Συμπληρώθηκαν 170 χρόνια από την έκδοση του «Walden» του Χένρι Ντέιβιντ Θορώ, ενός από τα σημαντικότερα βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
«Οταν έγραψα τις παρακάτω σελίδες, ή μάλλον το μεγαλύτερο μέρος τους, ζούσα μόνος στο δάσος, σε απόσταση ενός μιλίου από τον πλησιέστερο γείτονά μου, σ’ ένα σπίτι που είχα χτίσει ολομόναχος στις όχθες της λίμνης Ουόλντεν, κοντά στο Κόνκορντ της Μασαχουσέτης, και ως μοναδικό μέσο βιοπορισμού είχα τα χέρια μου». Έτσι αρχίζει το «Walden ή η ζωή στο δάσος» (εκδ. Κέδρος, μτφρ. Βασίλης Αθανασιάδης) του Χένρι Ντέιβιντ Θορώ, ένα βιβλίο-σταθμός στην αμερικανική λογοτεχνία το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα κοινωνικό πείραμα, κριτική του δυτικού πολιτισμού και μανιφέστο ανεξαρτησίας.
Στο βιβλίο που εκδόθηκε για πρώτη φορά στις 9 Αυγούστου 1854, ο Θορώ περιγράφει την εμπειρία του από τη διαβίωσή του σε μια καλύβα που έφτιαξε μόνος του στην όχθη της λίμνης Ουόλντεν, όπου έζησε δύο χρόνια, δύο μήνες και δύο ημέρες. Η πρώτη μέρα του στο δάσος ήταν στις 4 Ιουλίου 1845. Το βιβλίο γράφτηκε εν μέρει στην καλύβα κατά τη διάρκεια των δύο αυτών χρόνων, ωστόσο ο Θορώ το επεξεργάστηκε πολλές φορές προτού εκδοθεί αρκετά χρόνια μετά, ενώ επίσης πρόσθεσε κείμενα από το ημερολόγιό του τα οποία κυρίως αφορούσαν παρατηρήσεις πάνω στην κοινωνία, την οικονομία και την πολιτική.
«Βλέπω νεαρούς άνδρες συγχωριανούς μου, που είχαν την ατυχία να κληρονομήσουν αγροκτήματα, σπίτια, αποθήκες, ζωντανά και γεωργικά εργαλεία. […] Ποιος τους έκανε σκλάβους της γης; Γιατί θα πρέπει να ταλαιπωρούνται καθημερινά με τα διακόσια στρέμματά τους, αφού στο τέλος αυτό που αναλογεί στον καθένα μας δεν είναι παρά ένα κομματάκι γης στο οποίο θα τον θάψουν;» αναρωτιέται αμφισβητώντας το πρότυπο ζωής που επιβαλλόταν. Ήδη πέντε χρόνια πριν με την «Πολιτική ανυπακοή» ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά κείμενα που έχουν γραφτεί ποτέ, καλούσε τους Αμερικανούς πολίτες να αρνηθούν την καταβολή φόρων που τους είχε επιβάλλει η κυβέρνηση Πολκ, η οποία χρηματοδοτούσε τον πόλεμο με το Μεξικό με στόχο την επέκταση της δουλείας.
«Η αλήθεια είναι πως στον εργαζόμενο δεν απομένει καθόλου χρόνος για κοινωνική αξιοπρέπεια. Δεν έχει την πολυτέλεια να διατηρεί ούτε τις απολύτως απαραίτητες σχέσεις με τους συνανθρώπους του, από φόβο μήπως ο χρόνος που θα χάσει γίνει αιτία να υποτιμηθεί η εργασία του στην αγορά» σημειώνει ο Θορώ και οι συνειρμοί οδηγούν στο βιβλίο «Η κοινωνία της κόπωσης» του Κορεάτη φιλοσόφου Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν, στο οποίο περιγράφεται λεπτομερώς το μοντέλο εργαζομένου που προωθείται τα τελευταία χρόνια.
Ο Αμερικανός φιλόσοφος και φυσιοδίφης μέσα από το παράδειγμα της ζωής του πρότεινε επιστροφή στη φύση και τη λιτή ζωή, καθώς έτσι θεωρούσε πως μπορεί να επιτευχθεί η προσωπική ελευθερία. Χρησιμοποιεί κριτικά τα εφόδια της σκέψης που του παρείχε ο δυτικός πολιτισμός, ενώ ταυτόχρονα παρατηρεί τον τρόπο λειτουργίας της φύσης, τις συνήθειες των ζώων, τις μεταβολές στη λίμνη. Εξηγεί πώς μέσα από τη δίχρονη εμπειρία του έμαθε να είναι αυτόνομος, να αξιοποιεί τα φυσικά αγαθά προς όφελός του, χωρίς ωστόσο να στηρίζει την εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου με στόχο το κέρδος.
«Ο θαυμασμός που νιώθω για τα φύλλα της σημύδας και της λεύκας που τρέμουν στον άνεμο σχεδόν μου κόβει την ανάσα. Παρ’ όλα αυτά, όπως το νερό της λίμνης, έτσι και η γαλήνη μου κυματίζει ελαφρά, χωρίς να αναταράσσεται. […] Έχει πια πέσει το σκοτάδι κι όμως ο άνεμος εξακολουθεί να φυσά και να μουγκρίζει στο δάσος, η επιφάνεια της λίμνης εξακολουθεί να κυματίζει και κάποια πλάσματα νανουρίζουν τα υπόλοιπα με το τραγούδι τους», σημειώνει και είναι σαν μεμιάς να τοποθετεί στη σωστή θέση το ανθρώπινο μέγεθος στην κλίμακα του κόσμου.
Πολλές υποθέσεις έχουν γίνει σχετικά με τους λόγους που τον ώθησαν στα 28 του να εγκαταλείψει για λίγο τον πολιτισμό. Σύμφωνα με τον Ε.Μπ. Γουάιτ, συγγραφέα και μελετητή του έργου του, ο Θορώ ήταν διχασμένος ανάμεσα στην επιθυμία να απολαύσει τον κόσμο και την ανάγκη να τον τακτοποιήσει. Ο ίδιος ο Θορώ γράφει σχετικά: «Πήγα στο δάσος επειδή επιθυμούσα να ζήσω συνειδητά, να αντιμετωπίσω μονάχα τα ουσιώδη της ζωής και να δω αν θα μπορούσα να μάθω όσα μου είχε διδάξει, έτσι ώστε, όταν θα ερχόταν η ώρα μου να πεθάνω, να μην ανακάλυπτα ξαφνικά ότι δεν είχα ζήσει ποτέ».
Πάνω από 100 νεκροί σε νέους βομβαρδισμούς του Ισραήλ εναντίον σχολείου στη Γάζα
Μαρτύριο της σταγόνας στην Ηλεία – Κραυγή αγωνίας από τους αγρότες
«Πήγα στο δάσος επειδή επιθυμούσα να ζήσω συνειδητά»
Πάρτο Ελίζα και κάν’ το κορνίζα!
Έως τις 2 Σεπτεμβρίου οι αιτήσεις για το κοινωνικό τιμολόγιο ρεύματος