Ένα πανόραμα της διαδρομής του μεγάλου αστικού κέντρου της ανατολικής Μακεδονίας μέσα στον χρόνο
«Η Καβάλα είναι μια περίεργη πόλις. Ανεβαίνεις σε μια κορφή βουνού. Μόλις φτάσεις στην κορφή κατεβαίνει τ’ αυτοκίνητο από ιλιγγιώδεις κορδέλλες…», περιγράφει σε μια επιστολή του ο Νίκος Εγγονόπουλος τη χτισμένη αμφιθεατρικά στους πρόποδες του όρους Σύμβολο βορειοελλαδίτικη πρωτεύουσα που αγναντεύει το Αιγαίο πέλαγος καμαρώνοντας την ιστορική χερσόνησό της που αποίκησαν πρώτοι οι Θάσιοι πριν από 3.000 χρόνια, αλλά και ό,τι απέμεινε όρθιο στη σύγχρονη εποχή ύστερα από δύο παγκόσμιους πολέμους, τρεις βουλγαρικές κατοχές και πολλές καταστροφές από τις κατεδαφίσεις και τις αντιπαροχές.
Ήταν η αρχαία Νεάπολις, αυτόνομη πόλη και σύμμαχος της Αθήνας στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ήταν το επίνειο της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων που είχε το προνόμιο να βρίσκεται πάνω στην πορεία της Εγνατίας οδού, του οδικού άξονα που επί αιώνες συνέδεε την Ανατολή με τη Δύση. Ήταν η Χριστούπολις του Βυζαντίου και η πόλη που ανοικοδόμησε ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, γενέτειρα του βαλή της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή. Ήταν σημαντικό εξαγωγικό λιμάνι της Μακεδονίας τον 18ο αιώνα και το σημαντικότερο κέντρο επεξεργασίας και εμπορίας καπνού από τα τέλη του 19ου αιώνα. Ήταν η πόλη που έγιναν οι πρώτες εργατικές απεργίες στα Βαλκάνια επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο τόπος υποδοχής χιλιάδων προσφυγών το 1922. Ήταν η «προσφυγούπολη» και «καπνούπολη» Καβάλα όπου ο καπνός καθόριζε για έναν αιώνα την οικονομική ανάπτυξή της και καθορίζει μέχρι σήμερα την όψη της καθώς οι δεκάδες πετρόχτιστες καπναποθήκες της που διατηρούνται δεσπόζουν στις κεντρικές πλατείες της και στα στενά σοκάκια της.
Το Documento βρέθηκε προ ημέρων στην Καβάλα με αφορμή την παρουσίαση του προγράμματος ενός από τους πολιτιστικούς θεσμούς της, του φεστιβάλ Cosmopolis, και είχαμε την ευκαιρία να τη γνωρίσουμε και να ξεφυλλίσουμε σελίδες της μακραίωνης ιστορίας της. Περπατώντας στα ανηφορικά, σμιλεμένα σε βράχο από γρανίτη στενοσόκακά της έχεις πράγματι, όπως υποστηρίζουν πολλοί επισκέπτες της, άλλοτε την αίσθηση της συνέχειας και άλλοτε του μεγάλου ρήγματος ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν της σε αυτή την «περίεργη πόλι».
Από το γραφικό λιμάνι στις Καμάρες
Το φυσικό λιμάνι της Καβάλας στη μακραίωνη ιστορική διαδρομή της είχε ιδιαίτερη εμπορική δραστηριότητα ως διαμετακομιστικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής τόσο στα χρόνια της αρχαίας Νεάπολης και της βυζαντινής Χριστούπολης όσο και κατά την οθωμανική περίοδο.
