Πισωγύρισμα στη Δικαιοσύνη με όρους τηλεθέασης

Πισωγύρισμα στη Δικαιοσύνη με όρους τηλεθέασης

Να χαϊδέψει τα αυτιά του ευρύτερου συντηρητικού δεξιού ακροατηρίου επιχείρησε με το καλημέρα της ανάληψης των καθηκόντων του ο νέος υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης, δίνοντας το στίγμα των αλλαγών που πρόκειται να κάνει στη Δικαιοσύνη. Τα όσα ανέφερε από το βήμα της Βουλής ο Γ. Φλωρίδης στο πλαίσιο της συζήτησης επί των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης όχι μόνο προκαλούν ανησυχία, αλλά αποτελούν προάγγελο αλλαγών προς την κατεύθυνση της αυστηροποίησης των ποινών. Είναι φανερό ότι και ο νέος υπουργός Δικαιοσύνης, όπως είχε πράξει πολλές φορές και ο προκάτοχός του Κωνσταντίνος Τσιάρας, επιχειρεί να θέσει πολιτική ατζέντα στη Δικαιοσύνη με όρους τηλεθέασης και όχι ουσίας, βάζοντας στο στόχαστρο τα χαμηλής απαξίας εγκλήματα και όχι το βαρύ οργανωμένο έγκλημα, που ειδικά επί των ημερών της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη δρα ανεξέλεγκτο. Ανησυχητικά είναι και όσα ανέφερε ο Γ. Φλωρίδης σχετικά και με τις ανεξάρτητες αρχές που «δεν πρέπει να είναι ανεξέλεγκτες», με αρκετούς να «μεταφράζουν» την τοποθέτησή του ως μήνυμα ελέγχου από την κεντρική εξουσία, μετά και το στραπάτσο Μητσοτάκη στο θέμα των υποκλοπών. Κι όλα αυτά σε συνδυασμό με δηλώσεις του υπουργού Προστασίας του Πολίτη Νότη Μηταράκη λίγες μέρες μετά στην τηλεόραση του Σκάι, όπου ανέφερε ότι «υπάρχει θέμα ατιμωρησίας στην Ελλάδα για τη μικρή εγκληματικότητα».

Οι ανησυχητικές εξαγγελίες Φλωρίδη και Μηταράκη

Μία από τις εξαγγελίες Φλωρίδη αφορούσε «παρεμβάσεις στους κώδικες». Οχι «εκτεταμένες παρεμβάσεις» αλλά «σημειακές, ώστε να επανατοποθετηθούν κάποια θεμελιώδη ζητήματα». Ποια είναι αυτά για τον νέο υπουργό Δικαιοσύνης; Η «χαμηλή εγκληματικότητα και τα δικαιώματα των κρατουμένων».

«Εχει επικρατήσει να μιλάμε για “χαμηλή εγκληματικότητα” και “υψηλή ή βαριά εγκληματικότητα”. Μια ληστεία τράπεζας ας πούμε, με λεία σημαντικό ποσό, τραβάει τα φώτα της δημοσιότητας. Αυτό χαρακτηρίζεται “βαρύ έγκλημα”. Την κλοπή 3.000 ή 5.000 ευρώ από ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, που μπορεί να ήταν οι οικονομίες μιας ζωής για ώρα ανάγκης, πώς θα τη χαρακτηρίσουμε; “Χαμηλή εγκληματικότητα;”. Με την κρατούσα αντίληψη και ιεράρχηση, ναι. Ομως αν ρωτήσουμε το ηλικιωμένο ζευγάρι, θα μας πει ότι αυτό ήταν το χειρότερο που θα μπορούσε να τους συμβεί» τόνισε ο Γ. Φλωρίδης και συμπλήρωσε:

