Ο πίνακας «Αλληγορία της κλίσης» της σπουδαίας Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι, που είχε λογοκριθεί τον 17ο αιώνα με προσθήκη πέπλου γιατί ήταν τολμηρός, αποκαθίσταται στη Φλωρεντία.
Πόσες φορές έχουμε ακούσει το όνομα του Μικελάντζελο και του Καραβάτζο και πόσες της Πλαουτίλα Νέλι, της Βιολέντε Φερόνι και της Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι; Παρότι οι φεμινίστριες θεωρητικοί ασχολούνται με αυτό το θέμα από τη δεκαετία του 1970, μόλις τα τελευταία χρόνια γίνεται ουσιαστική προσπάθεια για την ανάδειξη των γυναικών ζωγράφων της ιταλικής Αναγέννησης και του μπαρόκ, τα έργα των οποίων μέχρι πρότινος είτε ήταν θαμμένα κάτω από τόνους σκόνης σε αποθήκες είτε βρίσκονταν σε μικρές εκθέσεις. Στο μουσείο Casa Buonarotti στη Φλωρεντία, το οποίο είναι αφιερωμένο στον Μικελάντζελο, άρχισε τον Σεπτέμβριο η αποκατάσταση της «Αλληγορίας της κλίσης» (1616) της Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι, ενός από τους πρώτους πίνακες που φιλοτέχνησε η ζωγράφος κατά τη διάρκεια της επτάχρονης παραμονής της στην πόλη. Η διαδικασία της αποκατάστασης θα είναι ανοιχτή στο κοινό μέχρι τον Απρίλιο.
Από τα μοναστήρια, στην αυλή των Μεδίκων
Τα θέματα που επέλεγαν οι γυναίκες ζωγράφοι της Αναγέννησης και του μπαρόκ συνήθως δεν ήταν ιστορικά ή βιβλικά. Κυρίως ζωγράφιζαν νεκρές φύσεις, ενώ τα έργα τους σπανίως κόστιζαν πολύ και ήταν μικρής κλίμακας. Κυριαρχούσε δε η αντίληψη πως είχαν ιδιαίτερο ταλέντο στην αποτύπωση κοσμημάτων και περίτεχνων υφασμάτων και ότι μπορούσαν ευκολότερα να συλλάβουν τις λεπτές αποχρώσεις των συναισθημάτων που αποτυπώνονταν στο πρόσωπο των μοντέλων. Οι πίνακες γυναικών ζωγράφων που εμπνέονται από ιστορικά γεγονότα σπανίζουν εκείνη την εποχή, διότι οι ήρωες ήταν πάντα άντρες και δεν θα μπορούσαν να αποδοθούν με ρεαλισμό από γυναίκες, καθώς δεν είχαν δικαίωμα στην ακαδημαϊκή εκπαίδευση, άρα και στα μαθήματα ανατομίας.
Οι πρώτες ζωγράφοι και γλύπτριες στην Ιταλία ήταν μοναχές. Οι γυναίκες δεν είχαν το δικαίωμα να είναι μέλη συντεχνιών, επομένως δεν μπορούσαν να εκδώσουν τα απαραίτητα έγγραφα ή να κερδίσουν χρήματα από την εργασία τους κι έτσι τα μοναστήρια τους παρείχαν πρόσβαση σε ανθρώπους και υλικά. Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να αποκτήσουν υπόσταση ως καλλιτέχνιδες έξω από τα τείχη των μοναστηριών και να γίνουν δεκτές στην αυλή των Μεδίκων.
Η Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι (15931656) μαθήτευσε δίπλα στον ζωγράφο πατέρα της, τον Τοσκανό Οράτσιο Τζεντιλέσκι. Σε νεανική ηλικία βίωσε την τραγική εμπειρία του βιασμού της από τον Αγκοστίνο Τάσι, συνεργάτη του πατέρα της, ο οποίος στη συνέχεια ζήτησε να την παντρευτεί. Τελικά δεν το έκανε, με αποτέλεσμα οι δύο άντρες να λύσουν τη διαφορά στο δικαστήριο (ακόμη και ο βιασμός μιας γυναίκας ήταν αντρική υπόθεση την εποχή εκείνη). Ο κατηγορούμενος αθωώθηκε καθώς ανήκε στον κύκλο του πάπα Ινοκέντιου του X΄. Στη συνέχεια η Τζεντιλέσκι παντρεύτηκε τον ζωγράφο Πιεραντόνιο Στιατέζι και εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία.
