Μια συζήτηση με τον συγγραφέα για την Αριστερά, το έγκλημα, τον Φάουστ και τον εκδοτικό χώρο
Η φωνή του Πέτρου Μάρκαρη ακούγεται από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραµµής και το πρώτο πράγµα που σκέφτοµαι είναι πόσο λυπάµαι που εξαιτίας της συνθήκης που ζούµε δεν είχαµε τη δυνατότητα να βρεθούµε από κοντά. Αφορµή για τη συνοµιλία µας στάθηκε η επανέκδοση της µετάφρασής του πάνω στον «Φάουστ» του Γκαίτε –πρώτη φορά που µεταφράζεται ολόκληρο το έργο στα ελληνικά– και η πρόσφατη έκδοση του µυθιστορήµατός του µε τίτλο «Ο φόνος είναι χρήµα» (και τα δύο κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Κείµενα). Το 13ο µυθιστόρηµά του εκτυλίσσεται στην Αθήνα του 2019, όπου ο αστυνόµος Χαρίτος καλείται να διαλευκάνει µια σειρά από φόνους ξένων επενδυτών που αναστατώνουν την πολιτική ηγεσία, την ίδια στιγµή που στην πόλη γεννιέται το κίνηµα των φτωχών.
Η συζήτησή µας περιλαµβάνει τις σκέψεις του για την πανδηµία, την οπτική του στη σύγχρονη Αριστερά, τον χαρακτήρα του εγκλήµατος όπως έχει διαµορφωθεί τα τελευταία χρόνια, τη σχέση του µε το µνηµειώδες έργο του Γκαίτε και τον τρόπο που οι εκδότες αντιµετωπίζουν σήµερα τα βιβλία.
Πώς βιώνετε τη νέα συνθήκη που ζούµε;
Όσον αφορά το ηµερήσιο πρόγραµµά µου, δεν έχει αλλάξει τίποτε. Κάθοµαι στο γραφείο µου κάθε πρωί και δουλεύω είτε γράφοντας ένα µυθιστόρηµα δικό µου είτε µεταφράζοντας κάποιου άλλου. Έχω πολύ συγκεκριµένο ηµερήσιο ωράριο και το τηρώ απαρεγκλίτως. Συνεπώς, µέσα στην πανδηµία αυτή είναι όχι µόνο η καθηµερινότητα αλλά και η σωτηρία µου.
Πώς πιστεύετε ότι θα είµαστε µετά;
Με ανησυχεί πολύ αν θα καταφέρουν να ορθοποδήσουν εκείνοι που χτυπήθηκαν κυρίως οικονοµικά από την πανδηµία. Φοβάµαι επίσης ότι µε το τέλος της θα βρεθούµε µπροστά σε µια πραγµατικότητα τεράστιας προσφοράς εργασίας και πολύ περιορισµένης ζήτησης. Θεωρώ πολύ πιθανό το ενδεχόµενο να δηµιουργηθεί ένα νέο προλεταριάτο, ιδιαίτερα στα στρώµατα των νέων σε κοινωνίες όπως οι δικές µας. Πολύ φοβάµαι ότι µετά την πανδηµία θα έχουµε το νέο προλεταριάτο µε µάστερ – το προλεταριάτο που γνώρισα εγώ δεν ήξερε να γράψει καν το όνοµά του.
Ποιος είναι ο ρόλος της Αριστεράς σε αυτήν τη νέα κατάσταση που δείχνει να διαµορφώνεται;
∆υστυχώς, αυτήν τη στιγµή η Αριστερά παγκοσµίως δεν παίζει τον ρόλο που θα έπρεπε. Έχει παγιδευτεί σε ένα παιχνίδι εξουσίας και αυτό είναι µεγάλο λάθος. Η Αριστερά που γνώρισα εγώ δεν ενδιαφερόταν για την εξουσία αλλά για την κινητοποίηση. Σήµερα βλέπω µια Αριστερά, τουλάχιστον σε πανευρωπαϊκό αν όχι σε παγκόσµιο επίπεδο, να έχει στόχο την εξουσία. Αυτό την καταδικάζει σε έναν περιορισµό ανταλλαγής διαφωνιών, επιθέσεων και απόψεων µε την εκάστοτε κυβέρνηση, ξεχνώντας ότι στόχος της είναι να κινητοποιεί αυτούς οι οποίοι κινδυνεύουν αύριο να µην έχουν ένα κοµµάτι ψωµί. Και αυτοί στην πανδηµία είναι πάρα πολλοί.
Είναι αυτό που περιγράφετε ως αυτοκτονία της Αριστεράς στο βιβλίο σας «Ο φόνος είναι χρήµα»;
Ναι. Η Αριστερά η οποία ξεχνάει ότι αυτός είναι ο στόχος της έχει αυτοκτονήσει.
