Ενας μολυβής ουρανός απλώνεται πάνω από το λιμάνι του Πειραιά. Τόσο που δεν ξέρεις αν είναι πρωί ή σούρουπο. Το ραντεβού με τους ναυτικούς είναι στο Στέκι του Σαράντου, ένα από τα πιο γνωστά καφέ της Ακτής Μιαούλη, εκεί όπου για δεκαετίες συναντιούνται οι άνθρωποι της θάλασσας για να μοιραστούν τις ιστορίες τους.
Στην άνθηση της Τρούμπας το μαγαζί έμενε ανοιχτό και το βράδυ –θρυλικά τα γλέντια που γίνονταν εδώ–, τώρα λειτουργεί μόνο τις πρωινές ώρες. «Δυο τρία πλέον είναι τα καφενεία της περιοχής όπου συχνάζουν ναυτεργάτες» λέει ο Αλέκος Πούλος, συνταξιούχος μηχανικός και συγγραφέας, και συνεχίζει: «Παλιά ήταν εδώ μαζεμένες όλες οι ναυτιλιακές. Τα τελευταία χρόνια έχουν μεταφερθεί σε άλλες περιοχές: στη Γλυφάδα, στο Μαρούσι, στην Κηφισιά, τη Βούλα. Εχει αλλάξει πολύ ο Πειραιάς».
Ταξίδια σε Καραϊβική και Ανταρκτική
Ο Γιώργος Σπαρής, μηχανικός, περιγράφει τις εμπειρίες του από τη θάλασσα: «Το πρώτο ταξίδι το έκανα το 1970. Ξεκίνησα τότε με ένα κρουαζιερόπλοιο που πήγαινε στα νησιά του Αιγαίου και στο Κουσάντασι. Τον χειμώνα πηγαίναμε στην Καραϊβική. Τα νησιά εκεί είχαν μια διαφορετική ομορφιά λόγω του τροπικού κλίματος». Ποτέ ο χρόνος δεν ήταν αρκετός για να χορτάσει τις χάρες των εξωτικών νησιών, μια και τα κρουαζιερόπλοια δεν έμεναν πολύ σε έναν προορισμό, αλλά η δουλειά ήταν καλή και κέρδιζε γενναία φιλοδωρήματα. «Μου άρεσαν πολύ κάτι νησάκια κοντά στην Κολομβία, όπου οι κάτοικοι ασχολούνταν με το ψάρεμα και έφτιαχναν μενταγιόν από κοχύλια τα οποία πουλάγανε στους τουρίστες. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνα τα παιδιά που βρίσκονταν μέσα στις βάρκες και όταν περνούσαν δίπλα από το κρουαζιερόπλοιο οι Αμερικανοί έβγαζαν από τις τσέπες τους και τους πέταγαν σεντς. Εκείνα βουτούσαν να τα πιάσουν. Κάποιοι το έβλεπαν και γελούσαν. Εμένα με στενοχωρούσε πολύ αυτό το θέαμα. Το πόσο ποδοπατούνταν η ανθρώπινη αξιοπρέπεια».
Το πιο εντυπωσιακό μέρος που έχει βρεθεί ο κ. Σπαρής είναι η Ανταρκτική. «Πέντε φορές πήγα. Ολοι οι επιβάτες μας ήταν επιστήμονες που μελετούσαν φάλαινες και πιγκουίνους. Θυμάμαι ένα σημείο ανάμεσα στους πάγους όπου υπήρχε μια λίμνη με ζεστό νερό και πήγαιναν οι επιβάτες και βουτούσαν». Του ζητάω να θυμηθεί πώς περνούσαν τα Χριστούγεννα πάνω στο πλοίο. «Οταν θέλαμε να φτιάξουμε κουραμπιέδες παίρναμε τηλέφωνο στο σπίτι για να ζητήσουμε τη συνταγή. Μας έλεγαν να βάλουμε βούτυρο, εμείς όμως είχαμε βούτυρο αλμυρό. Αυτό είχαμε, αυτό βάζαμε».
Ο Παναγιώτης Ριφουνάς εργάζεται ως καπετάνιος σε γιοτ. Κατάγεται από ναυτική οικογένεια με ρίζες από τη Μάνη. «Στην οικογένειά μου ήμασταν πάντα τόσο μέσα στη θάλασσα που ήταν αυτονόητο για μένα να ακολουθήσω αυτό τον δρόμο» λέει. Αρχικά ασχολήθηκε με την ακτοπλοΐα και έπειτα με τα κότερα. «Είναι ατίθασο το “εμπόρευμα” στην ακτοπλοΐα και το ίδιο συμβαίνει και στα κότερα. Μεταφέρεις ανθρώπους, όχι κάτι άψυχο να κάτσει ακούνητο εκεί που το βάζεις. Οπότε είναι λογικό να προκύπτουν εντάσεις, τις οποίες όμως έχουμε μάθει να διαχειριζόμαστε» λέει. Κυρίως ταξιδεύει σε Αιγαίο και Ιόνιο. «Στα κότερα δεν υπάρχει αυτονομία για μεγαλύτερα ταξίδια» λέει. «Αν θέλεις να ταξιδέψεις πιο μακριά, θα πρέπει να υπάρξει ανεφοδιασμός και να κάνεις στάσεις».