Με επιρροή από τον Καραβάτζο, υπήρξε μία από τις πρωτοπόρες καλλιτέχνιδες που εργάστηκαν για τον οίκο των Μεδίκων όταν αναζητούσαν έργα γυναικών για τη συλλογή Ουφίτσι που θα αποτελούσαν σύμβολα καινοτομίας και κύρους. Το 1614 ήταν η πρώτη γυναίκα που έγινε μέλος της Accademia delle Arti del Disegno (Ακαδημίας Σχεδίου). Στα μέλη της ακαδημίας συγκαταλέγεται ο Γαλιλαίος, με τον οποίο η Τζεντιλέσκι αλληλογραφούσε επί σειρά ετών, ακόμη και μετά την καταδίκη του από την Ιερά Εξέταση σε κατ’ οίκον περιορισμό. Στην αυλή των Μεδίκων η ζωγράφος ήρθε σε επαφή με τα γράμματα, το θέατρο και τη μουσική. Οι νέες εικόνες και εμπειρίες που απέκτησε αποδείχθηκαν πολύτιμες για τη σωστή απεικόνιση των πολυτελών ενδυμάτων στους πίνακές της.
Η ιστορία ενός εμβληματικού πίνακα
Τα έργα της είναι εμπνευσμένα από τη μυθολογία και τη Βίβλο ενώ τα θέματά της περιλαμβάνουν σκηνές βίας, πολέμου και αυτοκτονιών. Ηδη στα 17 της ήταν ολοκληρωμένη ζωγράφος, καθώς παρέδωσε το πρώτο έργο της «Η Σωσάννα και οι πρεσβύτεροι». Θέμα του πίνακα ήταν η βιβλική μορφή της Σωσάννας, της καλλονής την οποία σώζει ο προφήτης Δανιήλ από τους δυο ηλικιωμένους Κριτές οι οποίοι την κρυφοκοιτάζουν να κάνει μπάνιο στο σιντριβάνι, με στόχο να τη βιάσουν και να τη διαπομπεύσουν (ένα θέμα που έχει εμπνεύσει δεκάδες ζωγράφους τον 16ο και 17ο αιώνα). Για την «Αλληγορία της κλίσης» που φιλοτέχνησε στα 18 της κέρδισε σχεδόν πέντε φορές περισσότερα χρήματα από τους άντρες σύγχρονους ομότεχνούς της. Στο έργο απεικονίζεται μια γυμνή γυναικεία μορφή που βρίσκεται πάνω στα σύννεφα και κρατά μια πυξίδα – αναφορά στον Γαλιλαίο και στις εξαιρετικά τολμηρές θεωρίες του για την εποχή.
Πρόκειται για αυτοπροσωπογραφία της Τζεντιλέσκι η οποία κοσμεί την οροφή ενός δωματίου στην οικία του Μπουοναρότι (Casa Buonarotti), στην οποία υπάρχει επίσης μια σειρά έργων από ζωγράφους της εποχής (μεταξύ των οποίων οι Τζάκοπο Βινιάλι, Τζάκοπο Κιμέντι, Φραντσέσκο Φουρίνι) καθένα από τα οποία απεικονίζει αλληγορικά μία από τις αρετές που κληροδότησε στην τέχνη ο Μικελάντζελο. Το 1680 ένας απόγονος του Μικελάντζελο, πιθανότατα ο Λεονάρντο Μπουοναρότι, ανέθεσε στον Μπαλντασάρε Φρανκεσκίνι, γνωστό ως Βολτεράνο, να ζωγραφίσει ένα γαλάζιο πέπλο ώστε να καλύψει τη γύμνια της γυναικείας μορφής, διότι τη θεωρούσε υπερβολικά τολμηρή για τα ήθη της εποχής.
