Υποψήφια διδάκτωρ κατηγορείται για συμμετοχή στην οργάνωση Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς. Με ένα κατηγορητήριο-ορισμό της εγκληματικής ελαφρότητας η οποία χαρακτηρίζει τις διώξεις που έχουν ως καμβά την ποινικοποίηση των κοινωνικών – προσωπικών σχέσεων και το νομικό μόρφωμα της συλλογικής ευθύνης, η υποψήφια διδάκτωρ βρίσκεται σήμερα υπόλογη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθήνας για δύο σοβαρότατα κακουργήματα που σχετίζονται με τρομοκρατική δράση.
Η δίκη της ξεκίνησε πρόσφατα, έπειτα από πολλές αναβολές – για λόγους ανεξάρτητους της βούλησής της για πρόοδο της διαδικασίας – και βρίσκεται στο στάδιο εξέτασης μαρτύρων κατηγορητηρίου.
Η 29χρονη κοπέλα στοχοποιήθηκε για πρώτη φορά το 2011 όταν συνελήφθη ο σύντροφός της, ο οποίος κατηγορήθηκε με το άρθρο 187Α για συγκρότηση, ένταξη και συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση, για να αθωωθεί στη συνέχεια ομόφωνα, από το πρωτόδικο κιόλας δικαστήριο, με τη σύμφωνη γνώμη και του εισαγγελέα της έδρας.
Μάλιστα, η αθωωτική απόφαση για τον σύντροφό της ανέφερε χαρακτηριστικά: «Ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος της πράξης της συγκρότησης – ένταξης (άρθρ. 187 Α ΄§ 4 ΠΚ) που του αποδίδεται, διότι δεν προέκυψε η παρουσία του σε κρησφύγετα της οργάνωσης και ιδίως σε αυτά που βρέθηκε οπλισμός και, όπως αποδείχθηκε, διατηρούσε κοινωνικές μόνο σχέσεις με τους συγκατηγορούμενούς του… (αναφέρονται ονόματα εμπλεκομένων με τη Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς) στα πλαίσια του ευρύτερου αντιεξουσιαστικού χώρου, στον οποίο ανήκει».
Η ίδια η 29χρονη είχε τότε εξεταστεί από την Αντιτρομοκρατική, καθώς είχε την ατυχία να βρίσκεται στο σπίτι του συντρόφου της όταν έγινε η σύλληψη του, όπου είχε δώσει και δείγμα DNA και είχε αφεθεί ελεύθερη. Δύο χρόνια αργότερα, το 2013, με αφορμή ένα «εύρημα» των κρατικών εργαστηρίων, από αυτά που και τα ίδια τα δικαστήρια και μάλιστα για υποθέσεις τρομοκρατίας έχουν αποφανθεί με αποφάσεις τους ότι είναι απολύτως επισφαλή, ενεπλάκη σε έναν επίπονο δικαστικό γολγοθά που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Ενα μερικό γενετικό προφίλ, η ταυτοποίηση δηλαδή μέρους του DNA της, που σύμφωνα με τα κρατικά εργαστήρια εντοπίστηκε σε γεμιστήρα εκτός όπλου (ανήκε στα ευρήματα που εντοπίστηκαν θαμμένα στην Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου), οδήγησε στη σύλληψη και την ποινική της δίωξη για «ένταξη και συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση» και «λήψη, κατοχή, μεταφορά και απόκρυψη όπλων και πυρομαχικών με σκοπό τη διάθεσή τους σε τρίτους για διάπραξη κακουργήματος και τον παράνομο εφοδιασμό ομάδων και οργανώσεων».
Από εκείνη τη στιγμή ξεκινά ένας επίπονος αγώνας, από τη μια για να αντικρούσει τις κατηγορίες και από την άλλη για να κατορθώσει, εν μέσω και κλίματος τρομοϋστερίας, να ολοκληρώσει τις σπουδές της.
Μετά την απολογία της στον ανακριτή αφέθηκε ελεύθερη με περιοριστικούς όρους, γεγονός που καταδείκνυε την ανεπάρκεια της ένδειξης ενοχής με βάση την οποία είχε ασκηθεί η ποινική δίωξη σε βάρος της.
Λίγες ημέρες αργότερα, ο τότε υπουργός Προστασίας του Πολίτη Νίκος Δένδιας όχι μόνο άφησε αιχμές κατά δικαστών για την κρίση τους σε θέματα τρομοκρατίας, αλλά κοινοποίησε και ένα ενημερωτικό σημείωμα κατονομάζοντας όσους κατηγορούνταν για τρομοκρατική δράση, στο οποίο φιγουράριζε και το δικό της όνομα (στον εν λόγω κατάλογο αναφέρονταν και στοιχεία ατόμων που είχαν αθωωθεί από σχετικές κατηγορίες).
