Πέθανε η συγγραφέας Άλκη Ζέη – Η συνέντευξή της στο Documento

Πέθανε η συγγραφέας Άλκη Ζέη – Η συνέντευξή της στο Documento

«Έσβησε» στα 97 της χρόνια η Άλκη Ζέη. Στο σπίτι της με τα παιδιά της, την Ειρήνη και τον Πέτρο.

Η κηδεία της θα γίνει την Τρίτη από το Α΄Νεκροταφείο, όπου αναπαύεται και ο σύζυγος της Γιώργος Σεβαστίκογλου.

Αντίο αγαπημένη Άλκη, μικρών και μεγάλων.

Σε συνέντευξή της στο Documento, η Άλκη Ζέη είχε μιλήσει, εκτός των άλλων, για τη σχέση ζωής με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, τις αποφάσεις και τις επιλογές της…

Άλκη Ζέη: Σήμερα δεν είναι η εποχή των μεγάλων του πολιτισμού

Συνέντευξη στο Documento και στην Αφροδίτη Ερμίδη

 

-Γεννηθήκατε στην Αθήνα το 1925. Το πρώτο σημαντικό ιστορικό γεγονός που θυμάστε πρέπει να είναι η δικτατορία του Μεταξά. Θα θέλατε να μας μεταφέρετε εικόνες από εκείνη την περίοδο;

Όλα τα παιδιά της ηλικίας μου τότε δεν είχαν πολύ καταλάβει τι είναι δικτατορία αλλά επειδή εμένα στο σπίτι μου ήταν η θεία μου, η Διδώ Σωτηρίου. Και είχα έναν άλλο θείο που ήταν βενιζελικός και τον είχαν αποστρατεύσει γιατί πήρε μέρος στο κίνημα του Βενιζέλου. Έτσι μέσα στο σπίτι μου γίνονταν συζητήσεις και κατάλαβα τη δικτατορία που ερχόταν. Το σχολείο έκανε πολύ προπαγάνδα υπέρ του Μεταξά, υπέρ του να γραφτούμε όλοι στη νεολαία, παρ’ όλο που δεν ήταν υποχρεωτικό. Η αδερφή μου και η φίλη μου η Ζωρζ Σαρρή ξιπάστηκαν που έκαναν γιορτές, τις έβαζαν να απαγγέλουν, τις έδωσαν και χρυσά αστέρια . Εγώ ήμουν πολύ σταθερή, ήμουν Βενιζελική από πάντα και αυτό δεν μου κόλλαγε καθόλου. Πήγα όταν τελικά μας υποχρέωσαν και έχω και τη φωτογραφία που χαιρετάνε όλες κι εγώ έχω το χέρι μου κάτω, σαν ένδειξη διαμαρτυρίας. Και θυμάμαι κάθε Τέταρτη δεν κάνάμε μάθημα γιατί μας πήγαιναν σε μια μεγάλη αίθουσα και ερχόταν κάποια αρχυφαλαγγίτισσα και έλεγε ένα σωρό βλακείες, ούτε πρόσεχα, και σχεδόν κάθε Τετάρτη εγώ έλεγα ότι με πονάει το στομάχι μου για να μην πάω και τελικά αρρώσταινα πραγματικά! Ύστερα αλλάξαμε σχολείο το οποίο ήταν πολύ δημοκρατικό, το σχολείο της Αιδονοπούλου, και εκεί πια ανάσανα πραγματικά.

-Γερμανική Κατοχή (1941-1944). Χειμώνας 1941: H μεγάλη πείνα. Ζήσατε ανθρώπους να πέφτουν νεκροί στο δρόμο από την ασιτία.

Εντάξει, εμείς δε μπορώ να πω ότι πεινάσαμε ιδιαίτερα. Η μητέρα μου ότι είχε και δεν είχε, από κοσμήματα έως και το πιάνο, τα ξεπουλούσε για να παίρνουμε τρόφιμα από τη μαύρη αγορά. Σήμερα λένε ότι πεινάμε και γελάω, δεν υπάρχει σύγκριση. Πηγαίναμε στο σχολείο και περνούσαμε πάνω από πτώματα στο δρόμο. Αλλά από την άλλη μεριά αρχίσαμε να οργανωνόμαστε στην Αντίσταση και αυτό μας έδινε φτερά γιατί είχαμε ένα όραμα, πιστεύαμε ότι κι εμείς συμβάλλουμε σε αυτό. Το πρώτο σύνθημα μας δεν ήταν ούτε ελευθερία ούτε άλλα συνθήματα αλλά ήταν ΣΥΣΣΙΤΙΟ και μάλιστα γράφαμε: «Μπακάλη και συσσίτιο. Είχαν πει «ή ότι ένα ή το άλλο» αλλά απαιτούσαμε και τα δύο και το πετύχαμε. Αυτό είχε σκεφτεί η οργάνωση. Πρώτα να φάμε και ύστερα να γράψουμε τα συνθήματα περί ελευθερίας. Τώρα δε βλέπω οι οργανώσεις να είναι είναι τόσο σοφές όσο τότε.

– Ίδρυση ΕΑΜ το 1941. Γιατί πετυχε;

Γιατί έβλεπε ο κόσμος πως ενδιαφέρεται γι αυτόν. Γιατί υπήρχε ένα όραμα, γιατί ο κόσμος ήθελε να αντισταθεί στους Γερμανούς.

