Περιοδεία με τον Μπομπ Ντίλαν

Περιοδεία με τον Μπομπ Ντίλαν

Το ντοκιμαντέρ «Don’t look back» που ακολουθεί τον τραγουδοποιό στις συναυλίες του στην Αγγλία θα προβληθεί στο 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης

Είναι Μάρτης του 1996 κι έχω μόλις αποφοιτήσει από τη σχολή κινηματογράφου της Ευγενίας Χατζίκου. Στέλνω τη μικρού μήκους σπουδαστική ταινία μου στο φεστιβάλ της βαυαρικής πόλης Αουγκσμπουργκ, εγκρίνεται για το διαγωνιστικό πρόγραμμα κι έτσι ταξιδεύω μόνος μου στη Γερμανία. Δεν είχα κανέναν άλλο λόγο να επιλέξω το συγκεκριμένο διεθνές φεστιβάλ σπουδαστικών ταινιών πέρα απ’ το γεγονός πως θα προέβαλλαν το ντοκιμαντέρ «Don’t look back» για τον Μπομπ Ντίλαν του γκουρού των μουσικών ντοκιμαντέρ Ντον Αλαν Πενεμπέικερ. Μάλιστα ο σκηνοθέτης θα ήταν παρών στο φεστιβάλ, καθώς θα γινόταν ρετροσπεκτίβα στο σύνολο του έργου του.

Προβλήθηκαν σπάνια μουσικά ντοκιμαντέρ για τα τότε ινδάλματά μου, όπως τον Ντέιβιντ Μπόουι, τον Λιτλ Ρίτσαρντ, τον Οτις Ρέντινγκ, τον Τζίμι Χέντριξ, ακόμη και για τους Depeche Mode. Η θέαση του «Don’t look back», όμως, σε μια περίοδο που άκουγα φανατικά τον Ντίλαν και, βασικά, πριν από την επέλαση του διαδικτύου, μέσω του οποίου μελλοντικά θα βρίσκαμε τα πάντα, ήταν κάτι σαν την αναζήτηση του ιερού Γκράαλ.

Εξω από ένα εστιατόριο συνάντησα έναν συμπαθέστατο ευτραφή κύριο με γυαλάκια. Οταν του είπα: «Nice to meet you, mr Pennebaker (χαίρομαι που σας συναντώ, κ. Πενεμπέικερ)», εκείνος μου έτεινε το χέρι του προς χειραψία και μου απάντησε με χαμόγελο: «Call me Penny (λέγε με Πένι)». Θυμάμαι πως τρέμοντας σχεδόν έβγαλα και του χάρισα δύο κασέτες: η μία περιείχε τον «Μπάλο» και το «Βρόμικο ψωμί» του Σαββόπουλου και η άλλη το «Μεταφοραί – εκδρομαί ο Μήτσος» του Πουλικάκου. Με προσκάλεσε στο εστιατόριο να κάτσω στην παρέα τους, όλοι ξένοι μεταξύ ξένων γύρω απ’ αυτόν. Δεν είχα καμιά πρεμούρα τότε να κάνω συνεντεύξεις και ως εκ τούτου δεν ηχογράφησα τίποτε από μια κατ’ ιδίαν συνομιλία, στην οποία έμαθα όλα –ή σχεδόν όλα– όσα ήθελα να μάθω για το «Don’t look back».

Ηθελε αίσθηση άχρονου με το ασπρόμαυρο

Η ταινία γυρίστηκε ασπρόμαυρη σε φιλμ 16 χιλιοστών με την εγγραφή του ήχου πάνω στη μαγνητική επίστρωση του φιλμ. Ο Πενεμπέικερ ήθελε μια αίσθηση άχρονου με το ασπρόμαυρο, παρόλο που το έγχρωμο φιλμ μεσουρανούσε τότε. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν την άνοιξη του 1965 με το συνεργείο να ακολουθεί κατά πόδας τον Μπομπ Ντίλαν στην περιοδεία του στην Αγγλία και τερματίστηκαν αμέσως μετά το τελευταίο κοντσέρτο του στο Royal Albert Hall είκοσι μέρες αργότερα.

