Πενταμερής κοροϊδία για το κυπριακό

Πενταμερής κοροϊδία για το κυπριακό

Πηγαίνοντας προς την πενταμερή, ενόψει της Γενεύης, οι κυβερνώντες έλεγαν ότι «δεν περιμένουν κάτι». Μετά την αποπεράτωση της συνάντησης της Γενεύης έλεγαν στο ίδιο μοτίβο «δεν βαριέσαι, δεν έγινε και τίποτε». Ολα ήσυχα. Συνεχίστηκε δε η ανοχή κάποιων στην εξωτερική πολιτική της ΝΔ. Ποια είναι, όμως, η αλήθεια;

Πριν από το Κραν Μοντανά επί δύο χρόνια έγινε συστηματική δουλειά. Γράφτηκε και κυκλοφόρησε στη διεθνή διπλωματία (ΟΗΕ, ΕΕ, εμπλεκόμενοι) σειρά εγγράφων με σαφή τοποθέτηση για το ποια προβλήματα πρέπει να λυθούν και με ποιον τρόπο (από το θέμα της κατάργησης των «Εγγυήσεων» και των στρατευμάτων κατοχής, στόχοι που υιοθετήθηκαν, μέχρι την πρότασή μας για ένα σύμφωνο φιλίας). Πείσαμε ακόμη και τους «ουδέτερους» να υποστηρίξουν αυτές τις θέσεις. Αυτές υιοθετήθηκαν από τον γγ του ΟΗΕ και τις αποδέχτηκε η ΕΕ ως παρατηρητής στη συνδιάσκεψη για το κυπριακό το καλοκαίρι του 2017, καθότι η όποια λύση του δεν μπορεί να ξεφεύγει των πλαισίων του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Πείσαμε όλες τις πλευρές να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα των τριών μειονοτήτων στο νησί και μελλοντικά να συμμετάσχει εκπρόσωπός τους στα θεσμικά όργανα της Κυπριακής Δημοκρατίας, εκεί που παλαιότερα σε σειρά σχεδίων προβλεπόταν εκπρόσωπος τρίτης χώρας, άρα έξωθεν παρεμβάσεις. Με την προώθηση και υλοποίηση όλων αυτών των στόχων η Κύπρος θα γινόταν επιτέλους ένα «κανονικό κράτος» όπως το έχω περιγράψει εδώ και δεκαετίες και ως όρος υιοθετήθηκε ακόμη και από τον ίδιο τον γγ του ΟΗΕ.

Με το που ξεκίνησαν το 2020 οι διαπραγματεύσεις προετοιμασίας της νέας πενταμερούς Βρετανοί και Τούρκοι έθεσαν ως απαράβατο όρο να μην ξεκινήσει η διαπραγμάτευση από το σημείο που διακόπηκε στο Κραν Μοντανά. Απόδειξη και ομολογία για το ποιοι ήταν εκείνοι που δεν επιθυμούσαν και δεν επέτρεψαν το 2017 να λυθεί το κυπριακό. Τελικά επέβαλαν την παράκαμψη του Κραν Μοντανά, καθότι η ελληνική πλευρά, όπως και οι κονδυλοφόροι που με καθύβριζαν τότε, δεν επιθυμούσαν να ομολογήσουν ούτε εκ των υστέρων την επιτυχία του 2017. Η πρώτη, λοιπόν, απώλεια ήταν τα κεκτημένα του Κραν Μοντανά.

Ο γγ συγκάλεσε την πενταμερή όχι ως κάποιος γενικός διαμεσολαβητής ανάμεσα στις πλευρές ούτε ως δικηγόρος του διεθνούς δικαίου, αλλά ως γγ του ΟΗΕ. Φαίνεται ότι ο ίδιος το ξέχασε και ουδείς έκανε τον κόπο να του θυμίσει ότι δεν μπορεί να οργανώνει συζητήσεις εκτός των πλαισίων του οργανισμού ή να επιτρέπει να τίθενται θέματα που είναι εκτός των αποφάσεων της ΓΣ και του ΣΑ του ΟΗΕ, όπως «για δύο κράτη». Αυτό που έκανε το απέκλειαν εξ ορισμού οι αποφάσεις 541 και 542 του οργανισμού, ενώ στις δημόσιες δηλώσεις του δεν καταδίκασε ως όφειλε τις τουρκικές «προτάσεις». Δέχτηκε, επίσης, υπό τις πιέσεις του ΗΒ και της Τουρκίας να αποκλειστεί η ΕΕ από τη συζήτηση για ένα θέμα που αφορά κράτος-μέλος της και κατά προέκταση την ίδια τη λειτουργία της! Ο γγ του ΟΗΕ ασφαλώς και γνωρίζει ότι η ΕΕ απορρίπτει τη «λύση» των δύο κρατών, αλλά ακόμη και της συνομοσπονδίας, όπως εξάλλου και το ΣΑ του οργανισμού. Επιπλέον, σε αντίθεση με το Κραν Μοντανά, προτάχθηκε η εσωτερική πτυχή του κυπριακού ενώ παρακάμφθηκε η διεθνής πτυχή του, που είναι η παράνομη κατοχή εδαφών κράτους-μέλους της ΕΕ και του ΟΗΕ.