Τον 18ο αιώνα η εμπορική δραστηριότητα στην πόλη αυξάνεται ενώ σημαντική ώθηση στο εξαγωγικό εμπόριο έδωσε η απευθείας σύνδεση του λιμανιού της Καβάλας με εκείνο της Μασσαλίας. Οι Γάλλοι εγκαθιστούν προξενείο και εμπορικούς οίκους και με τα πλοία τους διακινούν προς τις ευρωπαϊκές χώρες κερί, λάδι, μέλι και ξυλεία από τη Θάσο, σιτάρι, μαλλί, καπνό και βαμβάκι από την ανατολική Μακεδονία και τη βόρεια ενδοχώρα μέχρι και από τις όχθες του Δούναβη. Η ακμή της ανάπτυξης της πόλης σημειώνεται στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου όταν η περιοχή εξειδικεύεται στην καλλιέργεια του καπνού και το λιμάνι της αναδεικνύεται σε κέντρο επεξεργασίας και διακίνησής του προς τις αγορές του εξωτερικού. Στις αρχές του 20ού αιώνα η Καβάλα είναι το σημαντικότερο εξαγωγικό λιμάνι της Μακεδονίας.
Κυρίαρχο στο τοπίο, ορατό από παντού, το πιο αναγνωρίσιμο μνημείο της πόλης είναι αναμφίβολα το μεγάλο τοξωτό υδραγωγείο της, οι εντυπωσιακές Καμάρες όπως επίσης είναι γνωστό. Κατασκευάστηκε στις αρχές του 16ου αιώνα και αποδίδεται στον Ιμπραήμ πασά, βεζίρη του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Νομοθέτη (ή, όπως τον ονόμασαν οι δυτικοί, του Μεγαλοπρεπούς). Το επιβλητικό μνημείο έχει μήκος περίπου 280 μέτρα, μέγιστο ύψος 25 μέτρα και είναι κτισμένο από ντόπιο γρανίτη και πλίνθους. Οι Καμάρες είναι το τελευταίο τμήμα του υδραγωγείου που ύδρευε την πόλη για τέσσερις αιώνες μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Σήμερα διατηρεί τη γοητεία του ως μνημείο αν και περιστοιχίζεται από πολυώροφες οικοδομές ενώ κάτω από τα τόξα του περνούν οι δρόμοι που συνδέουν το κέντρο της σύγχρονης πόλης με τις ανατολικές περιοχές της. Ο περιηγητής Pierre Belon επισημαίνοντας τον ευεργετικό ρόλο του νερού στην έως τότε άνυδρη χερσόνησο αναφέρει το 1547 ότι «η Καβάλα ήταν στο παρελθόν έρημη και ακατοίκητη αλλά λίγα χρόνια μετά την κατασκευή του υδραγωγείου έγινε ένας όμορφος και πολυάνθρωπος οικισμός», όπως μαθαίνουμε από τον ιστορικό Κυριάκο Λυκουρίνο, έναν από τους ανθρώπους της πόλης που παίζει σήμερα σημαντικό ρόλο στην καταγραφή και την ανάδειξη της ιστορικής μνήμης του τόπου του και από του οποίου τα βιβλία και τα δημοσιεύματα των ερευνών του αντλούμε τις πληροφορίες αυτού του κειμένου.
Εκτός από την παραθαλάσσια θέση της, η Καβάλα είχε το προνόμιο να βρίσκεται πάνω στην πορεία της Εγνατίας οδού, του οδικού άξονα που επί αιώνες συνέδεε την Ανατολή με τη Δύση. Όπως διαβάζουμε στο βιβλίο που συνυπογράφουν ο Κυριάκος Λυκουρίνος και ο επίσης Καβαλιώτης ιστορικός Νίκος Καραγιαννακίδης, «Νεάπολις – Χριστούπολις – Καβάλα. Οδοιπορικό στο χώρο και στο χρόνο της παλιάς πόλης» (έκδοση Δήμου Καβάλας, 2015), «ο αρχαίος δρόμος διαπερνούσε τη βραχώδη και δύσβατη οροσειρά του Συμβόλου από το ύψωμα του Αγίου Σίλα, έφτανε στη σημερινή πλατεία της πόλης και τις Καμάρες, ανηφόριζε προς την περιοχή του Σούγιολου για να στραφεί στη συνέχεια προς το Καρά Ορμάν. Στρατεύματα, καραβάνια και ταξιδιώτες που κατευθύνονταν από την Ανατολή προς τη Δύση και αντίθετα έπρεπε να περάσουν από τη χερσόνησο μπροστά από τα τείχη της περίκλειστης πόλης. Ο έλεγχος του στενού αυτού περάσματος ήταν ο βασικός λόγος που η πόλη και το κάστρο της απέκτησαν μεγάλη στρατηγική σημασία».
