
Στο βάθος ένας καθρέφτης καταγράφει τις εκκωφαντικές σιωπές και τις νευρικές φλυαρίες της οικογενειακής σύναξης. Στο βάθος ο ήχος από σκόρπια πλήκτρα πιάνου ταράζει τις ίδιες αυτές σιωπές.
«Μην αλλάζεις βλέμμα και ενέργεια». Η φωνή του σκηνοθέτη Δημήτρη Καραντζά που καθοδηγεί σε μικρές λεπτομέρειες την Υβόννη Μαλτέζου διακόπτει το βασανιστικό, πένθιμο δείπνο στην τρίτη πράξη της «Πλατείας ηρώων» του Τόμας Μπέρνχαρντ. Πεθαίνοντας και ο ίδιος τέσσερις μήνες μετά την επεισοδιακή πρεμιέρα του έργου στο Μπουργκεάτερ (τον Νοέμβριο του 1988), καθιστούσε την «Πλατεία ηρώων» το κύκνειο άσμα που θα κορύφωνε την ακολουθία των φιλοσοφικών, κωμικοτραγικών στοχασμών του. Εμμένοντας στα αισθήματα απώθησης που έτρεφε για την πατρίδα του, την Αυστρία, τοποθέτησε την «Πλατεία ηρώων» σε ένα εφιαλτικό, ιστορικό τοπόσημο για τη μεταπολεμική ιστορία της Βιέννης.
Στις 15 Μαρτίου 1938, στην Heldenplatz, ο Χίτλερ διακήρυττε την προσάρτηση της Αυστρίας στο Ράιχ, υπό τις ενθουσιώδεις φιλοναζιστικές ιαχές ενός πλήθους 200.000 Αυστριακών. Ακριβώς 50 χρόνια μετά, ο Μπέρνχαρντ ρίχνει στο κενό της «Πλατείας ηρώων» τον Εβραίο καθηγητή Γιόζεφ Σούστερ, τρέφοντας με αυτό τον αφετηριακό για το έργο του θάνατο την οργή του για το ανεπούλωτο τραύμα του εθνικοσοσιαλισμού στην Αυστρία. «Αυτό το μικρό κράτος είναι ένας μεγάλος σωρός κοπριάς» κραυγάζει ο Χρήστος Στέργιογλου από τον ρόλο του Ρόμπερτ Σούστερ, αδερφού του αυτόχειρα· επιμένοντας πως «όλοι οι Αυστριακοί είναι δυστυχισμένοι».
Ένα παράγωγο του ναζισμού υποκείμενο της Ιστορίας
«Δεν πρόκειται για ένα οικογενειακό δράμα, απεναντίας. Είναι ένα απολύτως οικουμενικό έργο. Ο Μπέρνχαρντ μάς οδηγεί από το συλλογικό στο ατομικό. Από το συλλογικό τραύμα του φασισμού που μετατρέπεται σε τεράστιο φορτίο για τον Εβραίο καθηγητή. Και από το πώς η αδυναμία του διωκόμενου Γιόζεφ Σούστερ να διαχειριστεί αυτό το τραύμα τον καθιστά αυταρχικό, δεσποτικό και βίαιο απέναντι στην οικογένειά του, ένα παράγωγο του ναζισμού» εξηγεί με εμβρίθεια ο Δημήτρης Καραντζάς, θυμίζοντας σχεδόν τον λόγο που ο ίδιος ο συγγραφέας τόλμησε να αρθρώσει μπροστά στην αυστριακή κυβέρνηση όταν εκείνη του απένειμε βραβείο για τη λογοτεχνική του προσφορά: «Κατοικούμε τα τραύματά μας, φοβόμαστε, έχουμε κάθε δικαίωμα να φοβόμαστε, βλέπουμε ήδη, ακόμη και αν είναι από μακριά θολό, το τεράστιο περίγραμμα του φόβου».
Ερμηνεύοντας το ποιητικό κείμενο του Τόμας Μπέρνχαρντ, ο Καραντζάς επιχειρεί να αποτυπώσει αυτή την εγκατάσταση του φόβου στις ανθρώπινες ψυχές και τα ανθρώπινα σώματα, το τραγικό και συνάμα το κωμικό της ανθρώπινης κατάστασης, μετατρέποντας τους ηθοποιούς του σε φορείς ενός λεκτικού καταιγισμού. Παρατηρώντας τους πρωταγωνιστές του γύρω από το τραπέζι της τρίτης πράξης, ανέκφραστους, σχεδόν άκαμπτους, ενίοτε βωβούς και άλλοτε εξεγερμένους από τη φλόγα του κειμένου, γεννιέται η ανάγκη να απαντηθεί αυτός ο τρόπος να υπάρχουν πάνω στη σκηνή. «Συναντάμε την οικογένεια Σούστερ στο έσχατο σημείο της απελπισίας τους. Έχουν χάσει τον αρχηγό τους και κυρίως τον πνευματικό τους καθοδηγητή· συνεπώς αισθάνονται πως δεν υπάρχει καμία σωτηρία. Και την ίδια ώρα, είναι με έναν τρόπο τα θύματα που έχουν χάσει τον θύτη τους. Όλα αυτά δεν μπορούν να δικαιολογήσουν από εμάς βιαστικούς χαρακτηρισμούς περί της απάθειάς τους. Απελπισμένοι και ακυρωμένοι είναι» εξηγεί ο σκηνοθέτης της παράστασης, καθώς ο Χρήστος Στέργιογλου συνοψίζει όλα τα παραπάνω σε μια φράση του έργου: «Το τραγικό δεν είναι ότι ο αδερφός μου δεν ζει πια εδώ· είναι ότι εμείς μείναμε πίσω».