Εγώ αργότερα εντάχθηκα στην ΕΠΟΝ. Πριν από αυτό ήμουν στην ομάδα για τα συσσίτια , στην αλληλεγγύη, και αργότερα στην ΕΠΟΝ, τέλος του 1942

-Τι σας επηρέασε περισσότερο ώστε να ενταχθείτε στην αριστερά γενικώς και στην ΕΠΟΝ ειδικά; Η κοντινοί σας άνθρωποι; Όπως ο θείος σας και η γυναίκα του; Η μητέρα σας;

Από τη συμμετοχή μου στην ΕΠΟΝ θυμάμαι πολλά και ωραία. Από τις εκδρομές που κάναμε για να συζητάμε μακριά από την Αθήνα αλλά ήταν και αφορμή για να φλερτάρουμε και να διασκεδάσουμε. Τα ολονύχτια πάρτυ που κάναμε. Στις εννιά το βράδυ έπρεπε να γυρίσουμε σπίτια μας γιατί απαγορευόταν η κυκλοφορία και έτσι βρίσκαμε διάφορες δικαιολογίες. Λέγαμε στον πατέρα μου ότι θα μείνουμε τη θεία μας το βράδυ και μέναμε σε κάποιον που είχε μεγάλο σπίτι και έκανε το πάρτυ. Θυμάμαι είχαμε ανοιχτό πάντα και ένα ραδιόφωνο ώστε εάν ακούσουμε βήματα στις σκάλες να κάνουμε ότι χορεύουμε. Ή κάποιο παιδί έπαιζε πιάνο όλη νύχτα και αυτό το παιδί ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις.

-Μέσα στα δύσκολα χρόνια της κατοχής υπήρχε και η όαση της παρέας. Τότε γνωρίσατε τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, τον άντρα σας. Τότε συναναστραφήκατε τον Γκάτσο, τον Χατζιδάκι, τον Αξελό, τον Καραγιώργη και τόσους άλλους.

Μια όαση μέσα στην Κατοχή ήταν οι παρέες. Και άλλη μια όαση ήταν το ότι γνώρισα τον άντρα μου. Έκανα επίσης το κουκλοθέατρο και αυτό ήταν μεγάλη ευχαρίστηση για μένα και για όλες τις κοπέλες που το κάναμε μαζί, ήταν μια ανάσα. Και βέβαια το Θέατρο Τέχνης που έγινε ακριβώς το 1942 μέσα στην πείνα, μέσα στην κακουχία. Οι ηθοποιοί ήταν φτωχά παιδιά και κυριολεκτικά πεινούσαν. Και για να τους μορφώσει ο Κουν έβαζε τον άντρα μου να κάνει συνέχεια μεταφράσεις, μετέφρασε όλον τον Στανισλάφσκι για να διαβάσουν και να μάθουν τα παιδιά. Τώρα που το συλλογιέμαι, αυτή η πρώτη παράσταση η «Αγριόπαπια» μέσα στην Κατοχή, καμιά φορά λένε: «Mα καλά, ο Κουν δεν κατέβαινε στις διαδηλώσεις». Μα, η μεγαλύτερη προσφορά του ήταν το να ανεβάσει αυτό το έργο.

-Κι εσείς θέλατε να γίνεται ηθοποιός.

Ήθελα, αλλά ο άντρας μου έβρισκε ότι δεν είχα ταλέντο και δεν με έσπρωχνε προς αυτό, Πήγα όμως έκανα 4 χρόνια δραματική σχολή. Ύστερα έφυγα από την Ελλάδα και μου πέρασε!

-Σήμερα νιώθετε ότι υπάρχει ανάγκη για Αντίσταση; Και εάν ναι, απέναντι σε τι και με ποιο τρόπο;

Είναι λάθος τρόπος να θέλουμε να κάνουμε ότι γινόταν τότε. Το να καίνε αυτοκίνητα και να σπάνε μαγαζιά δεν το θεωρώ αντίσταση. Εμείς τότε δεν κάναμε καμιά καταστροφή, εκτός βέβαια εάν ήταν να ανατινάξεις την Ιταλική αστυνομία, ας πούμε.

-Ποια η γνώμη σας για τη σημερινή Αριστερά;

Παντού η Αριστερά ψάχνεται, όχι μόνο στην Ελλάδα. Όσοι έμειναν κολλημένοι στην παλιά αριστερά κάνουν λάθος γιατί δεν συμβαδίζει τίποτα με τα σημερινά δεδομένα. Να είσαι κολλημένος ας πούμε στα τότε ιδεώδη εφόσον κατέρρευσε ολόκληρη Σοβιετική Ένωση. Αλλά ίσως είναι πολύ λίγο το χρονικό διάστημα για να σχηματιστεί κάτι καινούργιο. Πχ η Ιταλία, η Γαλλία που είχαν τόσο δυνατό αριστερό κίνημα, να παρουσιάζουν αυτή την κατάσταση. Στο δημοψήφισμα ψήφισαν άκρα δεξιοί φασίστες και άκρα αριστεροί. Η μισή Αυστρία ψήφισε τον φασισμό, αυτό είναι πολύ ανησυχητικό, ότι τα φασιστικά κινήματα ανεβαίνουν και σε αυτό ίσως φταίει που δεν υπάρχει ένα αντίστοιχο δυνατό αριστερό ρεύμα.

