Πειθαρχική αναφορά – κόλαφος για δικαστές και εισαγγελείς του Πειραιά

Πειθαρχική αναφορά – κόλαφος για δικαστές και εισαγγελείς του Πειραιά

Δικογραφία λιμνάζει στην ανάκριση για περίπου δέκα χρόνια.

Την αναφορά υπέβαλε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, δια του συνηγόρου του Ιωάννη Λαμπίρη, πολίτης που εμπλέκεται στην υπόθεση και δέκα χρόνια τώρα περιμένει να ολοκληρωθεί η ανάκριση!

«Με αφορμή την υπ’αρ. 12/08.11.2019 Εγκύκλιό Σας προς τους κ.κ. Εισαγγελείς Εφετών και Πρωτοδικών της χώρας με θέμα “Άσκηση εποπτείας για την ταχεία περαίωση ανάκρισης και προανάκρισης”, την οποία εκδώσατε μετά την διαπίστωση ότι σε αρκετές περιπτώσεις καθυστερεί η περαίωση της ανάκρισης και επί σοβαρών υποθέσεων, ενώ η καθυστέρηση αυτή εγγίζει τα όρια της παραγραφής…», τονίζει ο αναφέρων ξετυλίγοντας με την επισύναψη των ανάλογων αποδεικτικών στοιχείων την αφήγηση της δικής του υπόθεσης.

Ο πολίτης που ζητά να ελεγχθούν πειθαρχικά για παράβαση του καθήκοντός τους δικαστικοί (που σύμφωνα με την καταγγελία ευθύνονται για απαράδεκτη κωλυσιεργία, παραβαίνοντας τα καθήκοντα τους) επισημαίνει στην αναφορά του:

«Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, “Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθεί εντός λογικής προθεσμίας υπό Δικαστηρίου, το οποίον θα αποφασίσει επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως”».

Στην ίδια κατεύθυνση κινείται το άρθρο 14 παρ. 3γ’ του Διεθνούς Συμφώνου Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων,(ΔΣΑΠΔ), ενώ κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ αξιώνεται η τήρηση του ευλόγου χρόνου για τη διεκπεραίωση κατηγοριών ποινικής φύσεως, ο οποίος προκύπτει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση επί τη βάσει των ατομικών χαρακτηριστικών της υπόθεσης.

Πάγια κριτήρια για τον προσδιορισμό του ευλόγου χρόνου της ποινικής διαδικασίας η νομολογία επικαλείται: 

α) την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, 

β) τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας υπό την ευθύνη των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων, 

γ) τη σημασία και βαρύτητα της υπόθεσης και 

δ) τη συμπεριφορά και διαγωγή του προσφεύγοντος σε διάφορα στάδια της ποινικής διαδικασίας.

Όπως αναφέρει στην δική του υπόθεση υπήρξε «εκκωφαντική καθυστέρηση στο στάδιο της ανακρισης ” καθώς ” από την άσκηση ποινικής διώξεως το 2011, η δικογραφία ενταφιάσθηκε στα συρτάρια ανακριτικού γραφείου για μια οκταετία και πλέον, δίχως να ενδιαφερθεί για την έκβαση αυτής ο αρμόδιος Εισαγγελέας ή ο αρμόδιος Ανακριτής ή ο Διευθύνων ή Εποπτεύων την Ανάκριση ή αρμόδιος Επιθεωρητής». 

Και καταλήγει: «Οι χρονίσασες πληγές της Ελληνικής Δικαιοσύνης, με κυρίαρχα τα έλκη των πάσης φύσεως ανεπαρκειών και ανικανοτήτων, με προέχουσα την καθυστέρηση στην απονομή της Δικαιοσύνης, έχουν περιαγάγει αυτή σε κατάσταση αμφισβήτησης και αναποτελεσματικότητας, ιδίως όταν η καθυστέρηση αυτή, προκαλεί βλάβη στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, υπό το παρατεταμένο άγχος, την ψυχική καταπόνηση και την αβεβαιότητα του χρόνου έκβασης της υποθέσεώς του, ως ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωσή μου. Εντούτοις, πίστευα και πιστεύω στη διάκριση μεταξύ της Δικαιοσύνης και των φορέων της. 

Η Δικαιοσύνη, ως οντότητα πνευματική, αναγνωρίζεται και επιβάλλει ανελέγκτως την αυθεντία της. Οι δικαστικοί όμως και εισαγγελικοί λειτουργοί θα πρέπει να υπόκεινται σε διαρκή και άγρυπνο έλεγχο και πρέπει να πείθουν με τις αποφάσεις τους και τη συμπεριφορά τους, να δικαιώνουν την αποστολή τους και να στηρίζουν με τα έργα τους την αυθεντία της δικαιοσύνης. Υπό το ως άνω πνεύμα απευθύνομαι ενώπιόν σας».

Documento Newsletter