Απεβίωσε από καρκίνο, σε ηλικία των 86 ετών, ο Αμερικανός ψυχολόγος Τζορτζ Γουάινμπεργκ, ο οποίος στα μέσα της δεκαετίας του 1960 εισήγαγε τον όρο «ομοφοβία», όρο που έμελλε να αλλάξει το τοπίο των διεκδικήσεων των γκέι δικαιωμάτων.
Ο Γουάινμπεργκ είχε προσέξει ότι αρκετοί συνάδελφοί του δεν ένιωθαν καθόλου άνετα με ομοφυλόφιλους άνδρες και λεσβίες και αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για ένα ειδικό τύπο φόβου, που είχε τα τυπικά χαρακτηριστικά μια φοβίας.
«Επινόησα τη λέξη ομοφοβία εννοώντας ότι αφορούσε μια φοβία για τους ομοφυλόφιλους. Ένα φόβο που φαινόταν να σχετίζεται με το φόβο της μόλυνσης, ένα φόβο για την υποτίμηση της οικογένειας. Ήταν ένας θρησκευτικός φόβος και είχε οδηγήσει σε μεγάλη βαρβαρότητα, όπως πάντα ο φόβος οδηγεί», είχε κάποτε πει ο αμερικανός ψυχολόγος και ψυχοθεραπευτής, σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης».
Ο Γουάινμπεργκ είχε συζητήσει τις ιδέες του αυτές με τους γκέι ακτιβιστές Τζακ Νίκολς και Λιζ Κλαρκ, που χρησιμοποίησαν το νέο όρο «ομοφοβία» σε ένα άρθρο που έγραψαν στο περιοδικό “Screw” το Μάιο του 1969. Ήταν η πρώτη φορά που ο όρος αυτός εμφανίσθηκε σε γραπτή μορφή. Λίγους μήνες μετά, το διάσημο περιοδικό “Time” χρησιμοποποίησε τον όρο στο κύριο άρθρο του εξωφύλου του με τίτλο «Ο ομοφυλόφιλος στην Αμερική».
Ο ίδιος ο Γουάινμπεργκ χρησιμοποίησε για πρώτη φορά σε δικό του κείμενο τον όρο «ομοφοβία» αργότερα, το 1971, ενώ περιέγραψε εκτενώς το φαινόμενο της ομοφοβίας στο βιβλίο του «Κοινωνία και Υγιής Ομοφυλόφιλος» του 1972.
Η χρήση του όρου «ομοφοβία» θεωρείται ορόσημο, σύμφωνα με τον καθηγητή ψυχολογίας του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Ντέηβις Γκρέγκορι Χέρεκ, «καθώς αποκρυστάλλωσε τις εμπειρίες απόρριψης, εχθρότητας και αορατότητας που είχαν βιώσει σε όλη τη ζωή τους οι ομοφυλόφιλοι άνδρες και γυναίκες της Βόρειας Αμερικής στα μέσα του 2οού αιώνα».
Ο όρος «ομοφοβία» ήταν σημαντικός, επειδή μετέφερε στην ετεροφυλόφιλη κοινωνία το «πρόβλημα» της ομοφυλοφιλίας, δείχνοντας ότι ήσαν οι ετεροφυλόφιλοι εκείνοι που δεν ήσαν ανεκτικοί απέναντι στους γκέι.
Ο Γουάινμπεργκ είχε γεννηθεί το 1929 στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, από πατέρα δικηγόρο και μητέρα γραμματέα. Αρχικά σπούδασε αγγλική φιλολογία και έμεινε για πάντα «εραστής» των έργων του Σέξπιρ, χρησιμοποιώντας τα για τις ενοράσεις του στην ψυχολογία. Στη συνέχεια σπούδασε μαθηματικά και στατιστική στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, αλλά τελικά έκανε νέα στροφή και πήρε το διδακτορικό του στην κλινική ψυχολογία από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια.
‘Ασκησε για χρόνια το επάγγελμα του ψυχοθεραπευτή και έγραψε πολλά βιβλία ψυχολογίας για το ευρύ κοινό μόνος του ή με τη σύζυγό του, ενώ υπήρξε σταθερά ένθερμος υποστηρικτής των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων.
Στην πορεία πάντως, η «ομοφοβία» υπέστη κριτικές από ομοφυλόφιλους και ετεροφυλόφιλους, επιστήμονες και μη, με το σκεπτικό ότι ναι μεν είναι ένας χρήσιμος όρος ως εργαλείο πολιτικού ακτιβισμού και συνειδητοποίησης της κοινής γνώμης, αλλά δεν στέκει επιστημονικά, καθώς δεν μπορεί να συγκριθεί με τις παράλογες φοβίες των ανθρώπων π.χ. απέναντι στα φίδια ή στα ύψη. Βασικά, είπαν ορισμένοι, τα αισθήματα που μπορεί να γεννάει η ομοφυλοφιλία, είναι κυρίως η αηδία και ο θυμός, παρά ο φόβος.
Όμως ο Γουάινμπεργκ ποτέ δεν πείσθηκε από αυτά τα αντεπιχειρήματα και πάντα υποστήριξε ότι η ομοφοβία είναι αυτό ακριβώς που λέει η λέξη: μια παράλογη φοβία. Επέμεινε μάλιστα ότι πρέπει ως όρος να συμπεριληφθεί στον επίσημο κατάλογο με τις ψυχικές διαταραχές – κάτι που δεν έχει συμβεί.