Ελλειμμα στον σχεδιασμό της αντιπυρικής πολιτικής, λένε οι ειδικοί
«Βαρύτατα λάθη στρατηγικής στην αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών και έλλειμμα στην πρόληψη σε συνδυασμό με την εκκένωση ως κύριο στοιχείο της πυροσβεστικής τακτικής που εφαρμόζεται σήμερα, ώστε η καταστροφή δασών, καλλιεργειών και βιοποικιλότητας από πυρκαγιές να καλύπτεται πίσω από τη δικαιολογία “σώζω πληθυσμούς” αποτυπώνονται στις καταστροφές από τα πύρινα μέτωπα σε όλη την Ελλάδα». Αυτό επισημαίνει στο Documento o δρ δασολόγος και διευθυντής ερευνών στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων Γαβριήλ Ξανθόπουλος, ο οποίος προειδοποιεί ότι η κατάσταση χειροτερεύει συνεχώς και τα αποτελέσματα αναμένονται πιο δραματικά.
Εξηγεί ότι «η αντιπυρική πολιτική παραμένει μονοδιάστατα προσανατολισμένη στην καταστολή, χωρίς ενιαίο σχεδιασμό, με αδυναμίες στην οργάνωση της κατάσβεσης και με την κεντρική διοίκηση να έχει υποβαθμίσει τη δασοπροστασία σε επίπεδο πρόληψης και να έχει εξοβελίσει την αξιοποίηση της γνώσης των δασολόγων/δασοπόνων/δασικών στην αντιμετώπιση των πυρκαγιών».
Οι δασικές υπηρεσίες είναι απογυμνωμένες από προσωπικό και οι ελάχιστες πιστώσεις για καθαρισμό φτάνουν συχνά με καθυστέρηση. Το ενδιαφέρον είναι ότι και πυροσβέστες και δασικοί εκπέμπουν από κοινού κραυγή αγωνίας και κατά δασοκτόνων νόμων και κατά αναποτελεσματικών πολιτικών στη διαχείριση των πυρκαγιών.
Μείωσαν τις μειωμένες πιστώσεις
Εχει σημασία ότι ζητούν αντιπυρικό σχεδιασμό που να μη στηρίζεται μόνο στην καταστολή αλλά στην κεντρικά σχεδιασμένη πρόληψη για την προστασία των δασικών εκτάσεων, της ζωής και της περιουσίας του κόσμου. Σε αυτό το πλαίσιο πριν από λίγες ημέρες, τέλος Ιουλίου, μετά τις πυρκαγιές στα Γεράνια όρη, στην Κεφαλονιά και τη Σάμο, η Ενωτική Αγωνιστική Κίνηση Πυροσβεστών μιλούσε για συνεχιζόμενη υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση όλων των αρμόδιων φορέων (Πυροσβεστικό Σώμα, Δασική Υπηρεσία) που «έχουν φέρει ήδη τραγικά αποτελέσματα ενώ έχουμε διανύσει σχεδόν το πρώτο μισό της αντιπυρικής περιόδου!»
Είναι ενδιαφέρον ότι εγκαλούν την κυβέρνηση της ΝΔ που μείωσε ακόμη περισσότερο από πέρυσι τις ήδη πετσοκομμένες πιστώσεις προς τα δασαρχεία (από τα 17,7 εκατ. ευρώ που ζητούσαν δόθηκαν 1,7 εκατ. ευρώ φέτος έναντι 4,5 εκατ. πέρυσι). Παράλληλα, προσθέτουν ακόμη ένα ενδιαφέρον στοιχείο ως αντίστιξη, αναδεικνύοντας τη στρεβλή πολιτική: «Ωστόσο βλέπουμε να δαπανώνται κάθε χρόνο από τις κυβερνήσεις τεράστια ποσά για εναέρια μέσα δασοπυρόσβεσης, που φέτος αγγίζουν τα 40.000.000 ευρώ, γεμίζοντας με ζεστό χρήμα τις τσέπες μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτό».