Η δημοκρατία σας βρομάει αποσύνθεση
Την ίδια ώρα, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, που λίγο προτού μελετούσε λεπτομερώς τις παύσεις της (στο ρόλο της κ. Τσίτελ, της οικονόμου των Στούσερ), υπερθεματίζει: «Λειτουργούμε κάτω από τη φόρμα μιας τέτοιας αυστηρότητας και λιτότητας σε μια προσπάθεια να δηλώσουμε την πίεση που έχει ασκηθεί σε αυτά τα πρόσωπα, τη συμπύκνωση της ενέργειας που δεν τους επιτρέπει να φλυαρήσουν. Οι ήρωες του Μπέρνχαρντ φέρουν ήδη τον θάνατο – και όχι εξαιτίας της αυτοκτονίας του Γιόζεφ, αλλά γιατί έχουν συγκεντρώσει όλη τη μεταπολεμική βαρβαρότητα μέσα τους».
Η μόνη πηγή εκτόνωσης από αυτή την ανατριχιαστική ακαμψία είναι ο λόγος – και δη ο λόγος του Μπέρνχαρντ που, ως είθισται, αναζητάει πυρετικά να φωλιάσει στα στόματα των ερμηνευτών. Και εδώ η πρόκληση είναι μεγάλη. Η «Πλατεία ηρώων» διακρίνεται σε τρεις πράξεις –σχεδόν τρία αυτόνομα έργα, σύμφωνα με τους πρωταγωνιστές της– με το υπηρετικό προσωπικό μέχρι τα μέλη της οικογένειας να επιφυλάσσουν μακροσκελείς, εξαντλητικούς μονολόγους όπου η σκέψη του συγγραφέα και, κατ’ επέκταση ο λόγος των ηθοποιών, καλπάζει.
Ωστόσο το τελευταίο, όπως όλα μαρτυρούν, δείπνο της οικογένειας Σούστερ στο σπίτι της Heldenplatz είναι για την Υβόννη Μαλτέζου (εμφανίζεται στον ρόλο της Χέντβιχ, συζύγου του αυτόχειρα) «μια συνωμοσία σιωπής των ανθρώπων για το παρελθόν τους», για την ένοχη μνήμη που τους κατατρέχει. Και αυτή η διαπίστωση φέρνει τους ήρωες του Μπέρνχαρντ ακόμα πιο κοντά στη δική μας κατάσταση, στην άνοδο των ακροδεξιών οργανώσεων, στις πρακτικές των φυλετικών διακρίσεων και των εθνικιστικών προκαταλήψεων, αφού, όπως παρατηρεί ο Χρήστος Στέργιογλου, «και εμείς δεν τολμάμε να ζήσουμε το μέλλον μας· δεν μας αφήνει ο τρόμος του παρόντος».
Ο ήρωάς του, πάντως, ο Ρόμπερτ Σούστερ εξακολουθεί ατάραχος να υποστηρίζει πως «ο κόσμος σήμερα αποτελείται από παράλογες ιδέες», καθώς –τι ειρωνεία!– ένας βόμβος, μια συγχορδία από ενοχλητικά παράσιτα σκεπάζει τα λόγια του. Μια σημειολογική χειρονομία λοιπόν για το φινάλε που ο Δημήτρης Καραντζάς έχει προλάβει να αιτιολογήσει εδώ και ώρα. «Εχουμε κουκουλώσει τα τραύματά μας νομίζοντας πως είμαστε ασφαλείς· όμως ο κόσμος μας βρίσκεται σε μεγαλύτερη αποσύνθεση παρά την όποια επίφαση δημοκρατίας».
INFO
Η «Πλατεία ηρώων» κάνει πρεμιέρα για πρώτη φορά στην ελληνική σκηνή στις 3 Φεβρουαρίου στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων. Τη διανομή εκτός από τους Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Υβόννη Μαλτέζου και Χρήστο Στέργιογλου, συμπληρώνουν οι: Αννα Καλαϊτζίδου, Μαρία Σκουλά, Γιώργος Μπινιάρης, Σύρμω Κεκέ, Παναγιώτης Εξαρχέας. Η μετάφραση είναι της Εριδος Κύργια