Υπό συνεχή ομηρία
Λίγους μήνες αργότερα η κοπέλα, η οποία είχε στιγματιστεί δημόσια από το non paper του κ. Δένδια, παρά τις αντικρουόμενες απόψεις των δικαστών οι οποίοι ασχολήθηκαν με την υπόθεσή της, αντί να απαλλαγεί με βούλευμα, παραπέμφθηκε τελικά από το δικαστικό συμβούλιο σε δίκη, επειδή εξέλιπαν σ’ αυτό το στάδιο οι… ειδικές επιστημονικές γνώσεις.
Ακριβώς αυτό προκύπτει από τη σχετική εισαγγελική εισήγηση. Αντί δηλαδή να γίνει εκτίμηση των θεμάτων που ανέκυπταν από τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης σχετικά με τη μερική γενετική ταυτοποίηση, η «διάσταση απόψεων» αναφερόταν χαρακτηριστικά «σχετικών με ειδικές επιστημονικές γνώσεις επιβάλλει τον δημόσιο ακροαματικό έλεγχο των απόψεων για τη διακρίβωση της αλήθειας και την εξαγωγή ασφαλούς δικανικής πεποίθησης».
Στο παραπεμπτικό βούλευμα τονίζεται ότι «κανένα στοιχείο που να τη συνδέει με την οργάνωση Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς δεν βρέθηκε από την άρση τόσο του τηλεφωνικού όσο και του τραπεζικού απορρήτου. Περαιτέρω ούτε κατά τη διενέργεια κατ’ οίκον έρευνας, ούτε όμως και κατά τη διενέργεια έρευνας σε αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του πατέρα της προέκυψε οποιοδήποτε στοιχείο που να αποδεικνύει την εμπλοκή ή συμμετοχή της».
Παρ’ όλα αυτά, στην κατακλείδα του το βούλευμα κάνει λόγο για «σοβαρές ενδείξεις ενοχής», χωρίς να τις προσδιορίζει, αρκούμενο στην απλή αναφορά και μόνο της σχέσης της κατηγορούμενης με τον σύντροφό της και μην αναφέροντας οποιαδήποτε επαφή ή γνωριμία της με οποιοδήποτε άλλο άτομο από αυτά που αναφέρονται στην κατηγορία.
Αξίζει δε να επισημανθεί, σχετικά με την κατηγορία περί μεταφοράς του παράνομου οπλισμού που της αποδίδεται, ότι ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας, ο οποίος φέρεται να βρισκόταν στην ταράτσα του κτιρίου της Πολυτεχνειούπολης στις 18-11-2011, οπότε και σύμφωνα με την κατάθεσή του έλαβε χώρα η μεταφορά των όπλων, αναφέρεται μόνο σε ένα άτομο, άντρα, και ουδέποτε έχει αναφερθεί σε έτερο άτομο, πολλώ δε μάλλον σε γυναίκα.
Ο εν λόγω μάρτυρας έχει καταθέσει τρεις φορές προανακριτικά, αλλά και ενώπιον του δικαστηρίου που διεξάγεται αυτό τον καιρό, μην εισφέροντας σε καμία κατάθεσή του οποιοδήποτε ενοχοποιητικό στοιχείο για την 29χρονη.
Η ίδια από την πρώτη στιγμή δήλωσε ότι ουδεμία σχέση έχει με τη Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς, ενώ και ιδεολογικά ουδέποτε έχει συνταχθεί με τον συγκεκριμένο χώρο της αναρχικής ιδεολογίας.
Επαχθής για τις σπουδές της όρος
Το 2015 (κι ενώ η δίκη της δεν είχε ακόμη γίνει) δύο βουλεύματα του Συμβουλίου Εφετών, έπειτα και από σύμφωνες εισαγγελικές προτάσεις, έκαναν δεκτό το αίτημά της να αρθεί ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου ο οποίος της είχε επιβληθεί, προκειμένου να μεταβεί στο εξωτερικό για να συμμετάσχει σε συνέδρια που αφορούσαν τα ακαδημαϊκά της ενδιαφέροντα, ώστε να συνεχίσει την επιστημονική της καριέρα παρά τις αντιξοότητες.
Αναφέρεται χαρακτηριστικά στο σκεπτικό των επίμαχων βουλευμάτων:
«…Η παρακολούθηση του συνεδρίου αυτού από την αιτούσα θα ενισχύσει τόσο τα ακαδημαϊκά της προσόντα όσο και τη μελλοντική ανταγωνιστικότητα στον επαγγελματικό χώρο»
«…Κρίνεται ότι η στέρηση της δυνατότητας σ’ αυτήν παρακολούθησης του ως άνω συνεδρίου κατά το χρονικό διάστημα από… έως… είναι πράγματι επαχθής με βάση την αρχή της αναλογικότητας».