Στο κάστρο και στην Παναγία, τη χερσόνησο της πόλης
Για περισσότερο από πέντε αιώνες, από το 1391 μέχρι το 1912, η Καβάλα βρίσκεται υπό οθωμανική κυριαρχία, περίοδος κατά την οποία μεταμορφώθηκε από ένα οχυρό κάστρο σε μια μικρή μουσουλμανική πόλη στις αρχές του 16ου αιώνα. Στην κορυφή της χερσονήσου το 1425 ανοικοδομείται στη θέση της βυζαντινής ακρόπολης το κάστρο και εγκαθίσταται φρουρά. Από τα τέλη του 17ου αιώνα χρησιμοποιήθηκε και ως τόπος εξορίας και φυλάκισης υπηκόων του σουλτάνου ενώ μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν εγκατεστημένο το στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο της πόλης. Για τελευταία φορά η ακρόπολη χρησιμοποιήθηκε στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου από τα στρατεύματα των κατακτητών. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 περιήλθε στον Δήμο Καβάλας και εντάσσεται στη ζωής της πόλης ως αξιοθέατο και χώρος αναψυχής με μαγευτική θέα ενώ κατά τους καλοκαιρινούς μήνες χρησιμοποιείται για πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Η πόλη δικαίως καμαρώνει για ένα σπάνιο δείγμα των μεγάλων ιδρυμάτων της τελευταίας οθωμανικής περιόδου το οποίο βρίσκεται στη δυτική πλευρά της χερσονήσου και κατά μήκος της κεντρικής της οδού. Το Külliye της Καβάλας, πιο γνωστό ως Ιμαρέτ, το οποίο καταλαμβάνει έκταση περίπου τεσσάρων στρεμμάτων και σήμερα λειτουργεί ως πολυτελές ξενοδοχείο (η αποκατάστασή του ξεκίνησε το 2001 και άρχισε να λειτουργεί το 2004), είναι έργο του Μεχμέτ Αλή, βαλή της Αιγύπτου (1805-1848), ο οποίος θέλησε να ευεργετήσει τη γενέτειρά του με ένα φιλανθρωπικό και εκπαιδευτικό ίδρυμα. Στο άκρο της χερσονήσου βρίσκεται το σπίτι που γεννήθηκε, η οικία Μεχμέτ Αλή, καθώς και το εμβληματικό άγαλμά του που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Κωνσταντίνος Δημητριάδης στο Παρίσι και μεταφέρθηκε στην Καβάλα στα τέλη της δεκαετίας του 1930.
