Έφυγε από τη ζωή στα 91 του χρόνια ο Ρόμπυ Βαρσάνο, ένας από τους ελάχιστους επιζώντες του Ολοκαυτώματος
Ο Ρόμπυ Βαρσάνο σε ηλικία μόλις 15 ετών ήταν στην τρίτη αποστολή θανάτου στο Άουσβιτς – Μπιρκενάου, που αναχώρησε από τον Παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό Θεσσαλονίκης αρχές Απρίλη του 1943.
Στο χέρι του ήταν ανεξίτηλα γραμμένο το Νο 115365 της ναζιστικής βαρβαρότητας.
Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Τριαντάφυλλος Μηταφίδης αναφέρει σε ανάρτησή του στο Facebook:
Έφυγε ο Ρόμπυ Βαρσάνο
Έφυγε σήμερα από τη ζωή στα 91 του χρόνια ο Ρόμπυ Βαρσάνο, ένας από τους ελάχιστους επιζώντες του Ολοκαυτώματος συμπολίτες μας,
Ο Ρόμπυ Βαρσάνο σε ηλικία μόλις 15 ετών ήταν στην τρίτη αποστολή θανάτου στο Άουσβιτς – Μπιρκενάου, που αναχώρησε από τον Παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό Θεσσαλονίκης αρχές Απρίλη του 1943. Στο χέρι του ήταν ανεξίτηλα γραμμένο το Νο 115365 της ναζιστικής βαρβαρότητας.
Το 1957 αναγνώρισε στη Θεσσαλονίκη και συνέβαλε στη σύλληψη και παραπομπή σε δίκη του αρχιεγκληματία Μαξ Μέρτεν, του «δήμιου της Θεσσαλονίκης», που, με την καταναγκαστική εργασία και τις μαζικές εκτοπίσεις στα κρεματόρια της «τελικής λύσης», οδήγησε στο θάνατο το 98% των εβραϊκής καταγωγής Θεσσαλονικέων.
Η ιστορία του Ρόμπυ Βαρσάνο καταγράφηκε στο Σαουλίκο, το βιβλίο που έγραψαν ο γιος του Σάμμυ Βαρσάνο και ο Πάνος Μπαϊλής. «Σαουλίκο» ήταν η ταβέρνα όπου ο Ρόμπυ πήγαινε με τους δικούς του κάθε Κυριακή έως το 1940 κι άκουγε τη Σοφία Βέμπο. Δεν ξαναβρήκε ούτε «Σαουλίκο» ούτε δικούς του.
Στα εγγόνια του ο Ρόμπυ Βαρσάνο άφησε την παρακάτω παρακαταθήκη: «…όποιου δραπετεύει από το θάνατο η ζωή, αν δεν την προδώσει, του χρωστά πολλά μετάλλια. Και εγώ φρόντισα να μην προδώσω. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα, μα εσείς ποτέ να μην προδώσετε…»
Στη μνήμη του αφιερώνουμε την εμβληματική κατάληξη του Σαουλίκο, γιατί ο Ρόμπι ήταν ένα ηρωικό κομμάτι της πιο τραγικής ιστορίας του πλανήτη:
«Αλήθεια είχαν πατρίδα οι κολασμένοι; Και ποια ήταν αυτή; Η Θεσσαλονίκη, τα Ιεροσόλυμα, η Πολωνία; Για τον Ρόμπι η πατρίδα του ήταν η Θεσσαλονίκη, μα για τον αδερφό του, τους γονείς του, τους θείους του, τους φίλους του –κοντά τριάντα ψυχές– η πατρίδα, η παντοτινή τους πατρίδα, ήταν το Άουσβιτς. Ο ουρανός του Άουσβιτς και όχι η γη του. Στον ουρανό, εκεί ήταν η πατρίδα τους. Μόνο που δεν ήξερε, όταν φυσάει ο αέρας, αέρας δυνατός και μετακινείται από χώρα σε χώρα, δεν ήξερε για πού ταξίδευε η πατρίδα των δικών του. Αέρας είναι, όπου θέλει σε πάει. Μπορεί να ανακατευόταν με τον δικό τους Βαρδάρη και να τους έφερνε ως τη Θεσσαλονίκη. Όλα γίνονται σ’ αυτή τη ζωή. Θα ήταν πολύ ωραίο, οι πατρίδες να μετακινούνται με τον αέρα και να ανακατεύονται. Να ανακατεύονται οι άνθρωποι πριν προλάβουν να ριζώσουν για να μην έρχονται οι άλλοι να τους ξεριζώνουν. Μακάρι να ήταν αέρας οι πατρίδες».
Η κηδεία του θα γίνει αύριο, 2/4/2018, στις 4μ.μ. από το νέο Εβραϊκό Νεκροταφείο, στη Σταυρούπολη.
Τρ. Μηταφίδης
https://www.facebook.com/photo.php?fbid=10213810467930383&set=a.1628226960045.82902.1667721293&type=3&theater
Με μια επιστολή παρακαταθήκη, τέσσερις ημέρες προτού πεθάνει ο Ρόμπυ Βαρσάνο, επιζήσας του Άουσβιτς και εκείνος που είχε αναγνωρίσει στη Θεσσαλονίκη τον Μάξ Μέρτεν (κύριος υπαίτιος της γενοκτονίας των Εβραίων της πόλης από τους ναζί) βοηθώντας στη σύλληψη και καταδίκη του, ευχαρίστησε το δημοτικό συμβούλιο Θεσσαλονίκης για τη μετονομασία της οδού Χρυσοχόου σε οδό Αλβέρτου Ναρ.