Όλοι οι άντρες στην οικογένεια του Παναγιώτη Πανουργιά ήταν στα καράβια. Ετσι, για εκείνον ήταν μάλλον φυσικό να βρεθεί στη θάλασσα. Σήμερα εργάζεται ως καπετάνιος σε τάνκερ, μεταφέροντας αργό πετρέλαιο σε όλο τον κόσμο. «Στο πρόσφατο ταξίδι μου παρέλαβα το πλοίο από τη Σιγκαπούρη, πέρασα από την Αφρική και ξεμπάρκαρα στη Μελβούρνη» λέει. Ταξιδεύει όπου υπάρχει πετρέλαιο και όπου υπάρχει ζήτηση, δηλαδή σε όλο τον κόσμο. Το πιο δύσκολο πράγμα πάνω στο πλοίο είναι η σωστή διαχείριση χρόνου και εργατικού δυναμικού ώστε να μεταφερθεί το εμπόρευμα σωστά. Φυσικά όλο αυτό δημιουργεί μεγάλο άγχος, το οποίο ενισχύεται από τις δυσκολίες που προκύπτουν από την πολύμηνη διαμονή πάνω στο καράβι. Στα λιμάνια πλέον το πλοίο μένει μόλις λίγες ώρες ή ελάχιστες μέρες, παλιότερα έδενε ακόμη και για έναν μήνα. «Φυσικό είναι να δημιουργούνται εντάσεις. Στην αρχή ξεκινάς με χαμόγελα. Με τον καιρό αυτά μειώνονται λόγω των συνθηκών και της απομόνωσης. Υπάρχουν στιγμές που ακόμη και η καλημέρα βγαίνει δύσκολα».
Το πρώτο πράγμα που θέλουν να κάνουν όταν πιάσουν λιμάνι είναι να βρουν παρέα να διασκεδάσουν. Ισως πιο δύσκολο από το να βρίσκεται κανείς πάνω στο πλοίο για καιρό είναι να ξαναβρεθεί στη στεριά έπειτα από μεγάλο ταξίδι. «Οι πρώτες μέρες μέχρι να συνέλθεις είναι δύσκολες. Οι ρυθμοί της στεριάς σου φαίνονται πολύ γρήγοροι. Μόλις ξανασυνηθίσεις λες “δεν θα ξαναφύγω”. Κι όμως σε λίγες μέρες είσαι και πάλι στο λιμάνι, για να βρεις έναν φίλο να πιεις έναν καφέ». Ακόμη κι όταν βρίσκεται στη στεριά, παρέα με ναυτικούς κάνει. «Είναι πολλά αυτά που μπορούμε να μοιραστούμε. Ξέρω ότι ο άλλος θα καταλάβει αυτό που θα πω».
Μεταμεσονύχτια επίθεση από Σομαλούς πειρατές
Η Εστία των Ναυτικών στον Πειραιά δημιουργήθηκε για να φιλοξενεί ναυτικούς της επαρχίας όταν έρχονται στην περιοχή για να κάνουν δουλειές. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια εκεί μένουν και αρκετοί άστεγοι. «Πολλούς άστεγους ναυτεργάτες έχει και το λιμάνι» λέει ο κ. Πούλος. Δεν είναι εύκολο πλέον να βρει κανείς δουλειά στα καράβια. Κάποτε υπήρχαν ένα σωρό ειδικότητες, τα τελευταία χρόνια οι ναυτιλιακές τις έχουν καταργήσει κι έτσι υπάρχουν μόνο καπετάνιοι και μηχανικοί. Πολύ δύσκολα μπορεί κάποιος πλέον να εργαστεί ως μάγειρας, γιατί υπάρχει μεγάλη προσφορά από τις Φιλιππίνες με χαμηλούς μισθούς που συμφέρουν τις ναυτιλιακές. Τα τελευταία χρόνια έχουν μπει στο παιχνίδι και εταιρείες που δρουν μεσολαβητικά ώστε οι ναυτικοί να βρίσκουν δουλειές, με ό,τι σημαίνει αυτό για το τελικό ποσό που μπαίνει στην τσέπη τους.