Στην Παναγία, όπως ονομάζεται σήμερα η χερσόνησος, βρίσκονταν τα περισσότερα θρησκευτικά κέντρα των μουσουλμάνων, τα περισσότερα σχολεία τους ενώ ακόμη και μετά το 1890 εκεί διέμενε η παραδοσιακή μουσουλμανική αριστοκρατία. Η Καβάλα, σύμφωνα με τις πηγές, από το 1478 έως το 1530 είχε 80-90 χανέδες, δηλαδή φορολογούμενα νοικοκυριά, κυρίως χριστιανικούς. Το 1519 στο σύνολο των περίπου 450 κατοίκων της οι χριστιανοί αποτελούσαν το 76% και οι μουσουλμάνοι το 24%. Πενήντα χρόνια αργότερα παρατηρείται ανατροπή των εθνοθρησκευτικών αναλογιών που οφείλεται, όπως αναφέρει ο ιστορικός Κ. Λυκουρίνος, «στους εποικισμούς και στους εξισλαμισμούς, αναγκαστικούς ή εκούσιους»· το φορολογικό κατάστιχο του 1569 εμφανίζει πληθυσμό περίπου 1.300 ανθρώπων με 256 οικογένειες εκ των οποίων οι 174 είναι μουσουλμανικές, οι 52 χριστιανικές και οι 30 εβραϊκές – στα χρόνια του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς εφαρμόζεται ένα πρόγραμμα οργανωμένων εποικισμών και μεταφέρονται στην πόλη μουσουλμάνοι από τη Μ. Ασία και Εβραίοι από περιοχές της Ουγγαρίας. Μέχρι το 1840 στην Καβάλα οι χριστιανοί δεν ξεπερνούν τους 400 (ποσοστό περίπου 10% του πληθυσμού της), γύρω στο 1890 οι δύο θρησκευτικές ομάδες είναι περίπου ισοδύναμες ενώ μετά το 1905 ο χριστιανικός πληθυσμός αυξάνεται ραγδαία. Ραγδαία είναι και η αύξηση του πληθυσμού των Εβραίων της πόλης, της εθνοθρησκευτικής ομάδας που όπως αναφέρεται στις πηγές εγκαταστάθηκε τελευταία στην Καβάλα την εποχή της εμπορικής ανάπτυξής της στα μέσα του 19ου αιώνα. Σύμφωνα όμως με τον ιστορικό Κ. Λυκουρίνο και τα διαθέσιμα στοιχεία του, παρουσία Εβραίων στην τουρκοκρατούμενη Καβάλα –αριθμητικά ασήμαντη αλλά αδιάλειπτη– ανάγεται από τα μέσα του 16ου αιώνα αν και, όπως σημειώνει, «καμία πηγή δεν αναφέρει Εβραίους στην Καβάλα ούτε καν η επίσημη οθωμανική απογραφή του 1831».
Η «Παλιά Μουσική»
Από τις αρχές του 16ου έως τα μέσα του 19ου αιώνα η Καβάλα αναπτύσσεται στην ακρόπολη, στην εντός των τειχών πόλη η οποία συγκεντρώνει τον πληθυσμό της μοιρασμένο σε συνοικίες που προσδιορίζονται εθνοθρησκευτικά και στην εκτός των τειχών περιοχή όπου υπάρχουν χάνια, αποθήκες, κτίσματα για τις υπηρεσίες του λιμανιού κ.ά. Μέχρι το τέλος της τουρκοκρατίας στη χερσόνησο της Παναγίας υπήρχαν τρεις μουσουλμανικοί μαχαλάδες, του Χουσεΐν μπέη, του Καδή Αχμέτ εφέντη και του Χαλίλ μπέη, όπου κατοικούσε το σύνολο σχεδόν των μουσουλμάνων της Καβάλας (ο χριστιανικός πληθυσμός είναι ελάχιστος ενώ από τα μέσα του 19ου αιώνα κατοικούσε κυρίως σε περιοχές εκτός των τειχών). Η θέση της συνοικίας του Χαλίλ μπέη βρίσκεται στο κέντρο της χερσονήσου όπου σώζεται μέχρι σήμερα το ομώνυμο τζαμί της, η γνωστή στην πόλη «Παλιά Μουσική», όπως ονομάζεται, το οποίο φιλοξενεί συχνά πολιτιστικές εκδηλώσεις. Στον χώρο αυτό οι ανασκαφικές έρευνες της 12ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων αποκάλυψαν το πρώτο χριστιανικό λατρευτικό κτίσμα της περίκλειστης πόλης, την τρίκλιτη παλαιοχριστιανική εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, η οποία είναι ορατή από το γυάλινο δάπεδο του ανακαινισμένου τζαμιού. Στην αυλή του ιστορικού συγκροτήματος στεγάζονται σήμερα κοινωνικές υπηρεσίες αλλά και ο δραστήριος πολιτιστικός σύλλογος της Παναγίας «Το Κάστρο».