-Την σημερινή αριστερή κυβέρνηση πως την κρίνετε;

Δεν μπορώ να την πω αριστερή γιατί δεν μπορώ να φανταστώ μια κυβέρνηση με τον Πάνο Καμμένο, ότι είναι Αριστερή, με την πιο δεξιά από δεξιά που υπάρχει. Που είναι κατά των μεταναστών, είναι εθνικιστής, πως κολλάει δεν ξέρω.

-Μιλήστε μας ποιο συγκεκριμένα για τη δράση των γυναικών στην Αντίσταση, που ήταν τόσο σημαντική.

Ήταν πολύ σημαντική και μάλιστα έκανε τη γυναίκα να βγει από το σπίτι! Δηλαδή να μην είναι η νοικοκυρά που φροντίζει μόνο τον άντρα της και τα παιδιά της. Γιατί οι γυναίκες δούλεψαν στην Αντίσταση και κρυφά από τους άντρες τους και από τους γονείς τους. Οι γυναίκες στην επαρχία επίσης, απέκτησαν κάποια οντότητα.

-Και η μητέρα σας ήταν μια τέτοια περίπτωση.

Ναι. Η μητέρα μου είχε πάντα προοδευτικές ιδέες αλλά και με τη Διδώ μέσα στο σπίτι εξελίχθηκε πολύ. Και ότι έκανε το έκανε κρυφά από τον πατέρα μου.

-Πως συνυπήρχαν;

Ο πατέρας μου ήταν συντηρητικός αλλά βαθιά δημοκρατικός. Φοβόταν τα πάντα. Φοβόταν να μας αφήσει να πάμε εκδρομή με το σχολείο για να μη χτυπήσουμε, να ανέβουμε σε ποδήλατο για να μη πέσουμε και σκοτωθούμε.

-Έμαθε τελικά ο πατέρας σας για τη δράση της μητέρας σας;

Το έμαθε και πως δεν έπαθε τίποτα ο καημένος! Στις παρελάσεις που γίνονταν για την απελευθέρωση. Τη μητέρα μου την είχε βάλει η Διδώ στο περιοδικό «Η Γυναίκα και το σπίτι» και πήγαινε στις επιδείξεις μόδας επειδή η ίδια ήταν πολύ κοκέτα, ήξερε από μόδα και έγραφε για τις επιδείξεις και οι οίκοι την έντυναν χωρίς να πληρώνει. Στην παρέλαση λοιπόν θα πήγαινε με τους δημοσιογράφους αλλά δεν τους βρήκε και μπήκε σε μια άλλη παρέλαση η οποία περνούσε την οδό Σταδίου που ήταν τότε η Τράπεζα Αθηνών όπου δούλευε ο πατέρας μου. Είχε βγει στο μπαλκόνι με ένα συνάδερφό του και βλέπει από κάτω τη μαμά μου ανάμεσα σε εργάτες και του λέει ο συνάδερφός του «Ζέη, δεν είναι η γυναίκα σου αυτή;». Ο πατέρας μου κόντεψε να πέσει από το μπαλκόνι! Ποτέ δεν μάθαμε πως τον κάλμαρε η μαμά μου. Γιατί όταν γυρίσαμε στο σπίτι ήταν όλα καλά!

-Πως νιώσατε με την Απελευθέρωση;

Ήταν μια υπέροχη μέρα, ήμασταν τρελαμένοι! Γελάγαμε, αγκαλιαζόμασταν, φωνάζαμε! Η Αθήνα ήταν ένα απέραντο χωράφι που έτρεχε όλος ο κόσμος στο δρόμο. Λυπάμαι πάρα πολύ που δεν τη γιορτάζουμε αυτήν την ημέρα. Όλες οι χώρες γιορτάζουν την ημέρα της λήξης του πολέμου και εμείς την έναρξή του πολέμου.

Μάχη Αθήνας, Δεκεμβριανά. Την έχετε χαρακτηρίσει ως τη χειρότερη στιγμή της ζωής σας.

Μετά τη χαρά της απελευθέρωσης ήρθε πολύ απότομο για μένα. Θα ήθελα να τη διαγράψω από τη ζωή μου και από την ιστορία αυτή την ημέρα. Ήταν πολύ δύσκολα. Παρόλο που η πλευρά της Αθήνας που μέναμε ήταν ομοκρατούμενη, και δυσκολίες είχαμε στα τρόφιμα και πολύ επικίνδυνο ήταν να κυκλοφορείς στο δρόμο. Πήγαινα με τον Άδωνι Κύρου σε μια συγκέντρωση της ΕΠΟΝ στην πλατεία Κυψέλης και επειδή χασομερήσαμε λίγο, επειδή αυτός είχε από την Κατοχή μια σφαίρα στο πόδι και είχε μείνει ανάπηρος, λέει να καθίσουμε λίγο να ξεκουράσω το πόδι μου. Και τότε είδαμε παιδιά που τρέχανε και μια φίλη μου φορούσε ένα πολύ χοντρό παλτό και περίσσευε ένα σίδερο από την πλάτη της. Είχε φάει ένα κομμάτι όλμο αλλά δεν το καταλάβαινε και τις φωνάζανε όλοι μη το βγάλει γιατί θα είχε αιμορραγία. Μια άλλη φίλη μου ήταν κάτω πεθαμένη με τον αρραβωνιαστικό της δίπλα. Και βλέπω ένα φορείο που έβγαζαν τη Ζωρζ Σαρρή και κρεμόταν το χέρι και το πόδι της. Ήταν πολύ τραγικό.