Ορισμένες εγκρίσεις πιστώσεων έφτασαν καθυστερημένα στα δασαρχεία αλλά και στους δήμους για καθαρισμούς καύσιμης ύλης, που ήταν σε μεγάλες ποσότητες λόγω και της κακοκαιρίας «Μήδεια». Μάλιστα στη βορειοανατολική Αττική, και όχι μόνο, αυτό φαίνεται ότι έπαιξε ρόλο –σε συνδυασμό με αυξημένες θερμοκρασίες λόγω καύσωνα, ξηρότητα κ.λπ.– σε διάφορα σημεία του οικιστικού ιστού που γειτνιάζει με αγροτικές και δασικές εκτάσεις. Η πυρκαγιά στη Βαρυμπόμπη «αναδεικνύει τις αδυναμίες του μηχανισμού πυροπροστασίας και πυρόσβεσης» σημειώνει μιλώντας στο Documento ο Σάββας Θεοδωρής, αντιστράτηγος ε.α. στο Πυροσβεστικό Σώμα. Η Βαρυμπόμπη «έχει τα χαρακτηριστικά που συναντώνται και σε άλλα σημεία της χώρας και συνδέονται με περιοχή μεικτής χρήσης και περιαστικού δάσους» τονίζει. Αν και είναι κοντά στην πρωτεύουσα, «δεν είχε δοθεί προσοχή ούτε προληπτικά ούτε κατά την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς» παρατηρεί. Και προσθέτει: «Δεν προσέχθηκε. Δεν σβήνουν τέτοιες φωτιές με εναέρια μέσα αν δεν υπάρχουν οδεύσεις και επαρκές προσωπικό. Δεν υπήρχαν ούτε ζώνες πυρασφάλειας μέσα στο δάσος ούτε απαραίτητοι δασικοί δρόμοι προσπελάσιμοι από τα πυροσβεστικά οχήματα προς τη δασική έκταση ούτε προετοιμασία με σχέδιο ολοκληρωμένο για την πρόληψη και τις ενέργειες απομάκρυνσης κατά την εκδήλωση της φωτιάς. Ακόμη και η απομάκρυνση των κατοίκων δεν έγινε με οργανωμένο τρόπο».
Παίρνουν μέσα και βελτίωση δεν υπάρχει
Η ανερμάτιστη και επικίνδυνη στρατηγική στην αντιμετώπιση των πυρκαγιών έχει διαχρονικά χαρακτηριστικά. Στην πλειονότητά τους οι ειδικοί επιστήμονες για τα δάση προειδοποιούσαν για εξέλιξη επί τα χείρω μετά τη μεταφορά της ευθύνης της πυρόσβεσης των δασικών πυρκαγιών στο Πυροσβεστικό Σώμα το 1998, με την οποία δόθηκε προτεραιότητα στη δασοπυρόσβεση (αντί στην πρόληψη) που στηρίχτηκε στην προμήθεια νέων επίγειων και εναέριων δασοπυροσβεστικών μέσων, την παράλληλη κατάργηση της Γενικής Γραμματείας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος και την αποδυνάμωση της Δασικής Υπηρεσίας.
Οπως έχει αποτυπώσει σε μελέτη του ο Γαβρ. Ξανθόπουλος («Γεωγραφίες», τεύχος 27/2016), «το αποτέλεσμα ήταν κατακόρυφη αύξηση του κόστους ενώ η αναμενόμενη βελτίωση όσον αφορά στην ετησίως καιγόμενη έκταση δεν πραγματοποιήθηκε». Είναι ενδεικτικό ότι για περίοδο δεκαέξι ετών μετά το 1998 ο ετήσιος μέσος όρος των καμένων εκτάσεων ανήλθε στα 489.520 στρέμματα παρά την ενίσχυση της πυροσβεστικής με μέσα δασοπυρόσβεσης, ενώ ήταν 464.620 για την περίοδο 1981-97. Μάλιστα την περίοδο 1998-2014 περιλαμβάνονται «και οι δύο χειρότερες ιστορικά αντιπυρικές περίοδοι, εκείνη του 2000 με 16 νεκρούς και 1,67 εκατομμύριο καμένα στρέμματα δασικής και αγροτικής γης και του 2007 με 80 νεκρούς, περισσότερες από 3.000 κατοικίες κατεστραμμένες ή με σοβαρές ζημιές, 2,7 εκατομμύρια καμένα στρέμματα και ολόκληρους νομούς σε κοινωνική και οικονομική κρίση». Αργότερα, το 2018, η Ελλάδα θρήνησε για την τραγωδία στο Μάτι στην Αττική με 102 νεκρούς, 150 τραυματίες και εκτεταμένες ζημιές.
Οπως επισημαίνει στο Documento ο δρ Ξανθόπουλος: «Χρειάζεται επιτέλους μια ολιστική προσέγγιση στην αντιμετώπιση των πυρκαγιών. Εν κατακλείδι, στη διαχείριση των πυρκαγιών δεν περισσεύει κανείς. Ολοι πρέπει να προσφέρουν τα μέγιστα που μπορούν μέσα σε ένα πλαίσιο που να είναι οργανωμένο με βάση την επιστήμη».