Σημειώστε ότι το ανανεωμένο ως προς το περιεχόμενό του φετινό φεστιβάλ Cosmopolis, το πρόγραμμα του οποίου επιμελήθηκε ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής του ο μουσικός Άλκης Ζαπόγλου, θα ανοίξει αυλαία στις 16 Ιουλίου στην ιστορική αυτή χερσόνησο παρουσιάζοντας συναυλίες στις γειτονιές της Παναγίας αλλά και σε αυλές σπιτιών της. Για πληροφορίες επισκεφτείτε την ιστοσελίδα του φεστιβάλ: www.cosmopolisfestival.gr/
Αναζητώντας το παρελθόν της πόλης στα καπνομάγαζά της
Είναι ευρέως γνωστό ότι η Καβάλα οφείλει στον καπνό τη μετατροπή της σε μία κοσμοπολίτικη εμπορική πόλη για 100 χρόνια έως τα μέσα του 20ού αιώνα. Σχεδόν το σύνολο των προσφύγων που κατέφθαναν στο λιμάνι της το 1922 από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο εργάστηκαν στα ήδη φημισμένα καπνομάγαζά της διπλασιάζοντας το δυναμικό τους που μέχρι το 1921 μετρούσε περίπου 5.000 εργάτες – πολλοί από αυτούς κατοίκησαν σταδιακά στις συνοικίες της Παναγίας στα σπίτια που εκκενώθηκαν από τους μέχρι τότε κατοίκους τους εξαιτίας της ανταλλαγής των πληθυσμών σύμφωνα με την ελληνοτουρκική Σύμβαση της Λωζάνης.
Η Καβάλα είναι η πόλη όπου έγινε η πρώτη εργατική απεργία στα Βαλκάνια το 1879, εδώ δημιουργήθηκαν τα πρώτα καπνεργατικά σωματεία – χριστιανοί, μουσουλμάνοι, Εβραίοι και Αρμένιοι συνασπίστηκαν και διεκδικούσαν τα δικαιώματά τους, καθώς και το Ταμείο Ασφαλίσεως Καπνεργατών για την περίθαλψή τους αλλά και την κατοχύρωση του επαγγέλματός τους. Το πρώτο καπνεργατικό σωματείο, η Ευδαιμονία, ιδρύθηκε το 1908, η Καπνεργατική Ένωση Καβάλας και η Πρόοδος το 1920. Το 1927 υπήρχαν 14.000 καπνεργάτες, 50 εταιρείες καπνού και 160 καπναποθήκες. Η παγκόσμια οικονομική κρίση το 1929, που βρήκε την Καβάλα μεσούσης της εποχής των μεγάλων καπνεργατικών αγώνων –η καπνική κρίση άρχισε ήδη από το 1926–, επηρέασε σοβαρά την τοπική οικονομία η οποία δέχθηκε ισχυρό πλήγμα και οδήγησε χιλιάδες ανθρώπους στην ανεργία. Τον Ιούλιο του 1933 γράφτηκε εδώ μία από πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία του εργατικού κινήματος, η γνωστή εξέγερση των έξι ημερών, και το 1934 εκλέχτηκε ο πρώτος κομμουνιστής δήμαρχος της Ελλάδας –και ο πρώτος πρόσφυγας που έγινε δήμαρχος μεγάλης πόλης– ο Μήτσος Παρτσαλίδης, ο οποίος τέσσερις μήνες μετά την εκλογή του εκτοπίστηκε από την κυβέρνηση Π. Τσαλδάρη στον Αϊ-Στράτη.