Το Δεκέμβριο του 1944, στην υποχώρηση, πήγαμε με τον άντρα μου στη Λάρισα που ήταν τότε μια λασπούπολις. Εκεί έχασα το παπούτσι μου μέσα στη λάσπη της πλατείας και πήγαινα με ένα παπούτσι γατί ήταν δύσκολο τότε να βρεις. Αλλά σκέφτομαι τώρα, που πηγαίναμε και εμείς! Εντολή να φύγουμε, να αφήσουμε την Αθήνα, να πάμε που δηλαδή; Να εγκατασταθούμε στη Λάρισα, να γίνει ελεύθερη η Ελλάδα εκεί; Τι νόημα είχε όλη αυτή η εκστρατεία που πήγαμε;

Δεύτερο Αντάρτικο, Εμφύλιος (1946-1949).

Ήμασταν έτοιμοι για εκλογές και είναι και αυτό που έχει πει ο Καραγιώργης ο διευθυντής του Ριζοσπάστη που έγραφε στο άρθρο της Κυριακής πάμε για εκλογές και παίρνει την εφημερίδα το πρωί και έγραφε αποχή, του το άλλαξαν το άρθρο. Ήταν ένα από τα μεγάλα λάθη του κόμματος η αποχή γιατί όπως έλεγε και ο Ηλιού: «Δέκα βουλευτείς να είχαμε της ΕΔΑ μέσα στη Βουλή δε θα έβγαινε στην παρανομία το ΚΚΕ και δεν θα πετσοκόβονταν τόσοι που τους πήγαν στη Μακρόνησο, εκτελέσεις κλπ».

Ο άντρας μου είχε πάρει υποτροφία να πάει στη Γαλλία με το Ματαρόα το 1945 αλλά το κόμμα του έδωσε εντολή να μη φύγει και να κάνει το θέατρο. Και έτσι έγιναν οι Ενωμένοι Καλλιτέχνες και έκανε θέατρο ως το καλοκαίρι του 1947. Τότε τα πράγματα άρχισαν να σκουραίνουν πολύ, να τους μαζεύουν, και τον κάλεσαν ως έφεδρο αξιωματικό δηλαδή έπρεπε να πολεμήσει με τον ελληνικό στρατό και τότε και το κόμμα αποφάσισε να φύγει έξω, να πάει δηλαδή στα βουνά της Ελλάδας.

Το 1948 ο άντρας σας φεύγει εξόριστος στην Ρωσία και εσείς εξορία στη Χίο. Πως καταφέρατε να επανασυνδεθείτε; Και πως πέρασαν αυτά τα χρόνια μακριά του;

Έμεινα ένα χρόνο στη Χίο. Ήμασταν κλεισμένες σε στρατόπεδο, στρατώνες δηλαδή και ενώ ήμασταν εξόριστες, δεν μας άφηναν να βγούμε από το κτίριο παρά μόνο δυο φορές την ημέρα, σαν φυλακισμένες δηλαδή. Βέβαια ήμασταν μια μεγάλη παρέα εκεί και έτσι κάναμε και πράγματα δημιουργικά. Κάναμε μαθήματα στις αναλφάβητες γυναίκες, άλλες κάνανε μαθήματα αγγλικών, κάναμε σκετσάκια, ότι μπορούσαμε για να διανθίσουμε αυτή τη ζωή. Εκεί γνώρισα και την Νανά Καλιανέση και γίναμε πολύ φίλες και ούτε φανταζόμασταν ότι εγώ θα γίνω συγγραφέας και αυτή η εκδότριά μου. Πολύ δύσκολα κατάφερα να πάω στη Σοβιετική Ένωση. Καταρχήν προσπαθούσα να βγάλω διαβατήριο. Τότε έπρεπε να δημοσιεύσω στην εφημερίδα ότι χωρίζω από τον άντρα μου γιατί εξαφανίστηκε και κάνω αίτηση διαζυγίου. Για να πιστέψουν ότι δεν πάω σε εκείνον και να μου δώσουν διαβατήριο, ότι πάω στην Ιταλία να σπουδάσω κινηματόγραφο. Κανείς βέβαια δεν το πίστεψε από τους γνωστούς αλλά η ασφάλεια το πίστεψε! Πήρα το διαβατήριο πήγα στην Ιταλία και μέσω των Μιλιέξ από Γαλλία έφτασε γράμμα μετά από πολλούς μήνες από τον άντρα μου, να προσπαθήσω να πάω σε μια χώρα της Ευρώπης και από εκεί στην Σοβιετική Ένωση. Εγώ νόμιζα ότι θα ήταν όλα έτοιμα για να πάω αλλά περίμενα 2 χρόνια στην Ιταλία τη σοβιετική βίζα για να μπορέσω να πάω να τον βρω.