Σχέδια που μένουν στις παρουσιάσεις
Εκπονούνται σχέδια αντιπυρικής αντιμετώπισης από επιστημονικούς φορείς για τις περιφέρειες, αλλά πάντα σημασία έχει να εφαρμόζονται. Ο δρ Ξανθόπουλος μετείχε στην επιτροπή υπό τον καθηγητή Γιόχαν Γκόλνταμερ, η οποία συστήθηκε μετά την τραγωδία στο Μάτι κατ’ εντολή του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα. Το πόρισμα Γκόλνταμερ κατέγραψε την ασυνεννοησία των συναρμόδιων φορέων, την έλλειψη συντονισμού, τα κενά στη δασοπροστασία, τις αδυναμίες στη στρατηγική διαχείρισης της πυρόσβεσης και έκανε προτάσεις για ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αντιπυρικής αντιμετώπισης με επίκεντρο την πρόληψη. Η έκθεση που ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο του 2019 και παρουσιάστηκε σε όλα τα κόμματα δεν εφαρμόστηκε ποτέ…
Επιτελικό ναυάγιο με τα περισσότερα πτητικά μέσα
Η ακτινογραφία της αεροπυρόσβεσης στην οποία στηρίχτηκε η κυβέρνηση και το αλμυρό κόστος της
Σαν μάννα εξ ουρανού ανέμενε η Ελλάδα, που καιγόταν από την Αττική ως τη Μάνη και από την Εύβοια ως τα Γρεβενά, τις ρίψεις νερού των αεροσκαφών και των ελικοπτέρων. Το Documento παρουσιάζει την ακτινογραφία των μέσων αεροπυρόσβεσης, στα οποία η κυβέρνηση της ΝΔ είχε στηρίξει σε μεγάλο βαθμό την αντιπυρική διαχείριση τη φετινή χρονιά. Ο συνολικός αριθμός των μέσων αεροπυρόσβεσης που είχε στη διάθεσή της η χώρα το 2021, είτε κρατικά είτε μισθωμένα, ήταν 71 (74 συμπεριλαμβανομένων αεροσκαφών για μεταφορά προσωπικού). Αξίζει να σημειωθεί ότι από το σύνολο των εναέριων μέσων αεροπυρόσβεσης είχαν καθηλωθεί λόγω βλάβης έξι (ένα Ericsson, τέσσερα CL-215 και ένα CL-415). Στην αιχμή του δόρατος των εναέριων μέσων που ενοικιάστηκαν τέθηκε το μισθωμένο ρωσικό πυροσβεστικό αεροσκάφος τύπου Beriev. Κάποιοι θυμήθηκαν ότι ο ίδιος τύπος του αεροσκάφους είχε συμβάλει στην κατάσβεση των μεγάλων πυρκαγιών του 2007. Αυτήν τη φορά στις φωτιές του 2021 το θηριώδες ρωσικό πυροσβεστικό αεροσκάφος συμμετείχε στην κατάσβεση των πυρκαγιών της Αττικής αλλά και αλλού. Κάποια στιγμή όμως «καθηλώθηκε».
Κοντά στα €100 εκατ. το κόστος
Το 2021 εμφανίζεται ενίσχυση του στόλου αεροπυρόσβεσης συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια, ενώ οι δαπάνες ύψους 49.149.200 ευρώ (για 74 αεροσκάφη πυρόσβεσης και μεταφοράς προσωπικού) μάλιστα αφορούν μόνο το κόστος εγκατάστασης και όχι το κόστος του πτητικού έργου. Μάλιστα σύμφωνα με πηγές από το Πυροσβεστικό Σώμα εκτιμάται ότι το τελικό κόστος θα διπλασιαστεί, φτάνοντας ενδεχομένως κοντά στα 100 εκατ. ευρώ. Την ίδια ώρα οι δαπάνες για τα 63 αεροσκάφη πυρόσβεσης το 2020, που επίσης δεν περιλαμβάνουν το κόστος του πτητικού έργου, ήταν 31.565.000 ευρώ, σχεδόν 20 εκατ. λιγότερα.