Εδώ και λίγους μήνες στο πλαίσιο του πρότζεκτ «Artemisia Unveiled» συντηρητές έχουν αναλάβει την αποκατάσταση του έργου μέσω των νέων τεχνολογιών προσπαθώντας να αφαιρέσουν το πέπλο ώστε να αποκαλύψουν την αρχική εκδοχή του πίνακα. Για την αποκατάσταση που θα εξελίσσεται σε κοινή θέα έως τον Απρίλιο το έργο αποκαθηλώθηκε. «Ηταν πολύ συγκινητικό να παρακολουθούμε το κατέβασμα του πίνακα της Αρτεμίζια από την οροφή. Κανείς μας δεν είχε μέχρι τώρα αυτή την εμπειρία. Πιθανότατα από το 1616 δεν είχε κουνηθεί ποτέ από τη θέση του» έχει δηλώσει η Κριστίνα Αλντίνι, πρόεδρος του Ιδρύματος Casa Buonarroti.
Για την αποκατάσταση του πίνακα συνεργάζεται μια μεγάλη ομάδα από συντηρητές, τεχνικούς, φωτογράφους, ραδιογράφους κ.λπ. Λόγω της φύσης των χρωμάτων δεν είναι εφικτό να αφαιρεθεί το πέπλο από την επιφάνεια του έργου, ωστόσο τα τεχνολογικά μέσα μπορούν να προσφέρουν τη δυνατότητα για τη δημιουργία μιας εικονικής αναπαράστασης του πρωτοτύπου. Η αποκάλυψη της εικόνας του αρχικού πίνακα στο κοινό θα γίνει τον ερχόμενο Σεπτέμβριο και θα διαρκέσει μέχρι τον Ιανουάριο του 2024.
Πώς ανακαλύφθηκε εκ νέου η Τζεντιλέσκι
Οσο ζούσε η Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι θεωρούνταν μία από τις πιο επιτυχημένες ζωγράφους της εποχής της. Με την πάροδο των χρόνων το όνομα και το έργο της ξεχάστηκαν και τους επόμενους αιώνες πέρασε ως υποσημείωση στο έργο του πατέρα της, ο οποίος επίσης είχε ασχοληθεί με τις θεματικές της μυθολογίας και την αναπαράσταση ηρωικών σκηνών. Αλλωστε, θεωρούνταν αυτονόητο ότι οι γυναίκες εκείνης της εποχής δεν είχαν δική τους υπόσταση, άρα πώς θα μπορούσαν να παράγουν δικό τους έργο, πόσο μάλλον καλλιτεχνικό. Το θέμα της λήθης ωστόσο δεν αφορούσε μόνο το φύλο της αλλά και το γεγονός ότι άλλαξαν οι τάσεις στην τέχνη. Η νατουραλιστική προσέγγιση την οποία ακολούθησε η Τζεντιλέσκι θεωρούνταν πλέον ξεπερασμένη ενώ ζητούμενο έγινε η πιο κλασική απεικόνιση. Στο έργο της έπεσε φως ξανά στις αρχές του 20ού αιώνα όταν ο ιστορικός τέχνης Ρομπέρτο Λόνγκι τη χαρακτήρισε «τη μόνη γυναίκα στην Ιταλία η οποία κατάλαβε τι είναι ζωγραφική, χρώματα, πάστα και άλλα ουσιώδη» (κάπως πατριαρχική οπτική με τα σημερινά δεδομένα, αλλά πάμε παρακάτω). Επρεπε να περάσουν αρκετές δεκαετίες προτού το έργο της συζητηθεί ξανά. Συγκεκριμένα, το 1976 οι ιστορικοί τέχνης Αν Σάδερλαντ Χάρις και Λίντα Νόκλιν συμπεριέλαβαν σε μια έκθεση που έκαναν στο Los Angeles County Museum of Art κάποια από τα έργα της, τα οποία εκτέθηκαν στη συνέχεια στο Brooklyn Museum. Επρεπε να φτάσουμε στο 2001 για να εκτεθούν έργα της στο Metropolitan Museum in New York δίπλα σε αυτά του πατέρα της. Ωστόσο, ακόμη και τότε δεν κατάφερε να απαλλαγεί από τον ρόλο της κόρης…