Στο µυθιστόρηµά σας οργανώνεται ένα κίνηµα µε µόνο κοινό έδαφος µεταξύ των µελών του τη φτώχεια. Μπορεί να λειτουργήσει ένα κίνηµα χωρίς κοινή πολιτική ταυτότητα;
Καταρχάς, όταν έγραψα το βιβλίο δεν υπήρχε πανδηµία. Έβλεπα γύρω µου τι γίνεται µε την Αριστερά και είδα ότι τα «κίτρινα γιλέκα» στη Γαλλία, όπως και οι «σαρδέλες» στην Ιταλία, οργανώνονται µόνοι τους. Από εκεί ξεκίνησα. Βεβαίως αυτά τα αυτοφυή κινήµατα εµπεριέχουν τον µεγάλο κίνδυνο να παρεισφρήσουν µέσα τους δυνάµεις οι οποίες µπορούν να τα πάνε αλλού. Όταν υπήρχε Αριστερά αυτός ο κίνδυνος δεν υπήρχε γιατί ήξερε πώς να τους προστατεύει.
Εάν η Αριστερά δεν διεκδικεί την εξουσία, δεν είναι σαν να την παραχωρεί σε πολιτικές δυνάµεις τις οποίες η ίδια καταδικάζει;
Το πρόβληµα είναι ότι όταν µπει στο παιχνίδι της εξουσίας και από τη στιγµή που το παιχνίδι αυτό δεν µπορεί να καταλήξει σε σοσιαλιστικό µετασχηµατισµό της κοινωνίας, αυτό θα οδηγήσει την Αριστερά σε αποµάκρυνση από τα στρώµατα τα οποία εκφράζει και υποστηρίζει, µε αποτέλεσµα να χάσει τα κοινωνικά της ερείσµατα κατά τη διαχείριση της εξουσίας. Πάρτε ένα παράδειγµα. Τι φώναζε ο ΣΥΡΙΖΑ τον καιρό της οικονοµικής κρίσης; Να αλλάξουµε την Ευρώπη, να σκίσουµε τα µνηµόνια. Όταν έγινε κυβέρνηση ούτε µνηµόνια έσκισε ούτε την Ευρώπη άλλαξε. Αποδέχτηκε ό,τι του επέβαλαν, όπως τα άλλα κόµµατα.
Θεωρείτε ότι το οικονοµικό µοντέλο του νεοφιλελευθερισµού µπορεί να προσφέρει λύση;
Όχι, αλλά δεν υπάρχει αντίσταση αυτήν τη στιγµή. Αυτό είναι το πρόβληµά µου.
Στις δεκαετίες που µελετάτε το έγκληµα έχει αλλάξει κάτι στην υφή του;
Εκείνο το οποίο έχει αλλάξει είναι η διάσταση του οργανωµένου εγκλήµατος, όπως και το έγκληµα το οποίο δεν συνδέεται απαραιτήτως µε θανάτους αλλά µε πάρα πολλά λεφτά. Αν πάµε στο κλασικό αστυνοµικό µυθιστόρηµα, τις περισσότερες φορές θα διαπιστώσουµε αυτό που λένε πολλοί αστυνοµικοί: ο άνθρωπος συχνά σκοτώνει γιατί υπερβαίνει τα όριά του. Αυτό δεν σηµαίνει ότι όποιος υπερβεί τα όριά του θα σκοτώσει, αλλά αν τα υπερβεί είναι ικανός για τα πάντα. Αυτό το έγκληµα λόγω υπέρβασης ορίων που είναι πολύ διαδεδοµένο στο αστυνοµικό µυθιστόρηµα, σήµερα έχει κατά κάποιον τρόπο παραγκωνιστεί από το οργανωµένο και το οικονοµικό έγκληµα.
Η µετάφρασή σας στον «Φάουστ» επανακυκλοφορεί σε µια εποχή πανδηµίας όπως αυτή από την οποία ξεκινά να ξεδιπλώνεται η υπόθεση του έργου. Εντοπίζετε συσχετισµούς στο έργο του Γκαίτε µε την εποχή µας;
Ο «Φάουστ» ουσιαστικά ανοίγει µια τεράστια βεντάλια γεγονότων και καταστάσεων. Ξεκινάει από τον Μεσαίωνα, περνάει στους ροµαντικούς και καταλήγει στην αρχαιότητα. ∆εν µπορούν να βρεθούν άµεσοι συσχετισµοί ανάµεσα στο τότε και το τώρα. Εκείνο το οποίο έχει σηµασία όµως είναι ο τρόπος µε τον οποίο αναπτύσσεται η σκέψη σε δύσκολες συνθήκες.