Το ερώτημα είναι: αφού δεν μπορεί να υπάρξει υπό την αιγίδα του ΟΗΕ λύση δύο κρατών ούτε καν συνομοσπονδίας, γιατί οργάνωσε ο γγ αυτήν τη συζήτηση; Κατά τη γνώμη μου, ορισμένοι ήθελαν να νομιμοποιήσουν την απαράδεκτη πρόταση της Τουρκίας και διά της παρουσίας Ελλάδας και Κύπρου. Ηθελαν να σβήσουν τα κεκτημένα του Κραν Μοντανά.

Σημειώνω, επιπλέον, ότι η όλη διαδικασία επιτρέπει στην Τουρκία να εμφανίσει σε λίγους μήνες τις πραγματικές της προθέσεις ως «συμβιβαστική πρόταση» που να γίνει γενικότερα αποδεκτή ως τάχατες «συμβιβαστική λύση» (και από κάποιους σε Αθήνα και Λευκωσία). Η Τουρκία τότε θα προτείνει «λύση συνομοσπονδίας» που θα επιτρέπει τη μεταβάπτισή της σε «χαλαρή» και άλλα τέτοια ομοσπονδία, στο πνεύμα του Ροΐδη που πριν από 155 χρόνια στο μυθιστόρημα «Πάπισσα Ιωάννα» ο «ήρωας ηγούμενος» μεταβάπτισε σε περίοδο νηστείας το «λαχταριστό χοιρινό σε ιχθύ».

Τι θέλει η Τουρκία; Η Τουρκία θέλει να ελέγχει την Κύπρο στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Αν μπορούσε να την ελέγξει άμεσα όλη, κάτι που δεν μπορεί να κάνει και το γνωρίζει, θα ήταν ευτυχής. Η δεύτερη καλύτερη λύση για εκείνη είναι να γίνει ουσιαστικά η Κύπρος συνομοσπονδία, ανεξάρτητα αν μια τέτοια «λύση» θα προβάλλεται με τον τίτλο «ομοσπονδία» ενός τύπου (επιθετικός προσδιορισμός) που δεν υπάρχει πουθενά στην Ιστορία και τη βιβλιογραφία. Με μια τέτοια de facto συνομοσπονδία επιδιώκει να διατηρήσει τον βασικό της έλεγχο στα εδάφη που κατέχει παράνομα. Να νομιμοποιήσει την παρουσία της ίδιας και των εποίκων της ως νόμιμων ιδιοκτητών της κατεχόμενης Κύπρου. Ταυτόχρονα, επιδιώκει μια τέτοια συνομοσπονδιακή κατά όνομα «ομοσπονδιακή» δομή να της επιτρέπει μέσω της «τουρκοκυπριακής πολιτείας» τον έλεγχο του πυρήνα της πολιτικής της Κυπριακής Δημοκρατίας (κεντρική τράπεζα/χρηματοπιστωτικά, ανώτατο δικαστήριο, εξωτερική και ευρωπαϊκή πολιτική, άμυνα και ασφάλεια). Στην ουσία η Κύπρος να μην είναι ανεξάρτητο, κυρίαρχο κράτος.

Τι δεν θέλει η Τουρκία; Δεν θέλει μια Κυπριακή Δημοκρατία που θα βρίσκεται εκτός ελέγχου της. Που θα είναι ανεξάρτητο ισότιμο κράτος στο διεθνές και ευρωπαϊκό σύστημα κρατών. Δεν επιθυμεί, επίσης, μια διχοτομημένη Κύπρο που θα της φέρει την Ελλάδα και την κοινή άμυνα με την Κύπρο στο μαλακό υπογάστριό της.

Τι ακριβώς να κάνει η Ελλάδα; Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να σταματήσει να αντιλαμβάνεται το κυπριακό ως βάρος. Να ανοίξει μέτωπο στο καθεστώς των εγγυήσεων και στην κατοχή και να παλέψει για μια Κύπρο «κανονικό κράτος». Να πάψει να πιστεύει ότι «ενεργητική» εξωτερική πολιτική είναι να περιφέρεται σε άσκοπα ταξίδια. Αντίθετα, ενεργητική εξωτερική πολιτική σημαίνει ετοιμασία θέσεων. Επιδίωξη να πειστούν όσο το δυνατό περισσότεροι γι’ αυτές. Ενεργητική πιεστική προώθηση εκείνων των επιλογών που επιδιώκει η χώρα να επιτευχθούν. Τερματισμός της αγνόησης πραγματικών απωλειών. Ετσι ώστε με σκληρές διαπραγματεύσεις να εξασφαλίζονται κέρδη για τη χώρα και όχι «επικοινωνιακοί τίτλοι» για συγκάλυψη απωλειών. Πρέπει να σταματήσει να αντιμετωπίζει την εξωτερική πολιτική ως κομματικό επικοινωνιακό κόλπο.

Ο Νίκος Κοτζιάς είναι πρώην υπουργός Εξωτερικών

Documento Newsletter