Ρωσία 1954-1964. Η γέννηση των παιδιών σας. Φοίτηση στο Κινηματογραφικό Ινστιτούτο της Μόσχας

Στον γιο μου μάλιστα έκανε baby sitting ο Ταρκόσφκσι οποίος ήταν φοιτητής στην κινηματογραφική σχολή και ερχόταν με τη φίλη του για ένα χαρτζιλίκι. Τα πρώτα χρόνια μου στην Τασκένδη ήταν αρκετά δύσκολα γιατί ήταν οι συνθήκες δύσκολες, ζούσαμε σε ένα δωμάτιο, χωρίς νερό, με ένα μωρό παιδί ήταν δύσκολα. Αλλά είχαμε πολύ καλούς φίλους Έλληνες και Ρώσους οι οποίοι ήταν πάρα πολύ μορφωμένοι, καθηγητές πανεπιστημίου κλπ, που είχαν έρθει από τη Μόσχα κι αυτό ήταν μια παρηγοριά. Λέγαμε με τον άντρα μου ότι τους έστειλαν για να ανέβει το πνευματικό επίπεδο του Ουζμπεκιστάν. Αλλά μόλις έγινε το 20 συνέδριο γύρισαν στη Μόσχα και ήταν εξόριστοι εκεί. Αλλά δε το έλεγαν ούτε σε εμάς που ήμασταν φίλοι. Στη Μόσχα ήταν πολύ διαφορετική η ζωή. Άλλωστε, σε λίγο άρχισαν να έρχονται πάρα πολλές επισκέψεις από την Ελλάδα, μέσω του ελληνο-σοβιετικού συνδέσμου, γίνονταν οι ανταλλαγές, είχε αλλάξει τελείως η ατμόσφαιρα και έτσι μπορούσαμε να τηλεφωνήσουμε να έχουμε περισσότερες επαφές με την Ελλάδα.

Ποια η εμπειρία σας από την πραγμάτωση του κομμουνισμού;

Εγώ έζησα την καλύτερα περίοδο μπορώ να πω γιατί ήταν τα χρόνια που έγινε το 20o συνέδριο, είχαν αρχίσει να γυρίζουν οι άνθρωποι, εμείς δεν ξέραμε ούτε κατά ιδέα ότι υπάρχουν στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ένας ποιητής μιλούσε κάτω από το άγαλμα του Μαγιακόφσκι και ήταν σαν συλλαλητήριο πολιτικό. Υπήρχε μια καινούργια ελπίδα ότι αυτό που πιστεύαμε ως τότε και όλα τα στραβά που βλέπαμε, θα διορθωθούν και θα καλυτερεύσει ο κόσμος. Δεν μας βγήκε κι αυτό, αλλά τέλος πάντων! Το ζήσαμε πάντως. Και τώρα ύστερα από τόσα χρόνια πήγα στη Μόσχα γιατί βγήκε το Καπλάνι της Βιτρίνας στην έκθεση βιβλίου. Είδα μια πόλη ξένη! Ζήτησα από την εκδότριά μου πάω στο παλιό μου σπίτι γιατί εκεί το έγραψα μέσα στην κουζίνα και μαγείρευα κιόλας, γιατί ήταν μικρό το διαμέρισμα. Εκεί που ήταν παλιά εξώπορτα ξύλινη, που δεν είχε καν κλειδί, τώρα ήταν μια ατσάλινη πόρτα με κάμερες. Χτυπήσαμε, εξήγησε η εκδότριά μου ποια είμαι, και μας λέει ο κύριος που ζει εκεί, η γυναίκα μου δε θέλει να ανεβείτε κι εγώ έχω κατάλογο όλων όσων έζησαν σε αυτό το σπίτι και ποτέ δεν έζησε κανείς ξένος. Τώρα υπάρχει αμύθητος πλούτος και πολύ φτώχεια και εκείνο που αντιλήφθηκα είναι η αλλαγή των ανθρώπων. Παλιά εάν σε έβλεπαν να κουβαλάς ένα πακέτο έτρεχαν να σε βοηθήσουν. Τώρα οι κοπέλες κουβαλούσαν βιβλία βαριά και δεν τις βοήθησε κανείς. Άλλοτε η έκθεση βιβλίου ήταν γεμάτοι από κόσμο, νεολαία, συγγραφείς που είχαν γυρίσει από τα στρατόπεδα. Φτάσανε από το ένα σημείο στο άλλο. Θέλανε την αλλαγή αλλά έγινε σε τέτοιο βαθμό… Ύστερα από τόσες θυσίες, τόσους νεκρούς, 20 εκατομμύρια νεκροί στον πόλεμο. Οι ρώσοι ως πατριώτες πολέμησαν με όλη τους τη ψυχή, και να καταρρεύσει σα χάρτινος πύργος, είναι ανεξήγητο. Και πως δεν κατάφεραν 70 χρόνια να έχουν αγαθά και να στερείται ο κόσμος.