Πώς αποφασίσατε να αναµετρηθείτε µε ένα τέτοιο έργο;
Αυτή η ιστορία ξεκίνησε από τον φίλο µου και τότε διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Νίκο Κούρκουλο. Με πήρε µια µέρα τηλέφωνο και µου ζήτησε να µεταφράσω και τα δύο µέρη του «Φάουστ» γιατί ήθελαν να τα ανεβάσουν στο Εθνικό. Για να µε πείσει µου είπε ότι αν το έκανα, θα ήταν έργο ζωής. Φυσικά όταν ένας συγγραφέας ή µεταφραστής ακούσει για «έργο ζωής» πέφτει στην παγίδα. Ετσι ξεκίνησα. Όταν τελείωσα το πρώτο µέρος της τραγωδίας µού τηλεφώνησε και µου είπε ότι ο σκηνοθέτης µετάνιωσε και δεν θα ανέβαζε τελικά το έργο.
Είχα µείνει µε το πρώτο µέρος µεταφρασµένο και δεν ήξερα τι να κάνω. Το συζήτησα µε τον εκδότη µου Σάµη Γαβριηλίδη –ο οποίος πέθανε πριν από έναν χρόνο– και µου είπε ότι αν το µετέφραζα ολόκληρο, θα το έβγαζε εκείνος. «∆εν είσαι µε τα καλά σου, δεν θα πουλήσεις ούτε πενήντα αντίτυπα» του είπα. Και µου απάντησε ότι επειδή πουλούσε πολλά αστυνοµικά µου, είχε την πολυτέλεια να το βγάλει. ∆ιαψεύστηκα γιατί ο «Φάουστ» πουλάει σταθερά. Και τώρα που τον εξέδωσε ο Φοίβος Βλάχος εξακολουθεί να έχει ανταπόκριση στο κοινό.
Μια και αναφέρατε τον Σάµη Γαβριηλίδη να πούµε ότι ήταν από τους εκδότες που ρίσκαραν για να βγάλουν βιβλία στα οποία συνήθως δεν δίνονται πολλές ευκαιρίες.
Ο Σάµης αντιλαµβανόταν την εκδοτική του προσφορά ως ρίσκο. Πίστευε ότι αν ο εκδότης δεν τολµάει, είτε µε καινούργιους συγγραφείς είτε µε καινούργια έργα, δεν κάνει τη δουλειά του. Η πεπατηµένη κάποια στιγµή είναι κοινός τόπος για όλους µας. Εκεί που υπάρχει διαφορά είναι πόσο ρίσκο παίρνει, πόσο ουσιαστικά πρωτοποριακά σχεδιάζει τη δουλειά του κάθε εκδότης.
Οι εκδότες αντιµετωπίζουν περισσότερο από παλιά το βιβλίο σαν προϊόν που πρέπει να φέρει κέρδος;
Όσο περνούν τα χρόνια –και το βλέπω όχι µόνο στην Ελλάδα αλλά παντού– υπάρχει µια τάση οικονοµικής επιτυχίας στον εκδοτικό χώρο. Αυτό σταδιακά ωθεί τους εκδότες σε µπεστ σέλερ και όχι σε βιβλία που αν και δεν θα πουλήσουν πολύ αξίζει να κυκλοφορήσουν και να υπάρχουν. Κάποτε σε µεγάλους εκδότες υπήρχε ένα είδος συνύπαρξης: τα βιβλία που πουλούσαν πολλά αντίτυπα χρηµατοδοτούσαν εκείνα τα βιβλία που έπρεπε να βγουν αλλά δεν θα πουλούσαν πολύ. Πλέον είναι λίγοι οι εκδότες που εξακολουθούν να το κάνουν παγκοσµίως.
Τι σηµαίνει αυτό για την εξέλιξη της σκέψης ενός νέου ηλικιακά αναγνώστη;
Καταρχάς έχει αλλάξει το τοπίο όχι µόνο για τον νέο αλλά και από τον νέο. Η στροφή στα µέσα κοινωνικής δικτύωσης ή στο google, η συνεχής επαφή µε δίκτυα και όχι µε βιβλία έχει κάνει τεράστια ζηµιά και στον εκδοτικό χώρο και στους νέους. Για να αλλάξει αυτό θα πρέπει να βρεθούν καινούργιοι τρόποι προώθησης του βιβλίου. ∆οκίµασαν τα e-books αλλά δεν έπιασαν, διότι από τη µια προσφέρουν µια µεγάλη διευκόλυνση, µε την έννοια ότι µέσα σε µια συσκευή µπορεί κανείς να έχει εκατοντάδες ηλεκτρονικά βιβλία, αλλά αυτό το ψυχρό κείµενο που στην ουσία είναι δακτυλογραφηµένο ή τυπωµένο δεν τραβάει. Το βιβλίο, πέραν της αξίας του ως λογοτεχνικού έργου, έχει και καλλιτεχνική διάσταση όσον αφορά την έκδοση. Και αυτό δυστυχώς χάνεται.
INF0
Το μυθιστόρημα «Ο φόνος είναι χρήμα» του Πέτρου Μάρκαρη κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κείμενα. Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφορεί και η μετάφρασή του στον «Φάουστ» του Γκαίτε