Η σύγκριση των πτητικών μέσων κατά την περίοδο 2000 έως 2021, με βάση στοιχεία του Πυροσβεστικού Σώματος και του European Forest Fire Information System (EFFIS), φέρνει το 2007 –χρονιά που σημαδεύτηκε από τον χαμό ανθρώπων στην Ηλεία και χιλιάδες καμένες εκτάσεις σε όλη την Ελλάδα– και το 2021 στην πρώτη γραμμή των δαπανών σε μέσα αεροπυρόσβεσης. «Βουτιά» ως προς τον αριθμό των πτητικών μέσων αεροπυρόσβεσης, που ξεκίνησε τα μνημονιακά χρόνια, παρατηρείται το 2013, ενώ έκτοτε σημειώνεται αύξηση του στόλου το 2014 και σταθεροποίησή του από το 2015 έως 2018, για να πάρει ο αριθμός των αεροσκαφών την ανιούσα από το 2019.
Τα πτητικά μέσα αεροπυρόσβεσης (κρατικά, Πυροσβεστικού Σώματος, μισθωμένα) που διαθέτει η χώρα είναι πέντε Canadair CL-415, οκτώ Canadair CL-21, δεκαεννιά PZL, τρία ελικόπτερα Chinook, δύο ελικόπτερα Super Puma, τρία ελικόπτερα BK-117 για επιτήρηση και συντονισμό, δέκα ελικόπτερα βαρέος τύπου, δώδεκα ελικόπτερα μεσαίου τύπου, το ρωσικό αεροσκάφος Beriev, οκτώ AirTractors/αεροσκάφη μεταφοράς προσωπικού και αεροπυρόσβεσης και ακόμη τρία αεροσκάφη για μεταφορά προσωπικού (πεζοπόρων τμημάτων) που μισθώθηκαν το 2021 από τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας.
«Γαλάζιος» σχεδιασμός με εναέρια μέσα
Τον Ιούνιο του 2021 ο υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας και Διαχείρισης Κρίσεων Νίκος Χαρδαλιάς κατά την παρουσίαση του σχεδιασμού για την αντιπυρική προστασία είχε αναφερθεί στον κομβικό ρόλο που διαδραματίζουν τα εναέρια μέσα. Οπως είχε σημειώσει, «τα εναέρια μέσα κατανέμονται σε 25 βάσεις» σε όλη τη χώρα, «καθώς η γεωγραφική διασπορά αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της άμεσης απόκρισης».
Ιδιαίτερη αναφορά είχε κάνει ο Ν. Χαρδαλιάς στην επιχειρησιακή ενίσχυση της αεροπυρόσβεσης στη βόρεια Ελλάδα, ενώ σημείωνε ότι με τα αεροσκάφη ελαφρού τύπου (AirTractors) που εντάσσονται πρώτη φορά στον στόλο θα καλύπτονται οι άξονες Αιγαίου, Ιονίου καθώς και τμήμα του ηπειρωτικού κορμού. «Τα συγκεκριμένα αεροσκάφη αποτελούν ό,τι πιο σύγχρονο στον τομέα της αεροπυρόσβεσης και η ένταξή τους στον εναέριο στόλο έρχεται να καλύψει ανάγκες που αναδείχθηκαν από τον επιχειρησιακό σχεδιασμό του Πυροσβεστικού Σώματος. Τα AirTractors είναι πιο ευέλικτα και αποδοτικά, καθώς ανταποκρίνονται καλύτερα στις ιδιαιτερότητες του ελληνικού ανάγλυφου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο χρόνος πτήσης φτάνει τις πέντε ώρες έμφορτο, ενώ έχουν τη δυνατότητα να κάνουν υδροληψία από λίμνες ή τη θάλασσα, μειώνοντας έτσι τον κύκλο ρίψεων (δηλαδή τον χρόνο που απαιτείται για μετάβαση από το σημείο συμβάντος στο σημείο υδροληψίας και επιστροφή στο συμβάν)» εξηγούσε.
Παρότι φέτος ήταν πολλά τα εναέρια μέσα, οι δραματικές εξελίξεις με τις πυρκαγιές στην Αττική και την υπόλοιπη επικράτεια οδήγησαν την κυβέρνηση να ζητήσει βοήθεια από άλλες χώρες. Την Παρασκευή είχαν έρθει τα πρώτα τέσσερα ελικόπτερα από Γαλλία και Κύπρο και σταδιακά από Ελβετία και Σουηδία, ενώ παράλληλα συνδράμουν το έργο της κατάσβεσης μεταξύ άλλων Γάλλοι και Ρουμάνοι πυροσβέστες.