1964 Επιστροφή στην Ελλάδα. Ποια ήταν τα συναισθήματά σας;

Φτου και από την αρχή! Πάνε τα παιδιά σχολείο, μιλούσαν ελληνικά αλλά δεν ήξεραν να γράφουν και να διαβάζουν. Μεταξύ τους μιλούσαν ρώσικα. Η κόρη μου που έφυγε 9 χρόνων από εκεί ήταν δυστυχεστάτη. Πολύ γρήγορα όμως έμαθαν τη γλώσσα και προσαρμόστηκαν στα σχολεία. Και σε λίγο τους λέμε πάλι φεύγουμε, πάμε στη Γαλλία, λέξη γαλλικά! Μάλιστα το πρωί της δικτατορίας που μέναμε στον Άγιο Σπυρίδωνα και κατέβαιναν από το σπίτι που τους περίμενε το σχολικό, βλέπουν έναν στρατιώτη και τους λέει «γυρίστε πίσω έγινε δικτατορία, δεν έχει σχολείο». Και λέει ο γιος μου μόλις πήγαμε στο Παρίσι: «Και τώρα που δεν ξέρω γαλλικά, εάν δω ένα στρατιώτη και μου πει έγινε δικτατορία, θα πάω σα βλάκας σχολείο!».

Βγήκε σε καλό θεωρείτε όλη αυτή η διαδρομή για τα παιδιά σας;

Ναι! Γιατί ήμασταν πολύ δεμένοι σαν ομάδα και οι 4 μαζί και ο πατέρας τους συνέβαλε πάρα πολύ στο να έχουν ομαλή μετάβαση, τους προετοίμαζε με τρόπο που τους παρουσίαζε τη θετική πλευρά. Δεν τον έβλεπαν ποτέ μουτρωμένο, στεναχωρημένο παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε

1967 ξανά εξορία, Πραξικόπημα στην Ελλάδα.

Στη Γαλλία συνήθισαν πολύ πιο γρήγορα από ότι στην Ελλάδα , μάλιστα είναι πολύ αστείο γιατί ακόμα και τώρα μεταξύ τους μιλούν γαλλικά!

Στη Γαλλία ήμασταν σε ένα συνεχή αναβρασμό για την αντίσταση στη Χούντα, στο να μάθουν οι ξένοι τι συμβαίνει στην Ελλάδα, τρέχαμε όλοι μέρα. Από την άλλη μεριά εγώ, πάλι στην κουζίνα, έγραψα πολλά από τα μυθιστορήματα μου. Τότε ήταν που το Καπλάνι της Βιτρίνας, από τα αγγλικά που είχε μεταφραστεί αρχικά, συνέχισε στις Σκανδιναβικές χώρες, στην Ιαπωνία, στη Γαλλία, πήγαινα σε σχολεία στη Γαλλία. Είχα ήδη την αναγνώριση στη Γαλλία που δεν την είχα ακόμα στην Ελλάδα. Το Καπλάνι εν μέσω Χούντας ήταν τελείως απαγορευμένο αλλά και πριν έλεγαν ότι καλό είναι να μη μπει στα σχολεία. Κάποιοι δάσκαλοι όμως με τρόπο από την πίσω πόρτα το έβαζαν.

Σας έλειπε η Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια;

Πάντα μου έλειπε. Και στην Σοβιετική Ένωση ακόμα πιο πολύ γιατί εκεί δεν μπορούσαμε να έχουμε την επικοινωνία που είχαμε από το Παρίσι. Η μητέρα μου είχε έρθει στη Μόσχα για ένα ταξίδι και έμεινε 4 χρόνια.

Δεύτερη επιστροφή στην Ελλάδα

Γυρίσαμε αλλά όχι για να μείνουμε, ερχόμασταν για 3-4 μήνες, ανέβαζε ο άντρας μου ένα έργο και γυρίζαμε γιατί δίδασκε στο Παρίσι. Το 1980 εγκατασταθήκαμε οριστικά. Εγώ πιο πολύ από τον άντρα μου ήθελα να γυρίσω. Και τα παιδιά μου ήταν ευχαριστημένα που μεγάλωναν στη Γαλλία αλλά εγώ ένιωθα την ανάγκη αν γυρίσω ήταν οι φίλοι μου η οικογένειά μου εδώ. Και βέβαια και για να γράψω έπρεπε να είμαι εδώ.

Ποιο βιβλίο σας σας δυσκόλεψε πιο πολύ στη συγγραφή του;

Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα. Γιατί ήθελα από βιογραφία να γίνει μυθιστόρημα και με δυσκόλεψε το να βρω αυτή τη χρυσή τομή. Όταν είναι καθαρά αυτοβιογραφικά τα βιβλία (όπως το Μολύβι Φάμπερ) δεν με δυσκολεύουν. Μπορώ πιο εύκολα να αφαιρέσω στοιχεία, να δημιουργήσω άλλα πρόσωπα. Τα γεγονότα τα αφήνω τα ίδια αλλά αλλάζω τον περίγυρο. Δηλαδή ο Αχιλλέας δεν είχε καμία σχέση με τον άντρα μου. Αλλά μετά από ένα μήνα που βγήκε το βιβλίο, πήρα ένα γράμμα από κάποιον που μου έλεγε ότι λέγεται Αχιλλέας είναι φτυστός με τον πρωταγωνιστή του βιβλίου και εάν ζούσε η γυναίκα του θα τον ρωτούσε πότε γνώρισε αυτή την κοπέλα και της διηγήθηκε την ιστορία του!