Αν δει κανείς σήμερα το ντοκιμαντέρ, θα καταλάβει τη φιλοσοφία ενός νέου μουσικού, του 24χρονου τότε Μπομπ Ντίλαν, που μισό αιώνα αργότερα θα εθεωρείτο ο υπ’ αριθμόν 1 διανοούμενος της αμερικανικής ηπείρου. Από το ζενερίκ των τίτλων έναρξης κιόλας, εκεί που ο Ντίλαν σκορπίζει κάρτες με σκόρπιες λέξεις και φράσεις από το πλέον πολιτικοποιημένο τραγούδι του, το «Subterranean homesick blues», ενόσω στο background ο ποιητής Αλεν Γκίνσμπεργκ έχει μια συζήτηση με τον road manager του Ντίλαν, τον Μπομπ Νιούγουιρθ.

Στη συνέχεια εμφανίζονται και άλλοι Βρετανοί ομότεχνοι του Ντίλαν, είτε στο background (Μαριάν Φέιθφουλ, Τζον Μάγιαλ) είτε σε διάδραση μαζί του. Τον βλέπουμε σε δωμάτιο ξενοδοχείου με την Τζόαν Μπαέζ, που τότε ήταν ζευγάρι, να προβάρουν τραγούδια – μεταξύ αυτών και την μπαλάντα «Love is just a four-letter word» που ηχογραφήθηκε με τη φωνή της Μπαέζ σαν ένα δώρο από τον αγαπημένο της. Υπάρχει και η άλλη φοβερή σκηνή που ο Ντίλαν διακόπτει συναυλία του Αλαν Πράις μόνο και μόνο για να τον ρωτήσει για ποιο λόγο αποχώρησε από το συγκρότημα των Animals. Τέλος, αλησμόνητη είναι η στιγμή που ο Σκωτσέζος τραγουδοποιός Ντόνοβαν δέχεται τα εύσημα του Ντίλαν την ώρα που εκτελεί το τραγούδι του με τίτλο «To sing for you».

Η κάμερα του Πενεμπέικερ, όπως και το μοντάζ που επιμελήθηκε ο ίδιος, διέθεταν μια συγκλονιστική ζουρναλίστικη αμεσότητα. Ο δημιουργός έμοιαζε να αξιοποιεί οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια του μαζί με τις πρωτότυπες λήψεις. Ετσι στο ντοκιμαντέρ ενέταξε συνεντεύξεις του Ντίλαν, παλιότερο φιλμάρισμα συναυλίας του από το 1963 και τον πειραματικό κινηματογραφιστή Εντ Εμσουίλερ, ακόμη και απόσπασμα από τον διάλογο του Ντίλαν μ’ ένα φοιτητή επιστημών, ο οποίος στη συνέχεια έγινε ο διευθυντής μιας κραταιάς δισκογραφικής εταιρείας.

«Δεν μπορούσα ν’ αφήσω τίποτε εκτός»

«Κάνατε ένα κολάζ δηλαδή της αντεργκράουντ κουλτούρας των 60s;» είχα ρωτήσει τον Πενεμπέικερ. «Εκανα ένα μουσικό ντοκιμαντέρ, το υλικό απλώς ήταν πολύ και δεν μπορούσα ν’ αφήσω τίποτε εκτός» θυμάμαι την απάντησή του. Παρεμπιπτόντως, αγαπημένη δουλειά του Πενεμπέικερ δεν ήταν το ντιλανικό «Don’t look back» αλλά μια άλλη μουσική ταινία του από το 1973, που βγήκε στις αίθουσες όμως το ’79: Το «Ziggy Stardust and the spiders from Mars» για τον Ντέιβιντ Μπόουι. Κάτι παρεμφερές συνέβη και με το «Don’t look back», που ναι μεν γυρίστηκε το 1965, όμως είδε το φως της δημοσιότητας δύο χρόνια μετά, κατά τη διάρκεια του «καλοκαιριού της αγάπης» του ’67, της ψυχεδέλειας, του Φεστιβάλ του Μοντερέι και της κορύφωσης του αντιπολεμικού κινήματος. Σήμερα, 55 χρόνια μετά, το εν λόγω ντοκιμαντέρ δεν έχει πάψει να προβάλλεται σαν ένα δείγμα της αντεργκράουντ κουλτούρας των καιρών του και γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία η προβολή του στο φετινό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Documento Newsletter