Η επιστολή εστάλη στις 28 Μαρτίου.
Ο 93χρονος Ρόμπυ Βαρσάνο έστειλε ένα και μόνο μήνυμα με την επιστολή του που έχει ημερομηνία 28 Μαρτίου 2018: «εκείνες οι ιδεολογίες που αιματοκύλησαν την ανθρωπότητα, που εξόντωσαν εκατομμύρια στο όνομα της δήθεν υπεροχής δεν έχουν θέση εδώ σ΄ αυτή την πόλη».
Ολόκληρη η επιστολή
Ημερομηνία: 28/03/18
ΠΡΟΣ: Δήμαρχο Θεσσαλονίκης
Εγώ, ο Ρόμπυ Βαρσάνο, ο φέρων δεκάδες χρόνια τώρα στο χέρι μου τον αριθμό 115365, ο επιζήσας των στρατοπέδων Άουσβιτς – Μπιρκενάου, θα ήθελα να πω ένα μπράβο σε όλους εσάς, που αποφασίσατε να τιμήσετε εμάς, όλους τους διωχθέντες Εβραίους της πόλη μας, της Θεσσαλονίκης, με μια απλή αλλά τόσο συμβολική κίνηση. Η μετονομασία της οδού Αθανασίου Χρυσοχόου σε Αλβέρτος Ναρ είναι μια απάντηση, που κρύβονταν στα συρτάρια της γραφειοκρατίας, των σκοπιμοτήτων και της αδιαφορίας χρόνια τώρα.
Δεν θα ήθελα να αναφερθώ στον στρατηγό Χρυσοχόου. Εμείς και πολλοί πατριώτες τον γνωρίζουμε καλά. Θα αναφερθώ όμως στον Αλβέρτο τον λογοτέχνη, το παιδί εκείνο που γεννήθηκε από γονείς, τους οποίους κυνήγησε με λύσσα ο Μαξ Μέρτεν αυτός που επόπτευε την “τελική λύση” στην πόλη μας.
Γλίτωσαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζιστών, όπως γλίτωσα και εγώ και γαντζώθηκαν, όπως κι εγώ, από τα αποκαΐδια. Κι αντέξαμε, και κάμαμε παιδιά για να εκδικηθούμε τον θάνατο που ξεγελάσαμε. Οι γονείς του Αλβέρτου, όπως κι εγώ, αλλά και πολλοί άλλοι, επιβιώσαμε και παλέψαμε σκληρά, για να βγάλουμε το μαύρο από τη ζωή μας. Όλοι οι επιζήσαντες δώσαμε αγώνα νύχτα – μέρα για να βγάλουμε αυτό το καταραμένο, καρβουνιασμένο… μαύρο της ψυχής και του σώματος.
Δεν γυρέψαμε ποτέ εκδίκηση. Παραβλέψαμε πολλές φορές την αδικία, αφήνοντας την ιστορία να αποφασίσει και να τιμωρήσει για μάς. Εγώ ήμουν λίγο πιο τυχερός. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο με τον Μέρτεν και συνέβαλα κι εγώ στη σύλληψή του. Το πώς τον αντιμετώπισε το ελληνικό κράτος είναι άλλο θέμα.
Το ζητούμενο για μένα ήταν να αποκαλυφθεί ο ρόλος του, να βγουν οι επιζήσαντες και να τον κοιτάξουν στα μάτια, όχι με μίσος, αλλά με μια διάθεση να τον περιγελάσουν, γιατί αυτοί τον νίκησαν και ας ήταν αυτός παντοδύναμος.
Το ίδιο θα ήθελα να γίνει και για τους Έλληνες που συνεργάστηκαν με αυτόν και τους όμοιούς του. Μα η “πατρίς ευγνωμονούσα” τους άφησε ατιμώρητους, τους έδωσε αξιώματα, τους έκανε δρόμους…
Και ήρθε τώρα ο δήμος και αποκαθήλωσε το ψεύτικο για χάρη μιας ιστορικής αλήθειας. Είμαι τόσο γέρος, που δεν ξέρω τί θα γίνει αύριο. Αλλά νιώθω τόσο γερός, για να φωνάξω σε όλους: Αποκαταστήστε την αλήθεια. Τιμήστε εκείνους που προσέφεραν στην πόλη μας. Προσπεράστε ό,τι διχαστικό. Ξαναγράψτε την ιστορία με αλήθειες. Όχι τις δικές μου αλήθειες, αλλά τις αλήθειες του κόσμου.
Εκείνες οι ιδεολογίες που αιματοκύλησαν την ανθρωπότητα, που εξόντωσαν εκατομμύρια στο όνομα της δήθεν υπεροχής δεν έχουν θέση εδώ σ΄ αυτή την πόλη.
Σας το λέω εγώ, ο Ρόμπυ Βαρσάνο, στα 93 μου χρόνια, ένας από τους ελάχιστους που επέζησαν του ολοκαυτώματος με τον αριθμό-στάμπα στο χέρι 115365.
Με εκτίμηση,
Ρόμπυ Βαρσάνο