Στην Κύπρο για την υπογραφή μνημονίου συνεργασίας για δωρεές της ελληνικής στην κυπριακή κυβέρνηση βρίσκεται σήμερα Παρασκευή ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στέλνοντας από εκεί μήνυμα ενότητας της Ελλάδας με την Κύπρο, και δηλώνοντας την πίστη του πως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα επιστρέψουν σε ήρεμα νερά.
«Τέλος, δεν μπορώ να μη σχολιάσω το γεγονός ότι ο απόλυτος συντονισμός μας, σήμερα, αποτυπώνεται και έμπρακτα με την απόλυτη ενδυματολογική μας ευθυγράμμιση, η οποία σας διαβεβαιώνω ότι δεν ήταν προσχεδιασμένη, αλλά και πάλι σε ευχαριστώ πάρα πολύ» ανέφερε στο τέλος της τοποθέτησής του μπροστά στις κάμερες ο Κυριάκος Μητσοτάκης προς τον Νίκο Αναστασιάδη, το μεσημέρι της Παρασκευής στο Προεδρικό Μέγαρο της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Λευκωσία.
Στη σύντομη δήλωση πριν κλείσουν οι κάμερες και οι δύο ηγέτες συναντηθούν με τις αντιπροσωπείες τους, ο Έλληνας πρωθυπουργός αναφέρθηκε αρχικά στην επαναβεβαίωση του «κοινού μας συντονισμού στην αντιμετώπιση των μεγάλων γεωπολιτικών προκλήσεων», αλλά και «να συντονίσουμε τη δράση μας απέναντι στην αναταραχή η οποία παρατηρείται τελευταία στην ανατολική Μεσόγειο».
Ο Κυρ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε για μία ακόμα φορά στις «ισχυρές μας συμμαχίες» και κυρίως στην ευρωπαϊκή οικογένεια, τονίζοντας πως «με ήρεμη αποφασιστικότητα και ψυχραιμία θα αντιπαρερχόμαστε πάντα οποιαδήποτε ρητορική ξεφεύγει από τους κανόνες της καλής διπλωματικής πρακτικής».
«Εκτιμώ ότι αυτή η προσέγγισή μας τελικά είναι η ορθή και ότι θα μπορέσουμε να επανέλθουμε σύντομα σε πιο ήρεμα νερά, κρατώντας πάντα ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας οι οποίοι, και στις πιο δύσκολες συγκυρίες- άποψή μου ήταν και είναι- δεν πρέπει ποτέ να κλείνουν» ήταν το μήνυμα που έστειλε προς την τουρκική πλευρά, πριν επικεντρώσει τις υπόλοιπες αναφορές του στην ελληνική οικονομία και την ωραιοποίηση της εικόνας της.
Αναφορά έκανε και στις δωρεές της ελληνικής κυβέρνησης, για την κατασκευή πυροσβεστικού σταθμού και ενός πολιτικού αεροσκάφους προς την κυπριακή Δημοκρατία, τονίζοντας για το τελευταίο πως «είναι σημαντικό για μας καθώς κι εμείς προχωρήσαμε σε έναν εκσυγχρονισμό του στόλου των αεροσκαφών μας, να κάνουμε και τη χειρονομία προς την Κυπριακή Δημοκρατία, ώστε ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας ή οποιοσδήποτε κυβερνητικός αξιωματούχος να μπορεί να εμφανίζεται και να εκπροσωπείται με ένα αεροσκάφος το οποίο θα φέρει τα χρώματα και τη σημαία της Κυπριακής Δημοκρατίας».
Αξίζει να σημειωθεί πως την ίδια ώρα, σε ήρεμα νερά κινήθηκαν και οι δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Άμυνας, παρά τις αιχμές για την ένταση με τους Έλληνες βουλευτές στην Κωνσταντινούπολη και την κοινή συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του ΝΑΤΟ και της Ειδικής Ομάδας για τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή τις προηγούμενες ημέρες.
«Είναι σημαντικό για εμάς να ενεργήσουμε με την αποδοχή ότι μπορούμε να λύσουμε τα προβλήματά μας με τη γείτονά μας, σύμμαχο στο ΝΑΤΟ, Ελλάδα με διπλωματικά μέσα, ότι μπορούμε να επωφεληθούμε καλύτερα από τα πλούτη αν είμαστε μαζί και ενωμένοι, και ότι αυτό μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο για την ευημερία των χωρών μας. Θεωρούμε σημαντικό να διατηρηθούν ανοιχτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας για την επίλυση των τρεχόντων προβλημάτων. Η εστίαση σε μια θετική ατζέντα και η μείωση των εντάσεων θα συμβάλλει τόσο στις διμερείς σχέσεις όσο και στην περιφερειακή συνεργασία. Με μεγάλη χαρά παρατηρούμε επίσης ότι ορισμένοι πολιτικοί στην Ελλάδα, ακαδημαϊκοί και συνταξιούχοι στρατιώτες χρησιμοποιούν τα επιχειρήματα που προβάλαμε» ανέφερε ο Χουλουσί Ακάρ, μεταξύ άλλων.
Σε ερώτηση δε συγκεκριμένα για την ένταση με τους Έλληνες βουλευτές, σημείωσε πως «κάναμε μια ενημέρωση σε μια πολύ επιλεγμένη, ευγενική και διπλωματική γλώσσα χωρίς να προκαλέσουμε κανέναν. Η ουσία της ενημέρωσής μας ήταν η εξής: Υπάρχει πρόβλημα μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας; Υπάρχει. Πώς να το λύσουμε; Μιλώντας. Υπάρχουν διαβουλεύσεις, διαδικασίες διαχωρισμού και συνομιλίες για μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης σχετικά με αυτό. Είπαμε ότι μπορούμε να λύσουμε αυτά τα προβλήματα μιλώντας. Αυτοί, από την άλλη μεριά, προσπάθησαν να απομακρύνουν από τον σκοπό της τη σύσκεψη, η οποία πήγε πολύ καλά με τις αβάσιμες ερωτήσεις και τα σχόλιά τους», επιρρίπτοντας ευθύνες στην ελληνική πλευρά.