Μία σοκαριστική αναφορά κατέθεσε στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου τον Φεβρουάριο του 2022 ο δικηγόρος Σπυρίδων Αλφαντάκης, από την οποία, αν όσα επικαλείται είναι αληθή κι έχουν νομική βάση, αναδύεται οσμή λειτουργίας παραδικαστικού κυκλώματος.
Στην αναφορά ο Σπ. Αλφαντάκης κατονομάζει επτά δικαστές και πέντε εισαγγελείς οι οποίοι από το 2016 χειρίστηκαν τη σκανδαλώδη υπόθεση της έκδοσης παράνομων θεωρήσεων εισόδου Σένγκεν στην Ινδία με πρωταγωνιστή διπλωματικό υπάλληλο . Πρόκειται για ογκώδη αναφορά 224 σελίδων, στην οποία γίνεται λόγος για παραλείψεις συγκεκριμένων δικαστικών λειτουργών και εισαγγελέων καθώς και για «παράβαση καθήκοντος» και «υπέρβαση εξουσίας», ζητώντας να ερευνηθούν όσα καταγγέλλει. Ωστόσο έως σήμερα καμία διαδικασία δεν έχει κινηθεί από την ανώτατη ηγεσία της Δικαιοσύνης.
Μία από τους δικαστές που κατονόμασε στην αναφορά του ο δικηγόρος Αλφαντάκης είναι η αντεισαγγελέας εφετών Α.Σ., η οποία υπηρετεί στην Αθήνα. Σύμφωνα με όσα υπογραμμίζονται στην αναφορά, η αντεισαγγελέας εφετών χειρίστηκε τη δικογραφία που αφορούσε το σκάνδαλο με τις χρυσές βίζες στην Ινδία από τις 18 Σεπτεμβρίου 2018 έως και τις 6 Ιουνίου 2019. Οταν χρεώθηκε τη δικογραφία, ο υπάλληλος αντιμετώπιζε ήδη διώξεις σε βαθμό κακουργήματος για το αδίκημα της δωροληψίας. Η εισαγγελέας επρόκειτο να μελετήσει τη δικογραφία και να καταθέσει εισήγηση προς το δικαστικό συμβούλιο για το αν θα παραπεμφθεί σε δίκη ο υπάλληλος ή όχι, όπως και για ποια αδικήματα.
Ωστόσο, όπως κατήγγειλε στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ο Αλφαντάκης, η αντεισαγγελέας κράτησε τη δικογραφία επί εννέα μήνες δίχως να προβεί σε καμία ενέργεια, παρά το γεγονός ότι τα αδικήματα αφορούσαν τη χρονική περίοδο 2004-06 σύμφωνα με το κατηγορητήριο που είχε συνταχθεί από τον ανακριτή. Τελικά η αντεισαγγελέας εφετών επέστρεψε στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών τη δικογραφία στις 2 Ιουλίου 2019, μία μόλις ημέρα αφότου είχε τεθεί σε ισχύ ο νέος Ποινικός Κώδικας που ψήφισε η τότε κυβέρνηση.
Ωστόσο ο νέος ΠΚ περιείχε μια σειρά από διατάξεις προς το ευμενέστερο σε σχέση με την ποινική μεταχείριση για συγκεκριμένα αδικήματα. Πιο αναλυτικά, με το άρθρο 462 τού νέου ΠΚ καταργήθηκε ο ν. 1.608/1950 «Περί αυξήσεως των ποινών των προβλεπομένων διά τους καταχραστάς του Δημοσίου». Τη νομοθετική μεταβολή είχε ανακοινώσει επισήμως ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Μιχάλης Καλογήρου από τον Μάρτιο του 2019. Αυτό είχε αποτέλεσμα το δικαστικό συμβούλιο στο οποίο εισήχθη η πρόταση της αντεισαγγελέα εφετών και έγινε δεκτή να παύσει με το υπ’ αριθμόν 4.891/2019 βούλευμα που εξέδωσε την κατηγορία σε βάρος του υπαλλήλου λόγω παραγραφής, καθώς αυτή μετατράπηκε από κακούργημα σε πλημμέλημα. Αν η εισαγγελέας είχε κινηθεί με γρηγορότερους ρυθμούς, η ποινική αντιμετώπιση του θα ήταν διαφορετική.