Η ταυτοποίηση
Για την κατηγορία που της αποδίδεται λόγω ανεύρεσης βιολογικού υλικού σε γεμιστήρα εκτός όπλου προσκομίζει τεχνική έκθεση του διορισμένου πραγματογνώμονα Γεώργιου Φιτσιάλου, διδάκτορα Μοριακής Βιολογίας και Γενετικής του Πανεπιστημίου Nice Sophia Antipolis της Γαλλίας, γενικού διευθυντή του Ευρωπαϊκού Κέντρου Γενετικής και Ταυτοποίησης DNA, ο οποίος ειδικεύεται στην ανάλυση/ταυτοποίηση DNA (εγκληματικές έρευνες, αστικές υποθέσεις) και συμπεριλαμβάνεται στους καταλόγους πραγματογνωμόνων των ελληνικών δικαστηρίων, η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει ταυτοποίησή της με το επίμαχο μερικό γενετικό προφίλ.
O πραγματογνώμονας επισημαίνει στην έκθεσή του ότι σημειώθηκαν «τραγικά λάθη, σοβαρές ελλείψεις και σημαντικές αποκλίσεις από τους κανόνες που έχει θεσπίσει η διεθνής επιστημονική κοινότητα για την ανάλυση DNA δειγμάτων εγκληματολογικού χαρακτήρα».
«Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε χαρακτηρίζεται ως υλικό χαμηλής ποσότητας και ποιότητας, καθώς βρίσκεται κάτω από το όριο των 200pg/αντίδραση και κατά τη γενετική ανάλυση απέδωσε ένα μη πλήρες (μερικό) και κακής ποιότητας γενετικό προφίλ… Κι ακόμη στη στατιστική ανάλυση δεν συμπεριελήφθη όλα το προφίλ, αλλά μόνο όσοι γενετικοί δείκτες ήταν πλήρως συμβατοί με το γενετικό προφίλ της κατηγορουμένης ενώ οι υπόλοιποι αγνοήθηκαν, καθώς αν είχαν συμπεριληφθεί η κατηγορούμενη θα είχε αποκλειστεί ως δότρια του γενετικού υλικού».
Επισφαλές και αβάσιμο το αποτέλεσμα των εκθέσεων
Η κατηγορούμενη αναφέρει στους ισχυρισμούς ουσίας που κατέθεσε στο δικαστήριο: «Σύμφωνα με την έκθεση, ενώ για την ταυτοποίηση ενός ατόμου πέρα από κάθε λογική αμφιβολία απαιτείται είτε πλήρης ταυτοποίηση του ατόμου (16 γενετικοί δείκτες) είτε στατιστικά σημαντικό αποτέλεσμα που να αποδεικνύει τη μοναδικότητα του γενετικού προφίλ, στην προκειμένη περίπτωση ούτε πλήρης γενετική ταυτοποίηση υπάρχει (πέντε {5} γενετικοί δείκτες δεν ταυτοποιούνται έως και αποκλείονται και τρεις {3} γενετικοί δείκτες δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα), ενώ δεν υπάρχει στατιστικά σημαντικό αποτέλεσμα που να αποδεικνύει τη μοναδικότητα του γενετικού μου προφίλ. Δέον να σημειωθεί ότι το στατιστικό αποτέλεσμα στο οποίο καταλήγουν οι εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των κρατικών εργαστηρίων είναι επισφαλές, αβάσιμο και επιστημονικώς μη αποδεκτό καθώς δεν έχει χρησιμοποιηθεί η πληθυσμιακή βάση δεδομένων η οποία προτείνεται από τον κατασκευαστή του αναγνωρισμένου διεθνώς συστήματος και η οποία χρησιμοποιείται διεθνώς, αλλά μια άλλη, παντελώς άγνωστη βάση δεδομένων. Περαιτέρω, η ποσότητα του γενετικού υλικού που χρησιμοποιήθηκε για ανάλυση είναι κατά πολύ χαμηλότερη από τα όρια του κατασκευαστή, με αποτέλεσμα να αμφισβητείται έντονα η ύπαρξη επαρκούς ποσότητας γενετικού υλικού για τη διενέργεια ανάλυσης των συγκεκριμένων εξετάσεων ή ακόμη η παραδοχή ύπαρξης περισσοτέρων του ενός ατόμων. Με βάση τα ανωτέρω, οι ως άνω επισφαλείς και επιστημονικά ελλιπείς εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης δεν έχουν καμία αποδεικτική ισχύ και δεν μπορούν να αποτελέσουν στοιχεία που θα οδηγούσαν στην κρίση περί σοβαρών ενδείξεων ενοχής μου».