Στα παιδιά και στα εγγόνια σας λέγατε παραμύθια;

Όχι, έλεγα τις ιστορίες από τη ζωή μου! Τα παραμύθια τα διάβαζαν μόνοι τους. Τους τα έλεγα με χιούμορ, διασκεδαστικά και έτσι δεν τους έπεφταν βαριά. Ακόμα και στα εγγόνια μου αυτά διηγούμουν αλλά και άπειρες ιστορίες που δεν υπήρχαν.

Ζήσατε περίπου 50 χρόνια με τον σύζηγό σας. Τι αγαπήσατε περισσότερο σε αυτόν;

Ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος πίστευε πάρα πολύ και στον Αγώνα και στο θέατρο και ήταν άνθρωπος ίσιος, έλεγε αυτό που σκεφτόταν, νοιαζόταν, καταλάβαινε και άκουγε πολύ τον άλλον. Και οι μαθητές αυτό λάτρεψαν σε αυτόν, ακόμα όταν πηγαίνω στο Παρίσι υπάρχουν μαθητές τους που τους βλέπω.

Η σημερινή εποχή σας δίνει ερεθίσματα για να γράψετε; Θέλετε να γράψετε άλλο βιβλίο;

Όχι. Δεν με εμπνέει. Τι να γράψω για την κρίση; Αλλά δε γράφω και ποτέ για κάτι την ώρα που συμβαίνει. Πρέπει να περάσει να το χωνέψω στο μυαλό μου, να ωριμάσει.

Πως καταλήξατε, πότε πήρατε την απόφαση να γίνετε συγγραφέας παιδικών βιβλίων; Ποια η διαφορά από το να απευθύνεστε σε ενήλικο κοινό;

Δεν ξεκίνησα να γράφω βιβλία για παιδιά. Ήμουν στο Μόσχα έγραφα διηγήματα και τα έστελνα στην επιθεώρηση τέχνης , το περιοδικό που έβγαινε τότε και τα δημοσίευαν και μετά εγώ στα παιδιά μου για να τους μιλήσω για την Ελλάδα σκέφτηκα ότι το καλύτερα ήταν να τους διηγούμαι τα παιδικά μου χρόνια. Και τους άρεσε πάρα πολύ. Και λέω δεν τα γράφω αυτά; Δεν ήξερα ότι γράφω βιβλίο για παιδιά. Και η πρώτη έκδοση μάλιστα γράφει μυθιστόρημα για νέους γιατί κι αυτοί δεν ήξεραν τι είναι.

-Περιγράφετε πως όταν ήσασταν κρατούμενη στη Χίο έτυχε ο χωροφύλακας να είναι παλιός σας συμμαθητής. Αναρωτιέμαι, οι προσωπικές σχέσεις ξεπερνούν τις πολιτικές αντιπαραθέσεις; Για παράδειγμα θα μπορούσατε να έχετε μια καλή σχέση με κάποιον οπαδό της Χρυσής Αυγής;

Με οπαδό της ΧΑ καμιά διαφορά δεν ξεπερνάμε γιατί αυτοί είναι καθαροί φασίστες. Για εμένα όμως λέω ότι ο εμφύλιος πόλεμος τελείωσε όταν γνώρισα στο Παρίσι την Αμαλία Καραμανλή. Γιατί ως τότε είχα μια απόσταση από τους δεξιούς. Δε μπορούσα να έρθω σε επαφή με δεξιό άνθρωπο. Όταν τη γνώρισα κατάλαβα ότι έχουμε πολλά κοινά πράγματα να πούμε. Τότε άρχισε να διαλύεται αυτό το κλίμα και σε αυτό βοήθησε η Χούντα με την ενωμένη αντίσταση που βρισκόμασταν ας πούμε στο σπίτι της Μελίνας, ο Θεοδωράκης, ο Μητσοτάκης αρχίσαμε να βλέπουμε ότι μπορούμε να συνεννοηθούμε.

-Ζήσατε πολέμους, κακουχίες, εξορίες. Νιώθετε ωστόσο τυχερή για όλα αυτά κατά κάποιο τρόπο;

Νιώθω τυχερή γιατί έχω ζήσει την ιστορία εγώ η ίδια, δεν μου την έχει αφηγηθεί κανείς και αυτό νομίζω είναι πολύ σημαντικό στη ζωή ενός ανθρώπου να ξέρει την ιστορία του και έτσι μου κακοφαίνεται πολύ που τα παιδιά δεν μαθαίνουν τη σύγχρονη ιστορία. Εννοώ τον πόλεμο και την ανίσταση. Αφήνουμε τον εμφύλιο γιατί αυτό δεν πρόκειται να το μάθουν ποτέ. Παραδειγμα παιδακι με γερμανο. Καταλαβαίνετε τι αχταρμάς γίνεται στο μυαλό τους.

Ήταν μια πολύ ζωντανή ζωή. Και για μένα το μεγαλύτερο αγαθό είναι η φιλία και την πιστεύω και είχα και έχω πολλούς αληθινούς φίλους

Σήμερα υπάρχουν πολλοί και καλοί άνθρωπου του πολιτισμού αλλά όχι μεγάλοι. Δεν είναι η εποχή των μεγάλων.

-Είστε πάντα κοντά στα παιδιά, σε σχολεία που σας καλούν, σε εκδηλώσεις.