Παρέλειψε βασικά έγγραφα και μάρτυρες
Μία ακόμη δικαστικός που κατονομάζει στην αναφορά του ο Αλφαντάκης είναι η αντεισαγγελέας πλημμελειοδικών Κ.Κ., η οποία είχε διατυπώσει απαλλακτική εισήγηση για τον υπάλληλο και τον πατέρα του προς το δικαστικό συμβούλιο τον Αύγουστο του 2019, η οποία είχε γίνει δεκτή, για να αναιρεθεί στη συνέχεια από τον Αρειο Πάγο το απαλλακτικό βούλευμα που είχε εκδοθεί. Σύμφωνα με τις καταγγελίες Αλφαντάκη, η αντεισαγγελέας φέρεται να «παρέκαμψε αποδεικτικά μέσα» τα οποία ήταν «ενοχοποιητικά και επιβαρυντικά» για τον διπλωματικό υπάλληλο . Επιπλέον η ίδια αντεισαγγελέας φέρεται να «παρέλειψε να ειδοποιήσει το ελληνικό δημόσιο ώστε να λάβει γνώση και να ασκήσει το δικαίωμα της ακροάσεως».
Ακόμη, όπως υπογραμμίζεται, «καθ’ υπέρβαση» της εξουσίας της, σε μια προσπάθεια «να προκαταλάβει την κρίση του αρμοδίου Εισαγγελέα Εφετών, η αντεισαγγελέας παρέλειψε να κλητεύσει “ουσιώδεις μάρτυρες κατηγορίας” και “ουσιώδη έγγραφα” που αποδείκνυαν την ενοχή των εμπλεκομένων». Μεταξύ αυτών έγγραφα της ΕΥΠ αλλά και την αλληλογραφία των μυστικών υπηρεσιών της χώρας με το υπουργείο Εξωτερικών για το σκάνδαλο των «χρυσών βιζών» στην Ινδία.
Αφαντο το ελληνικό δημόσιο κατά την προκαταρκτική
Τα περίεργα όμως στην υπόθεση δεν σταματούν εδώ. Εντύπωση προκαλούν και όσα έχει καταγγείλει ο Αλφαντάκης σχετικά με το ελληνικό δημόσιο και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΝΣΚ). Είναι χαρακτηριστικό ότι το ελληνικό δημόσιο ουδέποτε υπέβαλε παράσταση υποστήριξης της κατηγορίας τόσο κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης όσο και της ανάκρισης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ουδέποτε επιβλήθηκαν περιοριστικοί όροι ούτε στον διπλωματικό υπάλληλο ούτε στον πατέρα του, ενώ δεν απαγορεύτηκαν οι κινήσεις στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς ούτε ανοίχτηκαν οι τραπεζικές θυρίδες τους. Αν και η υπόθεση αφορούσε μεταξύ άλλων και τη διακίνηση ποσού μέσω τραπεζών τα οποία προήλθαν από τις μίζες για την έκδοση παράνομων βιζών στην Ινδία.
Σε ό,τι αφορά το ΝΣΚ, όπως κατήγγειλε ο Αλφαντάκης, εκπρόσωπός του εμφανίστηκε ενώπιον του ανακριτή 26 μήνες μετά την προκαταρκτική εξέταση κατά του υπαλλήλου . Πιο αναλυτικά, ο εκπρόσωπος του ΝΣΚ εμφανίστηκε ενώπιον του ανακριτή στις 6 Ιουνίου 2018, όταν η προκαταρκτική εξέταση ξεκίνησε στις 28 Ιουνίου 2016 και η ανάκριση τον Ιανουάριο του 2017. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι εγείρονται ερωτήματα και σχετικά με τον τρόπο που κινήθηκε το ελληνικό δημόσιο.