Για το καπνικό παρελθόν της Καβάλας δεν θα βρεις πλέον σήμερα κάποιον να σου διηγηθεί ζωντανά μία ιστορία. Ως επισκέπτης θα ανακαλύψεις πολλά στοιχεία στο ενδιαφέρον Μουσείο Καπνού που υπάρχει στην πόλη από το 2003. Για τους σημερινούς Καβαλιώτες άλλωστε, όπως λένε οι ίδιοι, οι λέξεις καπνομάγαζο και καπνέμπορος, καπνεργάτης και στοιβαδόρος, τόγκα και «σαλόνι επεξεργασίας» είναι λέξεις οικείες αλλά ταυτόχρονα πολύ μακρινές.
Στο Αρχαίο Θέατρο των Φιλίππων
Η Καβάλα είναι μια πρωτεύουσα στην περιφέρεια της Ανατολικής Μακεδονίας γεμάτη από μνημεία στον αστικό ιστό της, όμως μία περιήγηση σε αυτήν θα ήταν ελλιπής αν δεν επισκεφτεί κάποιος, διασχίζοντας την επαρχιακή οδό Καβάλας – Δράμας, την αρχαία πόλη Κρηνίδες, έναν από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους στην Ελλάδα, που ιδρύθηκε το 360 π.Χ. ως αποικία των Θασίων, με το μεγαλοπρεπές Αρχαίο Θέατρο των Φιλίππων. Το θέατρο αποκαλύφθηκε από Γάλλους ανασκαφείς της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής κατά τη διάρκεια των ετών 1921 έως 1937 ενώ το 1957 δόθηκε η πρώτη παράσταση αρχαίου δράματος και ξεκίνησε το Φεστιβάλ Φιλίππων – Θάσου αποκτώντας ζωή το αρχαίο θέατρο ξανά ύστερα από 24 αιώνες. Το φεστιβάλ προσελκύει αδιάλειπτα μέχρι σήμερα το ενδιαφέρον χιλιάδων θεατών που από τη δεκαετία του ’50 συρρέουν κάθε καλοκαίρι στην περιοχή για να παρακολουθήσουν παραστάσεις αρχαίου δράματος στις Κρηνίδες.
Η 63η διοργάνωση του Φεστιβάλ Φιλίππων – Θάσου υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του δραστήριου δημιουργού Θοδωρή Γκόνη ξεκινάει φέτος στις 17 Ιουλίου στην πόλη της Καβάλας και είναι αφιερωμένη στα κλειστά κτίριά της και τα μυστικά που έχουν μέσα τους κρυμμένα οι παλιές καπναποθήκες της, το παλιό νοσοκομείο, τα παλιά δικαστήρια, το τελωνείο στην παραλία της (το πρόγραμμά του δεν έχει ακόμη ανακοινωθεί), ενώ στο Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων από τις 5 Αυγούστου θα πραγματοποιηθεί για τέταρτη χρονιά φέτος το Εργαστήριο Αρχαίου Δράματος με τη συμμετοχή σημαντικών Ελλήνων καλλιτεχνών (Όλια Λαζαρίδου, Λυδία Φωτοπούλου, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Ακύλλας Καραζήσης, Γιάννης Καλαβριανός, Ιόλη Ανδράδη, Ρηνιώ Κυριαζή, Λουκία Μιχαλοπούλου). Οι παραστάσεις θα δοθούν δωρεάν ενώπιον κοινού (σε περίπου 400-500 θεατές θα επιτρέπεται η είσοδος στο αρχαίο θέατρο με βάση τα περιοριστικά μέτρα λόγω της Covid-19) ενώ παράλληλα θα μεταδίδονται σε live streaming στο ίντερνετ.
Οι φωτογραφίες του αφιερώματος είναι της Μαρίνας Αγγελάκη