«Πρώτη φορά βρέθηκα στη θάλασσα το 1978 δόκιμος σε ένα γκαζάδικο. Ξεκινήσαμε από Αμβούργο, περάσαμε από Ρότερνταμ, Λιβύη. Δύσκολες εποχές ήταν για μας τότε, δύσκολα είναι και σήμερα παρά την εξέλιξη της τεχνολογίας» λέει ο Αλέκος Αδρακτάς, που εργάζεται για χρόνια ως μηχανικός. Την απόφαση να γίνει ναυτικός την πήρε γοητευμένος από τις εμπειρίες ενός γείτονά του και από την αγάπη που είχε στον Νίκο Καββαδία. Σήμερα, που σχεδόν έχει κλείσει τον κύκλο του στη θάλασσα, έχει ανοίξει έναν καινούργιο με την ενασχόλησή του με την ποίηση, η οποία, πέρα από τη χαρά της δημιουργίας, του έχει αποφέρει το Β΄ βραβείο στον διαγωνισμό «Νίκος Καββαδίας» για τη συλλογή του «Το κλάμα των γλάρων» (Εκδόσεις Εντός).
Ξεφυλλίζοντας τη συλλογή του πέφτω πάνω στους στίχους: «Ζυγώναμε στο πέρασμα / Socotra Somalia / Μεσάνυχτα το πλήρωμα / σκοπιά για πειρατεία». Του ζητάω να αφηγηθεί την περιπέτειά του με τους πειρατές. «Συνέβη το 2013 στα ανοιχτά της Σομαλίας. Δυόμισι η ώρα τα ξημερώματα χτύπησε ο συναγερμός. Προσπαθώντας να καταλάβω τι γίνεται κοίταξα στη θάλασσα. Είδα ανθρώπους σε σκάφη να φωνάζουν στον καπετάνιο να σταματήσει. Εκείνος για να τους αποφύγει έκανε ελιγμούς ώστε να τους εμποδίσει να ρίξουν τη σκάλα στο καράβι. Αν κατάφερναν και την έριχναν θα ήταν πια πολύ αργά. Ηταν πολύ δύσκολα, γιατί δεν είχαμε και φρουρούς μαζί μας. Οι πειρατές πυροβολούσαν, βλέπαμε στον αέρα τις σφαίρες. Φοβηθήκαμε πολύ. Στο τέλος καταφέραμε να ξεφύγουμε, γιατί τα ταχύπλοα τρέχουν αρκετά αλλά δεν έχουν αρκετό καύσιμο για να ακολουθήσουν τα μεγάλα καράβια για πολλή ώρα».
Δεν είναι όμως αυτή η μοναδική φορά που κινδύνευσε. «Κάποτε στον Ινδικό ωκεανό πέσαμε σε μουσώνα και πήγαμε να μπατάρουμε. Τα κύματα ήταν τεράστια. Ηρθε η ώρα που φορέσαμε τα σωσίβια, δεν ξέραμε αν θα βγούμε ζωντανοί». Τον ρωτάω τι σκεφτόταν εκείνη τη στιγμή. Η φωνή του χαμηλώνει. «Την επιβίωση» λέει, «στο μυαλό έρχονται συγκεχυμένες εικόνες». Ποια λιμάνια άραγε είναι τα πιο επικίνδυνα; Συμφωνούν μεταξύ τους ότι είναι της Νιγηρίας και της Κολομβίας. «Φοβάσαι να βγεις εκεί αν δεν έχεις συνοδό άνθρωπο της νύχτας να σε πάει σε συγκεκριμένα μέρη» λέει ο κ. Πούλος. Και περιγράφουν πώς έχασαν έναν συνάδελφό τους που τον σκότωσαν για να τον ληστέψουν.
Τους ζητώ να αφηγηθούν μια ασυνήθιστη ιστορία και ο κ. Πούλος μαζί με τον κ. Αδρακτά θυμούνται τότε που βρέθηκαν σε ένα μικρό λιμάνι του Αμαζονίου, το Ρίο Τρομπέτα. «Μας έβγαλαν έξω από το καράβι με πιρόγες, νύχτα μες στον Αμαζόνιο. Ο λαντζέρης έριχνε φως με τον φακό στις όχθες. Λέει ένας από εμάς “σήματα θα κάνει για να έρθουν για βοήθεια κι άλλοι”. Κάποια στιγμή μας λέει ο λαντζέρης “μη βάζετε τα χέρια στο νερό”. Είχε πιράνχας! Και τον φακό τον έπαιζε για να δει αν υπήρχαν κοντά μας ανακόντα και κροκόδειλοι» λέει ο κ. Αδρακτάς. «Oταν μπαίναμε στο λιμάνι, τα κορίτσια μάς έβαλαν το τραγούδι του Πασχαλίδη που λέει “όλους τους ξέμπαρκους τους τρώει το σαράκι, κι όσοι ταξίδεψαν ζηλεύουν την Ιθάκη”. Μα τι όμορφα που ήταν!» θυμάται ο κ. Πούλος. «Εν τω μεταξύ είχαμε και ερωτευμένους δόκιμους που αγάπησαν εκεί κάτι Βραζιλιάνες και όταν φύγαμε έβαλαν εικοσαδόλαρα και πενηνταδόλαρα σε μπουκάλια και τα πετούσαν στα κορίτσια που κάθονταν από κάτω, στο λιμάνι».