«Τόσα χρόνια επικράτησαν εκείνες οι απόψεις που θεωρούν ότι δεν πρέπει να τίθενται σε κίνδυνο τα δικαιώματα όσων κατηγορούνται για παράνομες πράξεις… Αλλά όλη αυτή η συζήτηση ξεχνάει την ανάγκη της επιβολής και δίκαιων ποινών, οι οποίες όμως πρέπει και να εκτελούνται. Ετσι, η συνταγματική προστασία των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων οδήγησε σε μεγάλο βαθμό στην ατιμωρησία τους. Για όλα αυτά τα εγκλήματα, και πολλά ακόμη που καθιστούν αφόρητη τη ζωή των συμπολιτών μας που τα υφίστανται, η ποινική κύρωση είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Δεν χρειάζεται καν ο κατηγορούμενος να πάει στο δικαστήριο, το οποίο είναι σχεδόν υποχρεωμένο από τον υφιστάμενο Ποινικό Κώδικα να βάλει μια ποινή και στη συνέχεια να την αναστείλει. Αυτή η κατάσταση πρέπει να πάρει τέλος. Οι ποινές, θα δούμε από ποιο όριο πρέπει να εκτελούνται υποχρεωτικά. Τουλάχιστον κατά ένα μέρος».

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε με δηλώσεις του και ο νέος υπουργός Προστασίας του Πολίτη Ν. Μηταράκης. Οπως ανέφερε, «υπάρχει ζήτημα γενικά με το σύστημα της Δικαιοσύνης, με τον κ. Φλωρίδη από την πρώτη ημέρα του στο υπουργείο Δικαιοσύνης μιλάμε σχεδόν καθημερινά, το έχουμε κάνει προτεραιότητα» και υπογράμμισε πως «υπάρχει θέμα ατιμωρησίας στην Ελλάδα για τη μικρή εγκληματικότητα, δεν υπάρχει ουσιαστικά ποινή για κάποιον που προσάγεται για ένα μικρό αδίκημα, πάει σε τακτική δικάσιμο, αυτή η τακτική δικάσιμος είναι μετά από πολλά χρονιά, οι ποινές είναι με αναστολή, άρα τελικά για να τιμωρηθεί κάποιος για ένα μικρό αδίκημα πρέπει να συσσωρεύσει πάρα πολλές συνεχόμενες».

Ας δούμε όμως πώς σχολιάζουν στο Documento τις προγραμματικές δηλώσεις του Γ. Φλωρίδη, δύο έμπειροι νομικοί: ο Βασίλης Σωτηρόπουλος και η Εύα Αμπάζη.

«Μεγάλη εκμετάλλευση του συναισθήματος»

Ο Β. Σωτηρόπουλος είναι έμπειρος και μάχιμος δικηγόρος. Μεταξύ των ζητημάτων που πραγματεύεται είναι και τα ανθρώπινα δικαιώματα, για τα οποία ουκ ολίγες φορές έχει τοποθετηθεί δημοσίως. Σε ό,τι αφορά τις δηλώσεις Φλωρίδη σχετικά με τη… «χαμηλή εγκληματικότητα» ο Β. Σωτηρόπουλος υπογραμμίζει ότι «το επιχείρημα αυτό προκαλεί μεγάλη εκμετάλλευση του συναισθήματος».

«Αλίμονο αν η Δικαιοσύνη λάμβανε υπόψη μονομερώς την υποκειμενική αντίληψη του θύματος για την έκταση της βλάβης που έχει υποστεί. Η Δικαιοσύνη λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που περιστοιχίζουν ένα έγκλημα, το σύνολο των θυμάτων και το σύνολο των δραστών» υπογραμμίζει με νόημα στο Documento.

Σύμφωνα με όσα υποστηρίζει ο Β. Σωτηρόπουλος, οι ισχυρισμοί Φλωρίδη «ότι έχουμε δώσει μεγάλη έμφαση στα δικαιώματα των κρατουμένων είναι κάτι που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει, καθώς γνωρίζει πολύ καλά ότι είναι θέμα που άπτεται του συντάγματος. Ακόμη και το σύνταγμα να αλλάξει, θα ’χει πρόβλημα με το ευρωπαϊκό δίκαιο και ειδικότερα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».

«Αλλαγή νοοτροπίας της νομικής κουλτούρας μας»

Η Εύα Αμπάζη είναι επίσης μάχιμη δικηγόρος με μεγάλη πείρα. Σχολιάζοντας τις δηλώσεις Φλωρίδη και Μηταράκη εκφράζει την έντονη ανησυχία της.

