Η εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικάνικες εκλογές αποτελεί μία τομή στη σύγχρονη παγκόσμια πολιτική συγκυρία, καθώς έχει πολλά χαρακτηριστικά που δημιουργούν νέα δεδομένα στον τρόπο που οι ελίτ προσεγγίζουν την οργάνωση των κοινωνιών, την δημοκρατία και την αναδιανομή του πλούτου. Παράλληλα, φαίνεται και η αδυναμία της Αριστεράς και εν γένει των προοδευτικών δυνάμεων να αρθρώσουν ένα πολιτικό λόγο με όραμα, προτεραιότητες και συγκεκριμένες κοινωνικές στοχεύσεις.
Συγκεκριμένα, στον κύκλο του Τραμπ πέρα από τη στάση του στην Ουκρανία, τη Γάζα και τον επαναπροσδιορισμό των ΗΠΑ σε ότι αφορά τις σχέσεις με την ΕΕ, γίνονται διαβουλεύσεις για τα πρόσωπα που θα αναλάβουν τα βαριά υπουργεία, αλλά και το στενό επιτελείο που θα χαράζει την κεντρική γραμμή του Λευκού Οίκου. Από τους ανθρώπους που είναι κοντά στον Ντόναλντ Τραμπ από την προεκλογική περίοδο μέχρι και σήμερα, είναι σαφές ότι πολλοί είναι δισεκατομμυριούχοι, άνθρωποι πολυεθνικών και των τραπεζών. Μάλιστα, πολλοί από αυτούς είναι στα σχέδια του νέου Αμερικανού προέδρου να αξιοποιηθούν σε υπουργεία και σε θέσεις στρατηγικής σημασίας. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Ίλον Μασκ, ο οποίος είναι από τους πιο στενούς συνεργάτες του Τραμπ, αλλά «τυγχάνει» να είναι και ο πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο.
Πλέον, ένα βασικό στοιχείο της νεωτερικότητας που ήταν η στοιχειώδης διάκριση πολιτικού-οικονομικού μεταβάλλεται προκαλώντας νέα κοινωνικά δεδομένα. Χαρακτηριστικά, δεν χρειάζεται πλέον η ολιγαρχία να πιέζει τους πολιτικούς και τις κυβερνήσεις να προωθήσουν τα συμφέροντά τους, καθώς οι ίδιοι ολιγάρχες πλέον βγαίνουν μπροστά και έχουν μετά την οικονομική εξουσία και την πολιτική.
Εκδικητικός καπιταλισμός και κράτος-εταιρεία
Η ταύτιση των συμφερόντων των ελίτ με την πολιτική εξουσία χτυπάει την καρδιά της δημοκρατίας, καθώς δεν μπορεί να υπάρχει ουσιαστικά μία δημοκρατική κοινωνία, χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη και δίκαιη αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου. Η κατεύθυνση της κυβέρνησης Τραμπ θα είναι «φοροαπαλλαγές για τους πλούσιους, επιβάρυνση για τους εργαζόμενους». Για να γίνει όμως αυτό χρειάστηκε η συμμετοχή των Αμερικανών πολιτών στην εκλογική νίκη του Τραμπ, οι οποίοι γύρισαν την πλάτη στο κόμμα των Δημοκρατικών. Αυτό έγινε διότι οι κοινωνικές ανισότητες τα τελευταία χρόνια (επί Δημοκρατικών) διευρύνθηκαν και οι εργαζόμενες τάξεις έδιναν αγώνα επιβίωσης. Σε αυτή την κοινωνική συνθήκη ο Τραμπ καλλιεργώντας και τον κοινωνικό αυτοματισμό έναντι των μεταναστών και άλλων κοινωνικών ομάδων, κατάφερε με την βοήθεια ολιγαρχών να συγκροτήσει μία κοινωνική συμμαχία πλειοψηφική που τον έφερε στον Λευκό Οίκο.
«Το μίσος για τη δημοκρατία»
Άλλωστε και ο Γάλλος φιλόσοφος Ρανσιέρ στο βιβλίο του «το μίσος για τη Δημοκρατία» έλεγε ότι το ακροδεξιό μίσος προς τη δημοκρατία μπορεί να παρουσιάζεται στη σύγχρονη εποχή, ως επιλογή των αδύναμων και υποτελών τάξεων, αλλά στην πραγματικότητα είναι το μίσος των ελίτ για την Δημοκρατία. Τις τελευταίες δεκαετίες, οι σύγχρονες δημοκρατίες έχουν δημιουργήσει ένα «πολίτη-καταναλωτή», όπου επικρατεί ο ατομικισμός και κοινωνικός κανιβαλισμός. Σε μία τέτοια βάση η σύγχρονη, «ευέλικτη» ιδεολογικά ακροδεξιά, τις ατομικότητες τις συγκροτεί σε συλλογική εθνικιστική ταυτότητα, με βασικά στοιχεία τον ανορθολογισμό, τη συνωμοσιολογία και τον κοινωνικό αυτοματισμό. Αυτό έκανε και ο Ντοναλντ Τραμπ, απενοχοποιώντας την λογική του σύγχρονου «αρρύθμιστου» καπιταλισμού, που είναι ότι «ο ισχυρός επιβιώνει».
Από την άλλη η Αριστερά και οι προοδευτικές δυνάμεις είναι βυθισμένες σε έναν «άνευρο», κεντρώο πολιτικό λόγο, που δεν αγγίζει πραγματικά τις ανάγκες των εργαζόμενων και της κοινωνικής πλειοψηφίας. Ο κόσμος δεν θέλει αλλαγές στη ζωή του στη «δευτέρα παρουσία», ούτε καλύτερους δαχειριστές της αδικιάς. Θέλει μία ζωή με αξιοπρέπεια και κοινωνική δικαιοσύνη.
Διαβάστε επίσης: