Στις αρχές του 1990 από παντού ακουγόταν ένα ζεϊμπέκικο καψουροσκυλάδικο. Συνήθως έκλεινε το ξένο πρόγραμμα σ’ όλες τις ντισκοτέκ Αθηνών, περιχώρων και επαρχίας. Για τέτοιο σουξέ μιλάμε! Λεγόταν «Για τα μάτια του κόσμου» και η φωνή του τραγουδιστή είχε κάτι που θύμιζε τον Τόλη Βοσκόπουλο και γι’ αυτό ίσως να σημείωσε τόση επιτυχία.
Έπειτα ήταν κι εκείνος ο στίχος που έλεγε «Στα χέρια του κόσμου να βάλεις τη βέρα» – κανονικός υπερρεαλισμός! Τον άκουγα και φανταζόμουν μια πελώρια χερούκλα που κάποιος προσπαθούσε να της περάσει ένα εξίσου πελώριο δαχτυλίδι.
Ο τραγουδιστής λεγόταν Χρήστος Αυγερινός και απ’ ότι τον είχα δει στην τηλεόραση του τότε, φορούσε λευκά κοστούμια και είχε μακριά χαίτη στα μαλλιά. «Σκυλάς» με τα όλα του δηλαδή σε μία περίοδο που εμείς είχαμε κανονικότατα μακριά μαλλιά και ακούγαμε φανατικά Led Zeppelin, Uriah Heep και Pink Floyd.
Κι όμως ήταν η ίδια εποχή που πηγαίνοντας στα ίδια κλαμπ με τους συνομήλικούς μας – όχι απαραίτητα ροκάδες – ένα κέφι το κάναμε, πότε με την Κατερίνα Κούκα στο «Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο να πυρποληθώ», πότε με τον Πασχάλη Τερζή στον «Παλιόκαιρο» και πότε με τον Αυγερινό στο «Για τα μάτια του κόσμου». Πάνω – κάτω την ίδια περίοδο είχαν σκάσει μύτη τα συγκεκριμένα λαϊκά τραγούδια που έκαναν πάταγο και που τα αποκαλούσαμε «σκυλάδικα». Μάλλον υποτιμητικά, κάτι που δεν ισχύει καθόλου για σήμερα, αφού, προσωπικά, τρέφω μεγάλο σεβασμό για τους καλλιτέχνες που έχουν διανύσει χιλιόμετρα πάνω στις πίστες των νυχτερινών μαγαζιών.
Ο Χρήστος Αυγερινός, αν εξαιρέσεις το ρεπερτόριο του, αν εξαιρέσεις ακόμη και το συγκεκριμένο άσμα που τον έκανε γνωστό πανελληνίως, δεν ήταν ακόμη ένας «σκυλάς» σαν τους συνηθισμένους – αυτούς που κάνουν δηλαδή κάποια μεγάλη επιτυχία και μετά τους τρώει η μαρμάγκα, που λένε.
Γεννήθηκε στη Λάρισα το 1953 και το πραγματικό του όνομα ήταν Χρήστος Ντάπος. Το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Αυγερινός» το καθιέρωσε απ’ όταν ήρθε στην Αθήνα και δούλεψε σε πολλά μαγαζιά. Κάτι που δεν γνωρίζει ο πολύς κόσμος είναι πως ο Αυγερινός έπαιζε κλαρίνο και σαξόφωνο. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά αγαπούσε τη μουσική και τη σπούδασε στο Δημοτικό Ωδείο Λάρισας αμέσως μετά την εκπλήρωση της στρατιωτικής του θητείας. Μαθαίνουμε, με αφορμή τη δυσάρεστη είδηση του θανάτου του, πως κατάφερε και πήρε πτυχία στην αρμονία, την ωδική, την ενοργάνωση φιλαρμονικής και διεύθυνσης. Μάλιστα, ένα όνειρο είχε πάντα: Τη δημιουργία μιας μπάντας στη γενέτειρα του, τη Λάρισα.
Το 1986 κυκλοφόρησε ο πρώτος του δίσκος με τίτλο «Γυναίκα της ζωής μου», που δεν σημείωσε κάποια ιδιαίτερη επιτυχία. Από το ρεπερτόριο, ακόμη κι από τη φωτογράφηση στο εξώφυλλο, ήταν φανερό πως προσπαθούσε να πλασαριστεί σαν ένας νεότερος «ερωτικός λαϊκός τραγουδιστής» στο στυλ του Βοσκόπουλου, στον οποίο αντικειμενικά έμοιαζε και φυσιογνωμικά. Η μεγάλη επιτυχία ήρθε το 1991 με το άλμπουμ «Είναι σε δίλημμα»: Δώδεκα τραγούδια σε δικούς του στίχους και μουσική, μεταξύ των οποίων και το «Για τα μάτια του κόσμου». Μέχρι το 2010 που κυκλοφόρησε το τελευταίο του άλμπουμ, το «Μην αργείς», ο Αυγερινός είχε βγάλει άλλους εφτά προσωπικούς δίσκους, πιστός πάντα στο λαϊκό τραγούδι της πίστας.
Σύμφωνα με την – επί 40 χρόνια – σύζυγο του, Σοφία Μακρή, ο ανεμβολίαστος Αυγερινός μπήκε εσπευσμένα με κορονοϊό στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ πριν από λίγες μέρες, όπου και κατέληξε σε ηλικία ακριβώς 70 ετών.
Ποτέ δεν παρακολουθούσα τα καλλιτεχνικά του βήματα, για να είμαι ειλικρινής δεν ήξερα καν αν συνέχιζε την καριέρα του ύστερα από το σουξέ «Για τα μάτια του κόσμου» πριν από 30 χρόνια. Επειδή όμως το εν λόγω άσμα αποτελεί μέρος της εφηβικής μου μνήμης, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Το ίδιο και τον τραγουδιστή του.