Ο τραπεζικός τομέας στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από συγκεντρωτισμό.
Οι περιφερειακές τράπεζες είναι ελάχιστες, μικρές σε μέγεθος και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην περιφερειακή ανάπτυξη.
Οι συστημικές τράπεζες αναδεικνύονται δυστυχώς, μέσα στην εξελισσόμενη κρίση, στον μεγάλο ασθενή της ελληνικής οικονομίας. Αποτελούν βραχίονες χρηματοδότησης, οι οποίοι απλώς δεν χρηματοδοτούν,παρότι, βρισκόμαστε στην πιο κρίσιμη -για τις μακροοικονομικές εξελίξεις- στιγμή. Πρόκειται για μείζον ζήτημα, το οποίο έχει αναδείξει ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία ήδη από την αρχή της κρίσης, τον περασμένο Μάρτη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, ακόμα και ο κεντρικός τραπεζίτης παραδέχθηκε πως παρότι οι τράπεζες έχουν πλέον αυξημένη – κατά 40 δισ. ευρώ – ρευστότητα, μόνο ένα «μικρό, μικρό» κομμάτι αυτής φτάνει στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Και μάλιστα, από αυτό το ποσό, το 9% το παίρνουν οι μεγάλες επιχειρήσεις και μόλις το 1,9% οι μικρομεσαίες. Τα νοικοκυριά έχουν αρνητική πιστωτική επέκταση. Η δε, συνολική πιστωτική επέκταση είναι λίγο πάνω από το μηδέν.Και που πηγαίνει το μεγαλύτερο τμήμα αυτής της ρευστότητας; Στην αγορά ελληνικών, κυρίως, ομολόγων.
Και οι επιχειρήσεις; Όπως κυνικά έχει παραδεχθεί διευθύνων σύμβουλος μιας εκ των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, μόνο 30.000 επιχειρήσεις μπορούν να χρηματοδοτηθούν, βάσει των οδηγιών του εγχειριδίου πιστοληπτικής πολιτικής, το οποίο ακολουθούν οι τράπεζες.
Οι τράπεζες, αποφασίζουν με βάση κριτήρια τα οποία είναι σχεδιασμένα για να εντοπίζουν τους- όπως τους αποκαλούν- «στρατηγικούς κακοπληρωτές».
Μόνο που με τη βούλα της κυβέρνησης το 90% των κλάδων έχουν χαρακτηριστεί πληττόμενοι. Αντιμετωπίζουν δηλαδή, πρόβλημα εξυπηρέτησης των υποχρεώσεων τους. Αυτές οι επιχειρήσεις, η συντριπτική δηλαδή πλειοψηφία,είναι που χαρακτηρίζονται από τις τράπεζες, το ΣΕΒ, και την κυβέρνηση, ως ζόμπι.Ο κ. Μητσοτάκης έχει ως ευαγγέλιο την έκθεση Πισσαρίδη, η οποία όχι μόνο θεωρεί φυσιολογικό να μην χρηματοδοτούνται οι επιχειρήσεις από τις συστημικές τράπεζες, αλλά αντιτίθεται, στην ύπαρξη και την παρέμβαση της δημόσιας αναπτυξιακής τράπεζας.
Όμως ο μεγάλος ασθενής της οικονομίας, δεν είναι οι – κατά Πισσαρίδη και Μητσοτάκη – επιχειρήσεις «ζόμπι», αλλά οι τράπεζες, οι οποίες μεταδίδουν και μάλιστα επιταχυνόμενα, τον ιό της ύφεσης. Ταυτόχρονα, επιτείνουν ακόμα περισσότερο το βασικό τους πρόβλημα, με τα κόκκινα δάνεια να υπολογίζεται πως θα αυξηθούν κατά ένα ποσό το οποίο υπερβαίνει τα 10 δισ. ευρώ.
Η κυβέρνηση δεν επιθυμεί, δια του τραπεζικού συστήματος, να περιορίσει την κλίμακα της ύφεσης και να επαναφέρει την οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης.
Δεν θεωρεί ότι χρειάζεται να παρέμβει, όταν οι τράπεζες βυθίζονται στη ρευστότητα και οι επιχειρήσεις πνίγονται από την έλλειψή της.
Παρότι έχει τα εργαλεία.
Παρότι θα μπορούσε να στηριχθεί στην Αναπτυξιακή Τράπεζα, η οποία αποτέλεσε ορόσημο της πρώτης διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ σε ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία.
Παρότι θα μπορούσε μέσω αυτής να δώσει τον τόνο και την κατεύθυνση της ανάπτυξης, όπως επιθυμούσε η δική μας διακυβέρνηση.
Η επιστροφή σε αυτή τη στρατηγική αποτελεί μονόδρομο. Η Αναπτυξιακή Τράπεζα πρέπει να χρησιμοποιήσει στο έπακρο όλα τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία της ΕΕ και της ΕΚΤ τα οποία μπορεί να αξιοποιήσει με βάση τον ιδρυτικό της νόμο. Να προικοδοτηθεί από το δημόσιο και να αναπτύξει προγράμματα με αυξημένες κρατικές εγγυήσεις. Να εκδώσει δικό της εταιρικό ομόλογο και να αξιοποιήσει τη δυνατότητα έκδοσης κοινωνικού ομολόγου το οποίο ήδη αξιοποιείται ευρέως.
Η ελληνική οικονομία δεν έχει πλέον κανένα περιθώριο. Η χώρα δεν θα αντέξει ένα ντόμινο χρεωκοπιών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που θα συμπαρασύρει την απασχόληση, τα δημόσια έσοδα, την κοινωνική συνοχή.
Οποιοσδήποτε επιμένει να παρακολουθεί μακάριος τις επιλογές των τραπεζών, οποιοσδήποτε ανέχεται την αδυναμία του δημοσίου να ασκεί πολιτική στον τραπεζικό τομέα, οποιοσδήποτε αποδέχεται ή ενορχηστρώνει τη βίαιη αναπροσαρμογή του επιχειρηματικού χάρτη της χώρας θα πρέπει να είναι έτοιμος να αναλάβει και την ευθύνη διάλυσης της οικονομίας, η οποία έχει ήδη κατρακυλήσει σε επίπεδα ΑΕΠ του 1996.
Η ελληνική οικονομία δε θα ανακάμψει όσο οι τράπεζες είναι πνιγμένες στη ρευστότητα και δεν χρηματοδοτούν.
Μια προοδευτική, αριστερή πολιτική δε μπορεί παρά να θεμελιώνεται πάνω στην άρση αυτής της κορυφαίας αντίφασης.
Ο Νίκος Παππάς είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία, Β3 Νότιου Τομέα Αθήνων.