«Το βασικότερο που πρέπει να υπογραμμίσουμε είναι το γεγονός της αλλαγής νοοτροπίας της νομικής μας κουλτούρας. Ο νομικός μας πολιτισμός βασίζεται στη λογική του σωφρονισμού. Η ποινή έχει ένα πολύ βασικό χαρακτηριστικό. Επιβάλλεται με σκοπό κάποιος να συμμορφωθεί και να επανενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο. Οχι να τιμωρηθεί, όχι να παραδειγματίσει τους άλλους, αλλά για τη βελτίωση του κοινωνικού συνόλου» υπογραμμίζει στο Documento η Εύα Αμπάζη και συμπληρώνει:

«Βλέπουμε λοιπόν μια αλλαγή στη νοοτροπία που οδηγεί σε πιο ολοκληρωτικά καθεστώτα, ακριβώς γιατί η φιλοσοφία όλης της έννομης τάξης και του συντάγματός μας και του δικαίου βασίζεται καθαρά στον σωφρονισμό. Οπότε όταν δηλώνει κανείς ότι οι ποινές πλέον θα πρέπει να εκτελούνται υποχρεωτικά προετοιμάζει το έδαφος για μια σκληρή αντιμετώπιση κάνοντας λιγότερη διάκριση στην απαξία που μπορεί να έχει μια πράξη. Στην ουσία οι δηλώσεις αυτές προετοιμάζουν την κοινωνία για ένα σύστημα που έρχεται να καταστεί τιμωρός και δεν ενδιαφέρεται διόλου για την προστασία των δικαιωμάτων αυτών των ανθρώπων».

Λέξη για οργανωμένο έγκλημα και «λευκό κολάρο»

Ο Β. Σωτηρόπουλος στέκεται επίσης στο γεγονός ότι ο νέος υπουργός Δικαιοσύνης δεν αναφέρθηκε καθόλου ούτε στο οργανωμένο έγκλημα αλλά ούτε στα «εγκλήματα του λευκού κολάρου», δηλαδή τα οικονομικά.

«Δεν ακούσαμε τίποτε για την πολύ σοβαρή εγκληματικότητα, που είναι το οργανωμένο έγκλημα, ούτε για το οικονομικό έγκλημα» τονίζει στο Documento, ενώ σχολιάζει και τη θέση Φλωρίδη περί «υποχρεωτικής εκτέλεσης των ποινών».

«Αυτό που ουσιαστικά εννοεί με το περί υποχρεωτικής εκτέλεσης ποινών είναι κάτι που το έχουμε ακούσει ξανά πολλές φορές και αφορά τη διακοπή της χορήγησης αναστολής εκτέλεσης ποινών. Ωστόσο εάν δεν χορηγούνταν η αναστολή εκτέλεσης ποινών, η χαμηλή εγκληματικότητα θα οδηγούσε σε εξευτελισμό του σωφρονιστικού συστήματος, που δεν θα ήταν σε θέση να παρέχει τόσες θέσεις για τους κρατουμένους» σημειώνει ο Β. Σωτηρόπουλος

Από την πλευρά της η Εύα Αμπάζη επισημαίνει πως ο Γ. Φλωρίδης «δεν έκανε καμία δήλωση για πράγματα που θα μπορούσαν να φέρουν καλύτερα αποτελέσματα στη λειτουργία μιας κοινωνίας αλλά εστιάζει στα εγκλήματα που δημιουργούν επικαιρότητα και απασχολούν τους τηλεθεατές». Είναι χαρακτηριστικό ότι οι περισσότερες εκπομπές ελαφρού κοινωνικού περιεχομένου προβάλλουν διαρκώς τέτοιου είδους εγκλήματα δημιουργώντας εσφαλμένες εντυπώσεις σε ένα κοινό που τις παρακολουθεί.