Αυτό είναι μεγάλη εμπειρία και χαρά για μένα. Όταν βλέπω την αποδοχή από τα παιδιά και κυρίως τα κορίτσια είναι τα πιο τρυφερά αλλά ένα αγοράκι μου ειπε μου επιτρέπετε να σας κάνω μια αγκαλιά; Και ένα άλλο παιδάκι που μου είπε πότε θα σας ξαναδω; Και μου ειπαν ότι ηταν αυτιστικό. Στην Κύπρο ανέβασαν στο ΘΟΚ τον περίπατο του πέτρου στην κύπρο και ήρθαν οι παππούδες οι γιαγιάδες και τα εγγόνια γιατί όλοι αυτοί είχαν διαβάσει το βιβλίο. Αυτό με συγκίνησε πολύ. επι 30 χρόνια στην Κύπρτο ηταν το επίσημο αναγνωστικό στα σχολεία. Εκεί αισθάνεσαι και λες κάτι έχω καταφέρει.

-Νιώθετε πλήρης από τη ζωή σας μέχρι σήμερα; Υπάρχει κάτι που δεν έχετε κάνει και θα θέλατε;

Νομίζω ότι δεν περισσεύει χώρος και να ήθελα και ούτε χρόνος. Ναι νιώθω ότι δεν χρειάζομαι και τίποτα άλλο και εδώ να σταματήσω.

-Από τον «Κλούβιο» μέχρι σήμερα, τι έχει παραμείνει ίδιο στη συγγραφέα Άλκη Ζέη;

Νομίζω ότι δεν έχω αλλάξει καθόλου ούτε το στυλ γραψίματος ούτε έχω κάνει καμία πρόοδο! Γράφω όπως έγραφα. Από τότε έλεγα ότι θα γίνω συγγραφέας αλλά δεν ήξερα καλά καλά πως είναι. ύστερα έκανα αρκετά διαστήματα χωρίς να γράφω με όλες αυτές τις αλλαγές. Δηλαδή στην Τασκένδη δεν έγραψα καθόλου. Προσπαθούσα να βρω τον εαυτό μου και δε μπορούσα. Στη Μόσχα άρχισα να γράφω.

-Γιατί αγαπούν τόσο πολύ τα παιδιά τα βιβλία σας;

Με ρωτάνε και δεν μπορώ να απαντήσω, δεν ξέρω. Καταρχήν τα αγαπούν οι δάσκαλοι πολύ και για μένα αυτό παίζει μεγάλο ρόλο γιατί σήμερα είναι πολύ δύσκολο να πείσεις τα παιδιά να διαβάσουν ένα βιβλίο με όλα αυτά τα παιχνίδια στον υπολογιστή ή στο κινητό. Και είναι αρκετοί αυτοί οι δάσκαλοι που το καταφέρνουν γιατί δεν προφταίνω να πηγαίνω σε σχολείο που με καλούν!

Ποια ήταν η Αλκη Ζέη

Η Άλκη Ζέη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1923 και πέρασε τα παιδικά της χρόνια στη Σάμο, νησί απ’ όπου καταγόταν η μητέρα της. Όταν πήγε σχολείο, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στο Μαρούσι και μετά στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και στο Κινηματογραφικό Ινστιτούτο της Μόσχας.

Η σχέση της με το γράψιμο ξεκίνησε στα σχολικά χρόνια, γράφοντας έργα για το κουκλοθέατρο, διηγήματα και νουβέλες, που δημοσιεύονταν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Αγωνίστηκε για την ελευθερία, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη δημοκρατία, συμμετέχοντας στο αριστερό κίνημα από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα.

Η συμμετοχή της σ’ αυτό τον αγώνα καθόρισε την προσωπική ζωή της. Από το 1952 μέχρι το 1964 έζησαν μαζί με τονάντρα της, το θεατρικό συγγραφέα Γιώργο Σεβαστίκογλου, ως πολιτικοί πρόσφυγες στη Σοβιετική Ένωση, αρχικά στην Τασκένδη και ύστερα στη Μόσχα, όπου γεννήθηκαν και τα δυο παιδιά τους. Επέστρεψαν στην Ελλάδα το ’64 για να ξαναφύγουν το ’67 στο Παρίσι, όπου παρέμειναν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70 λόγω της δικτατορίας.

«Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», «Το καπλάνι της βιτρίνας» και «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου», συμπεριλαμβάνονται στα διαχρονικά μπεστ σέλερ της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.

Εκτός από την «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», τα βιβλία της απευθύνονται κυρίως στα παιδιά και τους εφήβους. Διαβάζονται με μεγάλη ευχαρίστηση και από τους ενήλικες. Εμπνέονται από προσωπικές της εμπειρίες υφαίνοντας την υπόθεσή τους παράλληλα με ιστορικά γεγονότα. Τα θέματα που πραγματεύονται είναι καθημερινά και πανανθρώπινα.

«Το Καπλάνι της βιτρίνας», το πρώτο της μυθιστόρημα, υπήρξε έργο – σταθμός για την ελληνική παιδική λογοτεχνία και θεωρείται πλέον ένα κλασικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας για παιδιά, με συνεχείς επανεκδόσεις από το 1963 που πρωτοκυκλοφόρησε στην Ελλάδα και πολλές μεταφράσεις και διακρίσεις στο εξωτερικό.

Πηγή: ο αναγνώστης

Documento Newsletter