«Δεν μειώνει την εγκληματικότητα»

Οπως σημειώνει η Εύα Αμπάζη, «ουσιαστικά οδεύουμε σε αυστηροποίηση των ποινών και καταστολή προκειμένου όπως λένε να εκτελούνται υποχρεωτικά οι ποινές. Μάλιστα η έκφραση αυτή είναι τρομακτική διότι όλη η φιλοσοφία της βασίζεται στον φόβο και τον τρόμο που μπορεί να έχει μια ποινή».

Να σημειωθεί ότι το ζήτημα της αυστηροποίησης των ποινών είναι κάτι που έχει απασχολήσει ουκ ολίγες φορές τον νομικό κόσμο. Στις 29 Μαΐου του 2021, σε ημερίδα του ποινικού δικαίου που είχαν συνδιοργανώσει η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕνΔΕ) και το Εργαστήριο Ποινικού και Ποινικού Δικονομικού Δικαίου του Δημοκρίτειου, ο τότε πρόεδρος της ΕνΔΕ Χριστόφορος Σεβαστίδης είχε τοποθετηθεί δημοσίως κατά της αυστηροποίησης.

Οπως υποστήριξε ο Χρ. Σεβαστίδης, «η αυστηροποίηση της ποινικής νομοθεσίας δεν συνδέεται επιστημονικά με τη μείωση της εγκληματικότητας», ενώ παράλληλα είχε σημειώσει πως «στην Ελλάδα είναι συχνό το φαινόμενο να επιβάλλει η χειρότερη μορφή πολιτικής, η δημαγωγία και ο λαϊκισμός, τα πορίσματα της επιστήμης, να την ποδηγετεί οριοθετώντας εξαρχής τα πλαίσια στα οποία της επιβάλλει να κινείται και να αξιοποιεί τα συμπεράσματά της μόνο όταν αυτά συμπίπτουν με τους προκαθορισμένους πολιτικούς στόχους».

«Υπερβολή τα περί ανεξέλεγκτων αρχών»

Μία ακόμη τοποθέτηση που προκάλεσε αλγεινές εντυπώσεις ήταν κι αυτή για τις ανεξάρτητες αρχές. Ο Γ. Φλωρίδης προεκλογικά είχε πάρει σαφή θέση δημοσίως για το ζήτημα των υποκλοπών αφήνοντας αιχμές κατά της στάσης της ΑΑΔΕ και μη λέγοντας το παραμικρό για τις ευθύνες της κυβέρνησης Κυρ. Μητσοτάκη.

«Μια υπηρεσία εμφανίζεται να είναι κουρελόχαρτο, μια άλλη ανεξάρτητη αρχή εμφανίζεται να παίζει πολιτικά παιχνίδια και πολιτικά κόμματα, με προεξάρχοντα τον ΣΥΡΙΖΑ, αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες που στην πραγματικότητα υπονομεύουν ή κυριολεκτικά αμαυρώνουν την εικόνα της χώρας» είχε πει ο Γ. Φλωρίδης.

Οπως υπογραμμίζει ο Β. Σωτηρόπουλος, «ο κ. Φλωρίδης ήταν από τα ελάχιστα πρόσωπα στη δημόσια σφαίρα που είχαν υποστηρίξει τη στάση της κυβέρνησης στον χειρισμό των υποκλοπών. Αυτό που λέει ότι οι ανεξάρτητες αρχές είναι ανεξέλεγκτες είναι πολύ μεγάλη υπερβολή, καθώς ελέγχονται δικαστικά από το Συμβούλιο της Επικρατείας στο οποίο ο κάθε πολίτης μπορεί να προσφύγει εάν θίγεται από τις αποφάσεις τους».

Μάλιστα, όπως σημειώνει ο γνωστός δικηγόρος, «οι δηλώσεις αυτές από την οπτική του κράτους δικαίου δεν είναι ευχάριστό να ακούγονται από έναν υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος θα έπρεπε να διασφαλίσει θεσμικά την ανεξαρτησία τους και να επιβεβαιώνει την εμπιστοσύνη που θα πρέπει να έχουν οι πολίτες αλλά και οι πολιτικοί στα αντίβαρα που έχει θεσπίσει το σύνταγμα απέναντι στην κυβερνητική εξουσία».

Documento Newsletter